Βάμμα (εραλδική)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Τα βάμματα αποτελούν την περιορισμένη παλέτα χρωμάτων και μοτίβων που χρησιμοποιούνται στην εραλδική. Η χρήση τους χρονολογείται από την εποχή της διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής εραλδικής, δηλαδή τον 12ο και 13ο αιώνα μ.Χ., αλλά η ποικιλία των βαμμάτων και ο τρόπος απεικόνισης και περιγραφής τους εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου, καθώς αναπτύχθηκαν νέες παραλλαγές και πρακτικές. Η ανάγκη να οριστούν και να απεικονιστούν σωστά τα διάφορα βάμματα είναι επομένως μια από τις σημαντικότερες πτυχές της εραλδικής τέχνης και του σχεδιασμού.

Ορισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα χρώματα και τα σχέδια της εραλδικής παλέτας χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες, συνήθως γνωστές ως «μεταλλικά χρώματα» (metals), «κανονικά χρώματα» (colours) και τα «δευτερεύοντα χρώματα» ή «γούνες» (furs). Στην αρχική του έννοια, το «βάμμα» αναφέρεται μόνο στην ομάδα του «μεταλλικού χρώματος».[1] Όμως, καθώς η λέξη «χρώμα» φαίνεται ανεφάρμοστη στα εραλδικά χρώματα και κανένας άλλος όρος δεν καλύπτει σαφώς και τις τρεις κατηγορίες, η λέξη «βάμμα» έχει χρησιμοποιηθεί με αυτή την ευρύτερη έννοια, ενώ το «χρώμα» όχι.[2]

Ανάπτυξη και ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κανόνες εφαρμογής των εραλδικών βαμμάτων χρονολογούνται από τον τον 12ο και 13ο αιώνα. Μέχρι τις πρώτες έγχρωμες εραλδικές απεικονίσεις, στα μέσα του 13ου αιώνα, η χρήση των βαμμάτων είχε τυποποιηθεί και από τότε η μεγάλη πλειοψηφία της εραλδικής τέχνης έχει χρησιμοποιήσει εννέα βάμματα.[3][4]

Με την πάροδο του χρόνου αναπτύχθηκαν παραλλαγές στα βασικά βάμματα, ιδιαίτερα αυτά που είχαν σχέση με τις γούνες, αν και οι απόψεις διίστανται ως προς το αν πρέπει να θεωρούνται ξεχωριστά βάμματα ή απλά ποικιλίες των υφιστάμενων. Δύο πρόσθετα χρώματα εμφανίστηκαν και έγιναν γενικά αποδεκτά από τους εραλδικούς καλλιτέχνες, και τελικά ονομάστηκαν «λεκέδες» (stains), με την πεποίθηση ότι είχαν χρησιμοποιηθεί για να δηλώσουν κάποια ατιμία από την πλευρά του κομιστή.[5] Η πρακτική της απεικόνισης των «σωστών» (proper) βαμμάτων, καθιερώθηκε τον 17ο αιώνα. Άλλα χρώματα εμφανίζονται περιστασιακά από τον 18ο αιώνα, αλλά η χρήση τους είναι σπάνια.[6][7]

Τα εραλδικά χρώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πίνακας των βαμμάτων

Στον αγγλόφωνο κόσμο, η εραλδική ορολογία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε εκείνη της Βρετανίας, η οποία με τη σειρά του βασίζεται στη νορμανδο-γαλλική. Όσον αφορά τα εραλδικά βάμματα, η γαλλική εραλδική, η οποία συχνά αναφέρεται από τους εραλδικούς καλλιτέχνες, χρησιμοποιεί παρόμοια ορολογία. Αντίθετα, η γερμανική εραλδική, που έχει επίσης μεγάλη επιρροή, χρησιμοποιεί διαφορετικό λεξιλόγιο, δηλαδή ονοματίζει τα χρώματα με τα καθημερινά τους ονόματα.

Μεταλλικά χρώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μεταλλικά χρώματα διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:

  • Χρυσό ή Κίτρινο (Or) και το
  • Αργυρό ή Άσπρο (Argent)

Κανονικά χρώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα κανονικά χρώματα χωρίζονται στα:

  • Κυανό ή Μπλε (Azure)
  • Ερυθρό ή Κόκκινο (Gules)
  • Πορφυρό ή Μωβ (Purpure)
  • Μέλαν ή Μαύρο (Sable) και
  • Πράσινο (Vert)

Στα βάμματα, όταν απεικονίζονται σε μονόχρωμα σχέδια, χρησιμοποιούνται διάφορα μοτίβα ασπρόμαυρων γραμμών, όπως φαίνονται παρακάτω.

Δευτερεύοντα χρώματα ή γούνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι γούνες όπου, αν και μοτίβα, κατατάσσονται στα χρώματα του φόντου.

  • Γούνα ερμίνας
  • Γούνα σκίουρου
  • Καστανέρυθρο (Murrey)
  • Γκρενά ή κόκκινο του αίματος (Sanguine)
  • Σκούρα Ώχρα (Tenné)
  • Μπλε του Ουρανού (Bleu celestre)
  • Χρώμα του δέρματος (Carnation)
  • Σταχτί ή Γκρι (Cendrée)
  • Πορτοκαλί (Orange)

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Arthur Charles Fox-Davies, A Complete Guide to Heraldry, Dodge Publishing Company, New York (1909), reprinted by Bonanza Books, New York (1978), p. 70.
  2. John Woodward and George Burnett, A Treatise on Heraldry: British and Foreign, W. & A. K. Johnson, Edinburgh and London (1892), vol. 1, p. 60.
  3. Ottfried Neubecker, Heraldry: Sources, Symbols and Meaning, Macdonald and James Publishers (1977), pp. 86–87.
  4. Stephen Slater, The Complete Book of Heraldry, Hermes House, New York (2003), p. 72.
  5. Woodward and Burnett, A Treatise on Heraldry, vol. 1, pp. 60–61.
  6. Woodward and Burnett, A Treatise on Heraldry, vol. 1, pp. 61–62.
  7. Fox-Davies, A Complete Guide to Heraldry, p. 74.