Αράτιος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αράτιος
Γενικές πληροφορίες
Θάνατος552
Υπαρχία του Ιλλυρικού
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Αυτοκρατορία των Σασσανιδών
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός ηγέτης
Οικογένεια
ΑδέλφιαΝαρσής
ΟικογένειαΚαμσαρακάν
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός
Πόλεμοι/μάχεςΙβηρικός Πόλεμος

Ο Αράτιος, λατιν.: Aratius, (απεβ. 552) ήταν Αρμένιος στρατιωτικός διοικητής του 6ου αι., του οποίου αδελφός ήταν ο Ναρσής. Υπηρέτησε αρχικά τη Σασανιδική Αυτοκρατορία, αλλά στη συνέχεια αυτομόλησε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Είναι κυρίως γνωστός για τις δραστηριότητές του στον Ιβηρικό και τον Γοτθικό Πόλεμο. Τελικά σκοτώθηκε σε ενέδρα. Οι κύριες πηγές γι' αυτόν περιλαμβάνουν τον Χωρίκιο της Γάζας και τον Προκόπιο της Καισαρείας. [1]

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αράτιος καταγόταν από την περσική Αρμενία. Ήταν αδελφός του Ισαάκιου και του Ναρσή. Ο αδελφός του δεν πρέπει να συγχέεται με τον περίφημο στρατηγό στρατηγό Ναρσή τον ευνούχο. Ο Χωρίκιος από τη Γάζα περιγράφει τον Αράτιο ως καταγόμενο από καλή οικογένεια και διακεκριμένους αδελφούς. Δεν προσδιορίζει αυτή την οικογένεια. Οι σύγχρονοι ιστορικοί προτείνουν, ότι θα μπορούσαν να ανήκουν στην οικογένεια Καμσαράκαν, επίσης πρόγονοι τού Ναρσή. [1]

Ιβηρικός πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αράτιος και ο Ναρσής αναφέρονται για πρώτη φορά το 527. Πολέμησαν για την αυτοκρατορία των Σασσανιδών στον Ιβηρικό πόλεμο (526-532). Οι δυο τους κατάφεραν να κερδίσουν τους Ρωμαίους διοικητές Βελισάριο και Σίττα. Η μάχη περιγράφεται εν συντομία από τον Προκόπιο: «και οι Ρωμαίοι, υπό την ηγεσία του Σίττα και του Βελισάριου, εισέβαλαν στην Περσαρμενία, μία περιοχή υποταγμένη στους Πέρσες, όπου λεηλάτησαν μεγάλη έκταση της χώρας, και μετά αποχώρησαν με μεγάλο πλήθος Αρμένιων αιχμαλώτων. Αυτοί οι δύο άνδρες ήταν και οι δύο νέοι και είχαν τα πρώτα τους γένια, σωματοφύλακες του στρατηγού Ιουστινιανού (Α΄), ο οποίος αργότερα διαδέχθηκε την Αυτοκρατορία από τον θείο του Ιουστίνο Α' . Όταν όμως οι Ρωμαίοι είχαν κάνει δεύτερη εισβολή στην Αρμενία, ο Ναρσής και ο Αράτιος τους αντιμετώπισαν απροσδόκητα και τους ενέπλεξαν στη μάχη. Αυτοί οι άνδρες λίγο αργότερα ήρθαν στους Ρωμαίους ως λιποτάκτες και έκαναν την εκστρατεία στην Ιταλία με τον Βελισάριο, αλλά στην παρούσα περίσταση συμμάχησαν με τις δυνάμεις τού Σίττα και τού Βελισάριου και κέρδισαν το πλεονέκτημα έναντι αυτών» [1] [2]

Το καλοκαίρι του 530, ο Αράτιος και ο αδελφός του Ναρσής αυτομόλησαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μαζί τους έφεραν τη μητέρα τους. Τους καλωσόρισε και τους επιβράβευσε ο ευνούχος Ναρσής, ένας συμπατριώτης Περσαρμένιος. Εκείνη την εποχή, αυτός ο Ναρσής δεν ήταν ακόμη στρατηγός, αλλά σακελάριος. Σύντομα ενώθηκαν με τον Ισαάκιο. Ο Προκόπιος διηγείται: «Ο Ναρσής και ο Αράτιος που στην αρχή αυτού του πολέμου, όπως ανέφερα παραπάνω, είχαν συνάντηση με τον Σίττα και τον Βελισάριο στη χώρα των Περσαρμενίων, ήρθαν μαζί με τη μητέρα τους ως αυτόμολοι στους Ρωμαίους· και ο οικονόμος τού Αυτοκράτορα, ο Ναρσής, τους παρέλαβε (διότι και αυτός ήταν Περσαρμένιος στην καταγωγή) και τους χάρισε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Όταν αυτού έλαβε γνώση ο Ισαάκιος, ο μικρότερος αδελφός τους, άνοιξε κρυφά διαπραγματεύσεις με τους Ρωμαίους και τους παρέδωσε το φρούριο Bόλουμ, που βρίσκεται πολύ κοντά στα όρια της Θεοδοσιούπολης. Διότι ο Ισαάκιος έδωσε εντολή να κρυφτούν οι στρατιώτες κάπου εκεί κοντά, και τους παρέλαβε στο οχυρό τη νύχτα, ανοίγοντας κρυφά μία μικρή πύλη γι' αυτούς. Έτσι αυτομόλησε και αυτός στους Ρωμαίους» [1] [3]

Παλαιστίνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αράτιος επανεμφανίζεται το 535/536, ως δουξ Παλαιστίνης, όταν ο Χορίκιος συνέθεσε έναν πανηγυρικό λόγο τόσο για τον Αράτιο, όσο και για τον άρχοντα Στέφανο τον κυβερνήτη της Παλαιστίνης. Την 1η Ιουλίου 536 ο Στέφανος προήχθη σε ανθύπατο της Παλαιστίνης Ι (Palaestina Prima). Τον πανηγυρικό συνέιεσε λίγο πριν από αυτή την προαγωγή. Το κείμενο περιλαμβάνει αναφορές για τις δραστηριότητες του Αράτιου στα χρόνια που μεσολάβησαν. [1]

Αρχικά τού αποδίδεται ο τερματισμός μίας εξέγερσης θρησκευτικών διαφωνούντων στην περιοχή της Καισάρειας. Τότε υποτίθεται ότι μπορούσε να το κάνει, χωρίς να καταφύγει στη βία. Στη συνέχεια πιστώνεται ως ο στρατηγός ο υπεύθυνος για την κατάληψη ενός εχθρικού φρουρίου, το οποίο θεωρείτο απόρθητο. Ποιοι ήταν οι εχθροί βάρβαροι παραμένει ασαφές, αν και θα μπορούσαν να ήταν εχθρικοί Άραβες. Τρίτον αναφέρεται ότι ηγήθηκε μίας δύναμης περίπου 20 ανδρών στο άνοιγμα ενός περάσματος, που κρατήθηκε κλειστό από αραβικές επιθέσεις. Και πάλι δήθεν χωρίς μάχη. Στη συνέχεια αναφέρει την αποκατάσταση του βυζαντινού ελέγχου στην Ιοτάβη (νήσος Τιράν), που προηγουμένως κατείχαν γειτονικές φυλές. Ο Αράτιος κατάφερε τελικά να εντοπίσει το προπύργιο αυτών των ανδρών της φυλής στην ηπειρωτική χώρα, να του επιτεθεί και να το καταλάβει. Επαινείται ιδιαίτερα για τα έσοδα, που έφερε η Ioτάβη, μέσω των τελωνείων που καταβάλλονται εκεί. [1]

Η κολακευτική περιγραφή του Χορίκιου χαρακτηρίζει τον Αράτιο ως ικανό άνθρωπο, φιλεύσπλαχνο στην απονομή δικαιοσύνης και έντιμο σε οικονομικά θέματα. [1]

Γοτθικός Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Προκόπιος αναφέρει στη συνέχεια τον Αράτιο το 538. Στάλθηκε στον Γοτθικό Πόλεμο στην Ιταλική Χερσόνησο, επικεφαλής μίας ομάδας ενισχύσεων για τον Βελισάριο. Ο τότε τίτλος του δεν είναι καταγεγραμμένος. Μπορεί να ήταν magister militum ή come rei militaris. Μάλλον έφτασε την άνοιξη ή το καλοκαίρι του χρόνου αυτού. Λέγεται ότι έλαβε εντολή από τον Βελισάριο να στήσει το στρατόπεδό του κοντά στο Aύξιμον με 1.000 άνδρες. Η πόλη ήταν προπύργιο των Οστρογότθων και η αποστολή τού Αράτιου ήταν να παρακολουθεί τις δραστηριότητές τους. [1]

Ο Αράτιος πέρασε τον χειμώνα του 538–539 στο Φίρμον, συνεχίζοντας την εποπτεία του στο κοντινό Αύξιμον. Πήρε μέρος στην πολιορκία του Aυξίμου το 539. Αυτός και ο αδελφός του Ναρσής ηγούνταν μίας δύναμης Αρμενίων κατά τη διάρκεια της εν λόγω πολιορκίας. Το 540 ο Αράτιος, ο αδελφός του Ναρσής, ο Βέσσας και ο Ιωάννης έπεσαν στη δυσμένεια τού Βελισάριου, και απομακρύνθηκαν από τη Ραβέννα. Ο Βελισάριος και ο ευνούχος Ναρσής ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλον εκείνη την εποχή. Ο Βελισάριος, που επέλεξε τη Ραβέννα για την έδρα του, υποπτευόταν ότι υπηρετούσαν τον αντίπαλό του ευνούχο Ναρσή. Ο Βελισάριος ανακλήθηκε σύντομα από την Ιταλία. Ο Αράτιος προφανώς συνέχισε να πολεμά στον Γοτθικό Πόλεμο, αλλά οι δραστηριότητές του την επόμενη δεκαετία είναι ως επί το πλείστον μη καταγεγραμμένες. [1]

Μετέπειτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επόμενη εξέχουσα δράση του ήταν το 549. Ο Αράτιος, ο Βούζης, ο Κωνσταντιανός και ο Ιωάννης είχαν την αποστολή να ηγηθούν μίας δύναμης 10.000 ιππέων σε μία επιχείρηση. Θα βοηθούσαν τους Λομβαρδούς στη σύγκρουσή τους με τους Γεπίδες. Η εκστρατεία αυτή ήταν βραχύβια, καθώς οι δύο αντίπαλοι συνήψαν συνθήκη ειρήνης, καθιστώντας τελικά περιττή την παρουσία των Ρωμαϊκών δυνάμεων. [1]

Στις αρχές του 551 ο Αράτιος ήταν ένας από τους στρατιωτικούς διοικητές, που στάλθηκαν να αντιμετωπίσουν τους Νότιους Σλάβους, οι οποίοι λεηλατούσαν τα Βαλκάνια. Ο Σχολαστικός ήταν ο γενικός αρχηγός της εκστρατείας. Οι Ρωμαϊκέές δυνάμεις υπέστησαν μεγάλη ήττα στην περιοχή τής Αδριανούπολης. Αλλά αργότερα ανασυγκροτήθηκε και κέρδισε μία νίκη. Οι αντίπαλοί τους έφυγαν από την περιοχή. Αργότερα το ίδιο έτος, ο Αράτιος αναφέρεται ξανά ως στρατηγός. Οι Ούννοι Κουτρίγουροι είχαν εισβάλει σε Ρωμαϊκά εδάφη, ενεργώντας ως πράκτορες των Γεπιδών. Ο Ιουστινιανός Α' έστειλε τον Αράτιο να διαπραγματευτεί την υποχώρησή τους. Οι Βυζαντινοί τους ενημέρωσαν, ότι η πατρίδα των Κουτριγούρων είχε με τη σειρά της εισβολή των Ουτιγούρων. [1]

Το 552 ο Αράτιος, ο Αμαλαφρίδας, ο Ιουστίνος, ο Ιουστινιανός (στρατηγός) και ο Σουαρτούας στάλθηκαν σε νέα αποστολή στους Λομβαρδούς. Έπρεπε να τους βοηθήσουν ενάντια στους Γεπίδες. Ο Αμαλαφρίδας συνέχισε την αποστολή, αλλά οι υπόλοιποι ανακλήθηκαν σύντομα από τον Αυτοκράτορα. Στην Ουλπιάνα είχαν ξεκινήσει θρησκευτικές διαμάχες, και χρειάζονταν για να αποκατασταθεί η τάξη. [1]

Ο Γοτθικός Πόλεμος ήταν ακόμη σε εξέλιξη. Το 552, ο Iλδιγίσαλ και ο Γόαρ εισέβαλαν στην πραιτωριανή επαρχία τού Ιλλυρικού. Ο Αράτιος, ο Αριμούθ, ο Λεωνιανός και ο Ρηκιθάνγος είχαν καθήκον να τους σταματήσουν. Και οι τέσσερις διοικητές έπεσαν σε ενέδρα, ενώ έπιναν σε ένα ποτάμι. Σκοτώθηκαν εύκολα. [1]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 Martindale (1992), p. 102-104
  2. Dewing (1914), History of the Wars, Book 1, Chapter 12
  3. Dewing (1914), History of the Wars, Book 1, Chapter 15

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Martindale, John R., ed. (1992). The Prosopography of the Later Roman Empire: Volume III, AD 527–641. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0-521-20160-8.
  • Procopius of Caesarea; Dewing, Henry Bronson (1914), History of the wars. vol. 1, Books I-II, Cambridge University Press 
  • Procopius of Caesarea; Dewing, Henry Bronson (1914), History of the wars. vol. 3, Books V-VI, Cambridge University Press