Αντίχρηση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στο Αστικό δίκαιο αντίχρηση ονομάζεται η συμφωνία ανάμεσα σε έναν δανειστή και σε κάποιον που ενεχυρίασε ένα πράγμα (δηλαδή περιουσιακό στοιχείο) στον δανειστή έναντι του δανείου που έλαβε από εκείνον. Η σύμβαση αντιχρήσεως κατοχυρώνει το δικαίωμα ενεχυρούχου δανειστή να κρατά για εξόφληση των τόκων του δανείου τους καρπούς που αποδίδει από τη φύση του το ενέχυρο. Εφόσον δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, ο δανειστής δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το ενεχυριασμένο πράγμα που έχει στα χέρια του. Ο σημερινός Αστικός κώδικας της Ελλάδας και αρκετών άλλων σύγχρονων κρατών αναγνωρίζει μόνο αυτόν τον θεσμό, της ρητής αντιχρήσεως. Στο Ρωμαϊκό Δίκαιο όμως επιτρεπόταν και η σιωπηρή αντίχρηση, δηλαδή ο δανειστής μπορούσε να παίρνει τους καρπούς του ενεχυριασμένου πράγματος αντί για τόκους και αν ακόμη δεν είχε συμφωνηθεί κάτι τέτοιο. Σήμερα μόνο όταν το πράγμα είναι από τη φύση του «καρποφόρο», όπως για παράδειγμα μία αγελάδα που παράγει γάλα, και σε περίπτωση που δεν έχει συμφωνηθεί τίποτα, τότε ο δανειστής θεωρείται ότι έχει αυτό το δικαίωμα. Ο δικαιολογητικός λόγος για τη διάταξη αυτή είναι ότι συμφέρει οικονομικώς να ωφελείται μεν ο δανειστής τους καρπούς του πράγματος, αλλά να τους καταλογίζει στο χρέος.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 6