Ανώτατο Δικαστήριο της Πολωνίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 52°14′59.49″N 21°0′18.65″E / 52.2498583°N 21.0051806°E / 52.2498583; 21.0051806

Ανώτατο Δικαστήριο της Πολωνίας
Ιδρύθηκε1 Σεπτεμβρίου 1917
ΧώραΠολωνία
ΤοποθεσίαΒαρσοβία
Μέθοδος διορισμούΠροεδρική υποψηφιότητα
ΕξουσιοδότησηΣύνταγμα της Πολωνίας
Αριθμός θέσεων120, (βάση νόμου)
Ιστοσελίδαsn.pl
Πρώτος Πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου
ΚάτοχοςΜαουγκοζάτα Μανόφσκα
Από25 Μαΐου 2020
Το κτίριο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Βαρσοβία
Αίθουσα του κτιρίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Βαρσοβία

Το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολωνίας (πολωνικά: Sąd Najwyższy‎‎) είναι το ανώτατο δικαστήριο της Δημοκρατίας της Πολωνίας. Βρίσκεται στην Πλατεία Κρασίνσκι, στην Βαρσοβία.

Παλάτι Κρασίνσκι, τοποθεσία του Δικαστηρίου το 1917–1939

Ένα από τα τμήματα του Ανώτατου Δικαστηρίου, το Πειθαρχικό, τέθηκε σε αναστολή με απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρά την κρίση, το τμήμα συνεχίζει να λειτουργεί.[1][2]

Η νομική βάση για την αρμοδιότητα και τις δραστηριότητες του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι το Σύνταγμα της Πολωνίας, ο νόμος για το Ανώτατο Δικαστήριο και το Προεδρικό Διάταγμα για την οργάνωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.[3]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακολούθησε το Ακυρωτικό Δικαστήριο του Πριγκιπάτου της Βαρσοβίας. Ξεκίνησε τις εργασίες του το 1917 κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως Βασιλικό Αυτοκρατορικό Ανώτατο Δικαστήριο (πολωνικά: Królewsko-Cesarski Sąd Najwyższy).[4][5] Πρώτος πρόεδρος του δικαστηρίου ορίστηκε ο Πόμιαν-Σεντνίτσκι (Pomian-Srzednicki). Μετά την πλήρη ανεξαρτησία της Πολωνίας το 1918, το Ανώτατο Δικαστήριο αναμορφώθηκε με διάταγμα της 8ης Φεβρουαρίου 1919 και πολλοί δικαστές που θεωρούνταν πιστοί στον αυτοκράτορα απολύθηκαν.[4]

Μετά τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία, το Ανώτατο Δικαστήριο διέκοψε τις εργασίες του. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Ανώτατο Δικαστήριο αποκαταστάθηκε με νέους δικαστές που ήταν πλέον σύμφωνοι με τη σοβιετική ηγεσία. Οι εξουσίες της αναδιοργανώθηκαν με νόμους που εγκρίθηκαν το 1962 και το 1984.[6][7] Στις αρχές του 1989, το Ανώτατο Δικαστήριο διαλύθηκε και επανιδρύθηκε, αλλά ως επί το πλείστον με τους παλιούς δικαστές της κομμουνιστικής εποχής.[8]

Το 2002, δημιουργήθηκε μια νέα νομική βάση για την οργάνωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που αντικατέστησε την παλιά του 1984.[9]

Συνταγματική κρίση 2017–2018[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 2017, η πολωνική κυβέρνηση ψήφισε νόμο που θα ανάγκαζε όλους τους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε υποχρεωτική συνταξιοδότηση, εκτός από αυτούς που τους χορηγούσε παράταση ο Υπουργός Δικαιοσύνης. Το νομοσχέδιο εγκρίθηκε στο Σέιμ και στη Γερουσία, ωστόσο μετά από μαζικές διαμαρτυρίες κατά του νομοσχεδίου τέθηκε τελικά βέτο από τον Πρόεδρο Άντζεϊ Ντούντα στις 24 Ιουνίου 2017. Ένα αναθεωρημένο νομοσχέδιο μείωσε την υποχρεωτική ηλικία συνταξιοδότησης των δικαστών από τα 70 στα 65. Το νομοσχέδιο υπεγράφη αργότερα από τον Πρόεδρο Ντούντα και τέθηκε σε ισχύ τον Ιούλιο του 2018. Ο νόμος ουσιαστικά αποσύρει το 40% της έδρας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένου της Πρώτης Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Μαουγκοζάτα Γκέρσντορφ.

Τα πολωνικά κόμματα της αντιπολίτευσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολωνίας και το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο ισχυρίστηκαν ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός επειδή παραβιάζει τις αρχές της ανεξαρτησίας του δικαστικού σώματος. Τον Αύγουστο του 2018 το Ανώτατο Δικαστήριο απέστειλε ερωτήσεις στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, το δικαστήριο μπορεί να εμποδίσει την έναρξη ισχύος του κρατικού νόμου εάν υπονομεύει τις συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη δικαστική ανεξαρτησία.

Στις 17 Δεκεμβρίου 2018, ο Πρόεδρος Ντούντα υπέγραψε νόμο που θα επαναφέρει τους δικαστές που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις εργασίες τους.[10]

Στις 8 Απριλίου 2020, το Δικαστήριο της ΕΕ αποφάσισε σε μια δικαστική υπόθεση («Επιτροπή κατά Πολωνίας») ότι το κράτος της Πολωνίας «δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του βάσει του Ευρωπαϊκού Δικαίου». Ως αποτέλεσμα, το Δικαστήριο έκανε δεκτό την «αίτηση της Επιτροπής για προσωρινά μέτρα» τα οποία πιθανότατα θα πραγματοποιηθούν με χρηματικά πρόστιμα.[11]

Τοποθεσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το 1917 έως το 1939, το Ανώτατο Δικαστήριο συνεδρίαζε στο Παλάτι Κρασίνσκι, το οποίο στεγαζόταν ήδη το Ακυρωτικό Δικαστήριο του Πριγκιπάτου της Βαρσοβίας πριν από το 1812.[12] Από το 1945 έως το 1950 το Ανώτατο Δικαστήριο συνεδρίαζε στο Λοτζ λόγω της καταστροφής της Βαρσοβίας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Από το 1950 έως το 1999 συνεδρίασε στο κτίριο που χρησιμοποιείται τώρα από το Ανώτατο Περιφερειακό Δικαστήριο της Βαρσοβίας. Από το 1999, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει την έδρα του στην Πλατεία Κρασίνσκι, διαγώνια απέναντι από το Παλάτι Κρασίνσκι, το οποίο είναι γνωστό για τις 86 λατινικές επιγραφές του.[3][13]

Προϋπολογισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο προϋπολογισμός του Ανωτάτου Δικαστηρίου ορίζεται στον ετήσιο προϋπολογισμό της Πολωνίας. Το 2019, οι δαπάνες ανήλθαν σε περίπου 160 εκατομμύρια ζλότι και τα έσοδα σε 0,26 εκατομμύρια ζλότι.[14]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Poland must immediately suspend the application of the national provisions on the powers of the Disciplinary Chamber of the Supreme Court with regard to disciplinary cases concerning judges». curia.europa.eu. April 8, 2020. https://curia.europa.eu/jcms/upload/docs/application/pdf/2020-04/cp200047en.pdf. 
  2. «CJEU: the Disciplinary Chamber of the Polish Supreme Court may not conduct disciplinary proceedings against judges». ruleoflaw.pl. April 8, 2020. https://ruleoflaw.pl/cjeu-the-disciplinary-chamber-of-the-polish-supreme-court-may-not-conduct-disciplinary-proceedings-against-judges/. 
  3. 3,0 3,1 «Rozporządzenie Prezydenta Rzeczypospolitej Polskiej z dnia 29 marca 2018 r. - Regulamin Sądu Najwyższego». isap.sejm.gov.pl. Ανακτήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2020. 
  4. 4,0 4,1 «Sąd Najwyższy - Historia». sadnajwyzszy (στα Πολωνικά). Ανακτήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2020. 
  5. Stępień-Załucka, Beata. (2016). Sprawowanie wymiaru sprawiedliwości przez Sąd Najwyższy w Polsce. Wydawnictwo C.H. Beck. Warszawa: Wydawnictwo C.H. Beck. ISBN 978-83-255-8067-4. 
  6. «Ustawa z dnia 15 lutego 1962 r. o Sądzie Najwyższym». isap.sejm.gov.pl. Ανακτήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2020. 
  7. «Ustawa z dnia 20 września 1984 r. o Sądzie Najwyższym». isap.sejm.gov.pl. Ανακτήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2020. 
  8. «Ustawa z dnia 20 grudnia 1989 r. o zmianie ustaw - Prawo o ustroju sądów powszechnych, o Sądzie Najwyższym, o Naczelnym Sądzie Administracyjnym, o Trybunale Konstytucyjnym, o ustroju sądów wojskowych i Prawo o notariacie». isap.sejm.gov.pl. Ανακτήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2020. 
  9. «Ustawa z dnia 23 listopada 2002 r. o Sądzie Najwyższym». isap.sejm.gov.pl. Ανακτήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2020. 
  10. Joanna Berendt· Marc Santora (17 Δεκεμβρίου 2018). «Poland Reverses Supreme Court Purge, Retreating From Conflict With E.U.». The New York Times. Ανακτήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2018. 
  11. Court of Justice of the European Union (8 Απριλίου 2020). «Commission v Poland (Press Release)» (PDF). curia.europa.eu. 
  12. «Sąd Najwyższy - Siedziba». sadnajwyzszy (στα Πολωνικά). Ανακτήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2020. 
  13. «Warszawa, gmach Sądu Najwyższego i pomnik powstania warszawskiego - Encyklopedia PWN - źródło wiarygodnej i rzetelnej wiedzy». encyklopedia.pwn.pl (στα Πολωνικά). Ανακτήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2020. 
  14. «Ustawa budżetowa na rok 2019 z dnia 16 stycznia 2019 r» (PDF). Dz. U. poz. 198. 1 Φεβρουαρίου 2019. σελίδες 10, 37. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2019. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • L. Garlicki, Z. Resich, M. Rybicki, S. Włodyka: Sąd Najwyższy w PRL. 1983.
  • M. Pietrzak: Sąd Najwyższy w II Rzeczypospolitej. Czasopismo Prawno-Historyczne, 1981.
  • A. Rzepliński: Sądownictwo w PRL. Polonia Book, Λονδίνο 1990.
  • S. Włodyka: Ustrój organów ochrony prawnej, Βαρσοβία 1975.