Αντεπίθεση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χάρτης της μάχης του Σαμπράι – Γερμανική αντεπίθεση (1917)

Ο όρος Αντεπίθεση (αγγλικά: Counter-offensive‎‎) στη μελέτη των στρατιωτικών τακτικών, αναφέρεται σε μια τακτική μιας μεγάλης κλίμακας στρατηγικής επιθετικής στρατιωτικής επιχείρησης, συνήθως από δυνάμεις που είχαν σταματήσει επιτυχώς την επίθεση του εχθρού, ενώ προηγουμένος κατείχαν αμυντικές θέσεις.

Η αντεπίθεση εκτελείται μετά την εξάντληση των στρατευμάτων της πρώτης γραμμής του εχθρού και αφού οι εχθρικές εφεδρείες που είχαν δεσμευτεί για μάχη αποδείχθηκαν ανίκανες να παραβιάσουν τις άμυνες, αλλά πριν ο εχθρός είχε την ευκαιρία να αναλάβει νέες αμυντικές θέσεις. Μερικές φορές η αντεπίθεση μπορεί να είναι πιο περιορισμένης φύσης λόγω επιχειρησιακών ελιγμών, με πιο περιορισμένους στόχους παρά αυτούς που επιδιώκουν την επίτευξη ενός στρατηγικού στόχου. Μια αντεπίθεση, όπως θεωρείται από τον Clausewitz είναι το πιο αποτελεσματικό μέσο για να εξαναγκάσει τον επιτιθέμενο να εγκαταλείψει τα επιθετικά σχέδια του.[1]

Οι αντεπιθέσεις μπορούν να εκτελεστούν όχι μόνο στην ξηρά, αλλά και από τις ναυτικές δυνάμεις και τις αεροπορικές δυνάμεις. Στρατηγικές αντεπιθέσεις έχουν καταγραφεί από στρατιωτικούς ιστορικούς σε πολλούς πολέμους σε όλη τη στρατιωτική ιστορία. Αν και δεν είναι πάντα γνωστές ως τέτοιες, γιατί συνήθως περιγράφονται από τους ιστορικούς σε συνδυασμό με την αμυντική φάση, όπως η Μάχη της Μόσχας.

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. p.540, Briggs