Ασώτιος Δ΄ ο Βαγρατίδης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ασώτιος Δ΄ ο Βαγρατίδης
Γενικές πληροφορίες
Θάνατος826[1]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμονάρχης[1]
Οικογένεια
ΤέκναΧριπσιμέ Μπαγκρατουνί
Σεμπάδ Η΄ ο Βαγρατίδης
Βαγράτιος Β΄ ο Βαγρατίδης
ΓονείςΣεμπάδ Ζ΄ ο Βαγρατίδης[1]
ΑδέλφιαΣαπούχ Μπαγκρατουνί
ΟικογένειαΔυναστεία των Μπαγκρατουνί[1]

Ο Ασώτιος Δ΄, αρμενικά: Աշոտ Դ Բագրատունի‎‎ Ashot IV Bagratuni, περισσότερο γνωστός ως Ασώτιος ο Κρεατοφάγος, αρμενικά: Աշոտ Մսակեր‎‎ Αshot Msaker, από το ότι έτρωγε κρέας κατά τη διάρκεια της Τεσσαρακοστής, ήταν ένας Αρμένιος πρίγκιπας από τον Οίκο των Βαγρατιδών. Ένας φυγάς από την αποτυχημένη εξέγερση το 775 κατά της Αραβικής κυριαρχίας στην Αρμενία, όπου είχε σκοτωθεί ο πατέρας του, τις επόμενες δεκαετίες επέκτεινε σταδιακά την επικράτειά του και καθιέρωσε κυρίαρχο ρόλο για τον εαυτό του στις υποθέσεις της χώρας, με το να τον αναγνωρίσει το Χαλιφάτο των Αββασιδών ως κυρίαρχο πρίγκιπα της Αρμενίας από το 806 έως το τέλος του το 826.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ασότ Δ' ήταν γιος του Σμπάτ Ζ΄ πρίγκιπα της υπό Αραβική εξουσία Αρμενίας. Ο Σμπατ Ζ΄ είχε συμμετάσχει στην εξέγερση κατά του Χαλιφάτου των Αββασιδών και είχε σκοτωθεί στην καταστροφική μάχη του Μπαγρεβάν το 775. [2] [3] Μετά τη μάχη, ο Ασότ Δ΄ έφυγε από τα παραδοσιακά εδάφη της οικογένειας που ήταν στην ανατολική Αρμενία, και πήγε προς τα βόρεια, στους συγγενείς του κοντά στο πηγές τού ποταμού Αράξη, όπου βρισκόταν πιο μακριά από την Αραβική εξουσία και πιο κοντά στη Ρωμανία (Βυζαντινή Αυτοκρατορία). Εκεί κατείχε επίσης ορυχεία αργύρου, τα οποία του επέτρεψαν να αγοράσει μερικά από τα εδάφη της οικογένειας Καμσαρακάν και να δημιουργήσει μία νέα κυριαρχία γύρω από το φρούριο Μπαγκαράν, στην επαρχία του Αϋραράτ. [4] [5]

Ο θάνατος ή η εξορία τόσων πολλών πριγκιπικών οικογενειών (nakharar) μετά το Μπαγκρεβάντ, άφησε ένα κενό εξουσίας στον νότιο Καύκασο: εν μέρει αυτό καλύφθηκε από Άραβες αποίκους, οι οποίοι στις αρχές του 9ου αι. είχαν ιδρύσει μία σειρά από μεγαλύτερα ή μικρότερα εμιράτα στην περιοχή, αλλά μεταξύ των μεγαλύτερων ωφελούμενων ήταν οι Αρτσρούυνί, μία πρώην μεσαία πριγκιπική οικογένεια (nakharar), που τώρα έφτασε να ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος της νοτιοανατολικής Αρμενίας (Βασπουρακάν). Ταυτόχρονα, μέσω επιδέξιας διπλωματίας και συμμαχιών γάμου, ο Ασότ Δ΄ κατάφερε να επανιδρύσει τους Βαγρατίδες ως την κύρια πριγκιπική οικογένεια (nakharar), δίπλα στους Αρτσρουνί. [2] [6] Ως αποτέλεσμα, περί το π. 806, ο χαλίφης Χαρούν αλ-Ρασίντ επέλεξε τον Ασότ Δ΄ ως νέο προεδρεύοντα πρίγκιπα της Αρμενίας, αποκαθιστώντας το αξίωμα που είχε λήξει με τον τέλος τού πατέρα του τριάντα χρόνια πριν. Η συνάντηση σχεδιάστηκε τόσο ως αντίβαρο στους ολοένα και πιο ισχυρούς Αρτσρουνί, όσο και ως κέντρο για την αφοσίωση των Αρμενίων μακριά από τη Ρωμανία, όπου πολλές οικογένειες είχαν καταφύγει μετά το 775. [2] [5] Περίπου την ίδια εποχή ο χαλίφης αναγνώρισε έναν άλλο Βαγκρατιδικό κλάδο, υπό τον Ασότ Α΄ τον Κουροπαλάτη, ως πρίγκιπα της Ιβηρίας στον Καύκασο. [7] [5]

Εκμεταλλευόμενος την αναταραχή στο Χαλιφάτο μετά το τέλος του Χαρούν αλ-Ρασίντ το 809 και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε, ο Ασότ Δ΄ μπόρεσε να επεκτείνει πολύ τα εδάφη και την εξουσία του. Η άνοδος του Ασότ Δ΄ αμφισβητήθηκε από μία άλλη φιλόδοξη οικογένεια, τους Μουσουλμάνους Τζαχαφίδες. Ο ιδρυτής της οικογένειας, Τζαχάφ (Jahhaf), ήταν ένας νεοφερμένος στην Αρμενία, ο οποίος είχε δημιουργήσει μία σημαντική βάση εξουσίας για τον εαυτό του με τον ισχυρισμό ότι απέκτησε τα εδάφη των Μαμικονικάν, μέσα από τον γάμο του με την κόρη του Mουσέγκ ΣΤ΄ Μαμικονικάν, ενός από τους ηγέτες των Αρμενίων που σκοτώθηκαν σε Μπαγκεβάντ. Ο Ασότ Δ΄ δύο φορές νίκησε τους Τζαχαβίδες στο Ταρόν και το Aρσαρουνίκ. Στην πορεία κέρδισε όχι μόνο το Tαρόν (το οποίο ο Τζαχάφ είχε αρπάξει από έναν άλλο Bαγρατίδη, τον Βασάκ) και το Aρσαρουνίκ με το Σιράκ (το οποίο είχε αγοράσει νωρίτερα από τους Kαμσαρακάν), αλλά και το Aσότζ και το ανατολικό Tαΰκ. Απογοητευμένοι, ο Τζαχάφ και ο γιος του Aμπντ αλ-Μαλίκ επαναστάτησαν ανοιχτά κατά του Χαλιφάτου, καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσα της Αρμενίας Ντβιν το 813 και πολιορκώντας ανεπιτυχώς τον κυβερνήτη του χαλίφη στη Μπαρντάα. Ο Ασότ δ΄ νίκησε έναν στρατό 5.000, που είχε στείλει εναντίον του ο Aμπντ αλ-Μαλίκ, σκοτώνοντας 3.000 από αυτούς, ενώ ο αδελφός του Aσότ, Σαπούχ, έκανε επιδρομή στα περίχωρα του Ντβιν. Καθώς ο Αμπντ αλ-Μαλίκ ετοιμαζόταν να βαδίσει και να αντιμετωπίσει τον Σαπούχ, ο τοπικός πληθυσμός επαναστάτησε και τον σκότωσε. [8] [2]

Το τέλος του Aμπντ αλ-Μαλίκ «σημάδεψε τη νίκη των Βαγρατιδών επί των πιο επικίνδυνων εχθρών τους» (Tερ-Γκεβοντυάν), [9] και άφησε τον Aσότ Δ΄ ως τον μεγαλύτερο γαιοκτήμονα μεταξύ των nakharar. [10] Εξασφάλισε περαιτέρω τη θέση του συνάπτοντας στρατηγικές συμμαχίες γάμου, δίνοντας μία από τις κόρες του στον Αρτσρουνί πρίγκιπα του Βασπουρακάν και μία άλλη στον εμίρη του Αρζέν. [11]

Μέχρι το τέλος του το 826, ο Aσότ Δ΄ είχε κάνει μία αξιοσημείωτη μεταμόρφωση στην τύχη του: όπως σχολιάζει ο Ζοζέφ Λωράν, ο «κυνηγημένος και εκτοπισμένος» φυγάς των Βαγρατιδών απεβίωσε ως ο «πιο ισχυρός και πιο δημοφιλής πρίγκιπας της Αρμενίας». [11] Οι κτήσεις του μοιράστηκαν στους γιους του. Ο μεγαλύτερος Βαγράτ Β΄ έλαβε το Ταρόν και το Σασούν και αργότερα τον τίτλο του πριγκιπα των πριγκίπων (ishkan ishkanats), ενώ ο μικρότερος Σμπατ Η΄ ο Ομολογητής, έγινε αρχιστράτηγος (sparapet) της Αρμενίας και έλαβε τα εδάφη γύρω από τον Μπαγκαράν και τον Αράξη ποταμό. [12]

Bιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κενό {{{τίτλος}}} Κενό