Αρχαϊκό μειδίαμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
κεφαλή εφήβου, 560 π.Χ., αρχαιολογικό μουσείο

Αρχαϊκό μειδίαμα στην τέχνη ονομάζεται ο καλιτεχνικός ρυθμός της γλυπτικής των ελληνικών αγαλμάτων της αρχαϊκής τέχνης (650 - 480 π.Χ.).

Κατά την αρχαϊκή περίοδο, οι Έλληνες καλλιτέχνες ανέπτυξαν μια νέα έκφραση στην γλυπτική, εγκαταλείποντας τα στοιχεία της γεωμετρικής εποχής και προχορώντας σταδιακά σε μια δαιδαλώδη μεν, μνημειακή δε αναπαράσταση [ασαφές]καταλήγοντας σε μια ολοένα και περισσότερο φυσιολογική απόδοση των χαρακτηριστικών του ανθρωπίνου σώματος. Στη γλυπτική, τα πρόσωπα των αγαλμάτων ζωντάνεψαν με το χαρακτηριστικό «αρχαϊκό μειδίαμα».

Το αρχαϊκό μειδίαμα εμφανίζεται ήδη στην ελληνική γλυπτική του 7ου αι. π.Χ., και αποτυπώνεται και στην αττική τέχνη από το 580 π.Χ. ή στο αργείο σύμπλεγμα του Κλέοβη και Βίτωνος στους Δελφούς το 550 π.Χ.