Βάλτσα Παλικής

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Κατά το έτος 1930 διεξήχθη από το Σπυρίδωνα Μαρινάτο σύντομη έρευνα σε κατάλοιπα κτηρίου ρωμαϊκής εποχής στη θέση Βάλτσα της Παλλικής στην Κεφαλονιά, από όπου και μεταφέρθηκε στο Μουσείο Αργοστολίου ψηφιδωτό με παράσταση δελφινιών που περιβάλλουν τρίαινα. Το κτήριο πιθανότατα χρονολογείται στο 2ο μ.Χ. αιώνα.

Η ιστορία των ανασκαφών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το 1908 μέχρι το θάνατό του, ο Ολλανδός φιλάρχαιος Adriaan Goekoop (1859-1914) χρηματοδότησε ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας στην Κεφαλονιά. Η χήρα του, Johanna S. Goekoop de Jongh, αποφάσισε το 1930 να χρηματοδοτήσει περαιτέρω έρευνες, οι οποίες ανατέθηκαν στον τότε Επιμελητή Αρχαιοτήτων Σπυρίδωνα Μαρινάτο. Λόγω της ειδικής σχέσης των χρηματοδοτών με την Εταιρεία αποφασίστηκε η δημοσίευση των νέων ανασκαφών στην Αρχαιολογική Εφημερίδα.

Στο νοτιοδυτικό μέρος της χερσονήσου της Παλικής, στη θέση «Βάλτσα Κατωγής», όρμος, στον οποίο εκβάλλει μικρός ποταμός, και θέση, στην οποία θεωρείται ότι υπήρχε ιερό του Ποσειδώνος, ήταν ορατά λείψανα τοίχων ρωμαϊκής εποχής. Επί των ερειπίων του ναού του Ποσειδώνα, μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, κτίσθηκε ο ναός του Αγίου Νικολάου, Αγίου των θαλασσών. Πλησίον του ναϊδίου, πραγματοποιήθηκαν ανασκαφές το 1930 σε λείψανα ρωμαϊκού οικοδομήματος.

Το σημαντικότερο εύρημα της θέσης ήταν μικρό ψηφιδωτό με παράσταση, που αποκολλήθηκε και μεταφέρθηκε στο Μουσείο Αργοστολίου. Επιπλέον, βρέθηκαν σπαράγματα άλλων ψηφιδωτών με γεωμετρικά σχέδια.

Το ψηφιδωτό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ψηφιδωτό (διαστ. 1,60 x 1,10 μ.) αποτελείται από φυσικούς λίθους διαστάσεων 1 - 1,5 εκ., χρώματος λευκού και μαύρου, καθώς και κάποιες κιτρινέρυθρες ψηφίδες. Η σύνθεση δομείται σε δύο ορθογώνια, ένα εξωτερικό (0,87 x 1,39 μ.) και ένα μικρότερο (0,54 x 1,07 μ.) περικλειόμενο στο πρώτο, ενώ το μεταξύ τους διάκενο κοσμείται με αστερίσκους.

Στο εσωτερικό ορθογώνιο απεικονίζονται τέσσερα μαύρα δελφίνια επί λευκού υποβάθρου, τα οποία είναι διατεταγμένα συμμετρικά ως προς μία τρίαινα που λειτουργεί ως άξονας της σύνθεσης. Αν και περαιτέρω έρευνες είναι αναγκαίες, το ψηφιδωτό χρονολογήθηκε από τον Μαρινάτο στο 2ο μ.Χ. αιώνα, ενώ άλλες χρονολογικές προτάσεις κυμαίνονται μέχρι και τις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σπ. Ν. Μαρινάτος, Αι ανασκαφαί Goekoop εν Κεφαλληνία, ΑΕ 1932, 5-8.
  • Λ. Κολώνας – Γ. Μόσχος, Αρχαιολογικό Μουσείο Αργοστολίου. Οδηγός (Αθήνα 2000), 16.
  • K. Randsborg (επιμ.), Kephallénia. Archaeology & History. The Ancient Greek Cities II, ActaArch Supplementa 12 (København 2002), 59 αρ. L83.
  • A. Sotiriou, Classical and Hellenistic Kephalonia: The Evolution of Four Major City-States, σε: Cl. Antonetti (επιμ.), Lo spazio ionico e le comunità della Grecia nord-occidentale. Territorio, società, istituzioni. Atti del convegno internazionale, Venezia, 7-9 gennaio 2010 (Pisa 2010), 107-108.
  • Α. Χωρέμη-Σπετσιέρη, Τα νησιά του Ιονίου Πελάγους κατά τους ιστορικούς χρόνους, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 269 (Αθήνα 2011), 35.
  • A. Kankeleit, Kaiserzeitliche Mosaiken in Griechenland, διδ. διατριβή, (München 1994), 91, αρ. 49.

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]