Ανρί Βιετάν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ανρί Βιετάν
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Henri François Joseph Vieuxtemps (Γαλλικά)
Γέννηση17  Φεβρουαρίου 1820[1][2][3]
Βερβιέ[4][5][6]
Θάνατος6  Ιουνίου 1881[1][2][3]
Αλγέρι[7] και Mustapha-Superieur[6]
Χώρα πολιτογράφησηςΒέλγιο[7]
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών της Βιέννης
Ιδιότητασυνθέτης, μουσικός παιδαγωγός[7], διδάσκων πανεπιστημίου και βιολιστής[6]
ΣύζυγοςJosephine Eder (από 1845)[8]
ΣυγγενείςPaul Landowski (daughter's son)
Κίνημαρομαντική μουσική
Όργαναβιολί
Είδος τέχνηςκλασική μουσική
Καλλιτεχνικά ρεύματαρομαντική μουσική
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ανρί Φρανσουά Ζοζέφ Βιετάν (γαλλικά: Henri François Joseph Vieuxtemps, Βερβιέ 17 Φεβρουαρίου 1820 – Μουσταφά, Αλγερία 6 Ιουνίου 1881) ήταν Βέλγος δεξιοτέχνης βιολονίστας και συνθέτης του 19ου αιώνα. Ο Βιετάν κατέχει πολύ σημαντική θέση στην ιστορία του βιολιού, ως εξέχων ερμηνευτής της γαλλόφωνης σχολής βιολιού, στα μέσα του 19ου αιώνα. Είναι, επίσης, γνωστός καθότι έπαιζε σε ένα όργανο εξαιρετικής κατασκευής και ποιότητας που είναι, τώρα, γνωστό ως Vieuxtemps Guarneri del Gesù.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βιετάν γεννήθηκε στο Βερβιέ του Α. Βελγίου (που, τότε, ανήκε στην Ολλανδία), και ήταν γιος του Ζαν-Φρανσουά Βιετάν, ενός υφαντή, ερασιτέχνη βιολονίστα και κατασκευαστή βιολιών. Στα τέσσερα χρόνια του, πήρε τα πρώτα μαθήματα στο βιολί από τον πατέρα του και έναν ντόπιο δάσκαλο, τον Λ. Λεκλού (Léonard-Joseph Lecloux),[9] ενώ έδωσε την πρώτη του δημόσια παράσταση σε ηλικία έξι ετών, παίζοντας στη γενέτειρά του, ένα κοντσέρτο του Π. Ροντέ (Pierre Rode). Σύντομα, έδινε συναυλίες σε διάφορες γειτονικές πόλεις, όπως στη Λιέγη και τις Βρυξέλλες όπου συναντήθηκε με τον βιολονίστα Σ. Μπεριό (Charles Auguste de Bériot), με τον οποίο ξεκίνησε σπουδές (1829-31).[10]

Το 1829, ο Μπεριό τον πήγε στο Παρίσι, όπου πραγματοποίησε επιτυχημένο ντεμπούτο, και πάλι με έργα του Ροντέ, αλλά έπρεπε να επιστρέψει το επόμενο έτος λόγω της Ιουλιανής Επανάστασης. Πίσω στις Βρυξέλλες, ο Βιετάν συνέχισε να εξελίσσει την τεχνική του στο βιολί από μόνος του, εμβαθύνοντας το παίξιμό του συνοδεύοντας την φημισμένη μέτζο-σοπράνο Π. Βιαρντό (Pauline Viardot). Μια περιοδεία στη Γερμανία, το 1833, απέφερε φιλία με τους Λούντβιχ Σπορ και Ρόμπερτ Σούμαν, οι οποίοι συνέκριναν τον νεαρό Βιετάν με τον Νικολό Παγκανίνι. Κατά την επόμενη δεκαετία επισκέφθηκε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, εντυπωσιάζοντας με τη δεξιοτεχνία του όχι μόνο τα ακροατήρια αλλά και διάσημους μουσικούς, όπως τον Εκτόρ Μπερλιόζ και τον ίδιο τον Παγκανίνι, τους οποίους συνάντησε στο ντεμπούτο του, στο Λονδίνο, το 1834.[11]

Είχε, επίσης, φιλοδοξίες να γίνει συνθέτης και, έχοντας ήδη κάνει μαθήματα αντίστιξης με τον Σ. Σέχτερ (Simon Sechter) στη Βιέννη, πέρασε τον χειμώνα του 1835-1836 μελετώντας σύνθεση με τον Ά. Ράιχα (Anton Reicha) στο Παρίσι. Το πρώτο του έργο για βιολί που, αργότερα, δημοσιεύτηκε ως Κοντσέρτο αρ. 2, χρονολογείται από τότε. Το Κοντσέρτο αρ. 1, έγινε δεκτό με ενθουσιασμό, όταν το έπαιξε στην Αγία Πετρούπολη στη δεύτερη επίσκεψή του, εκεί, το 1840 και στο Παρίσι το επόμενο έτος. Ο Μπερλιόζ το χαρακτήρισε ως «μια υπέροχη συμφωνία για βιολί και ορχήστρα». Με αφετηρία το Παρίσι, ο Βιετάν συνέχισε να συνθέτει και να ερμηνεύει, με μεγάλη επιτυχία σε όλη την Ευρώπη. Με τον βιρτουόζο πιανίστα Σ. Τάλμπεργκ (Sigismond Thalberg), εμφανίστηκε και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Θαυμάστηκε ιδιαίτερα στη Ρωσία, όπου κατοικούσε μόνιμα μεταξύ 1846 και 1851 ως αυλικός μουσικός του τσάρου Νικόλαου Α’ και σολίστ στο Αυτοκρατορικό Θέατρο. Ο Βιετάν ίδρυσε τη σχολή βιολιού του Ωδείου της Αγίας Πετρούπολης και καθοδήγησε τη δημιουργία «ρωσικής σχολής» στο βιολί. Το 1871, επέστρεψε στην πατρίδα του για να αποδεχτεί τη θέση του καθηγητή στο Ωδείο των Βρυξελλών, όπου ο πιο σπουδαίος μαθητής του υπήρξε, αναμφίβολα, ο Ε. Ιζάι (Eugène Ysaÿe).

Ωστόσο, ένα αιφνίδιο εγκεφαλικό επεισόδιο, του παρέλυσε το δεξί χέρι, δύο χρόνια αργότερα και επέστρεψε στο Παρίσι, όπου την τάξη του στο βιολί ανέλαβε ο Χένρικ Βιενιάφσκι. Αν και φάνηκε να ανακάμπτει σταδιακά από το πρώτο επεισόδιο, δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο, το 1879, τού αποτελείωσε την καριέρα ως βιολιστή. Ο Βιετάν πέρασε τα τελευταία χρόνια σε ένα σανατόριο στο Μουσταφά (Mustapha Supérieur) της Αλγερίας, όπου εγκαταστάθηκε η κόρη του με τον σύζυγό της. Βέβαια, συνέχισε να συνθέτει, αν και ήταν απογοητευμένος από την αδυναμία του να παίξει στο αγαπημένο του όργανο, μακριά από τα μουσικά κέντρα της Ευρώπης. Πέθανε, εκεί, δύο χρόνια αργότερα.[11]

Μουσική και μουσικολογικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ανρί Βιετάν σε λιθογραφία του 1842

Το μεγαλύτερο μέρος των συνθέσεων του Βιετάν προορίζεται, εύλογα, για το βιολί όπως τα επτά κοντσέρτα και διάφορα κοσμικά κομμάτια, αν και στο τέλος της ζωής του, όταν έπρεπε να εγκαταλείψει το βιολί, συχνά στράφηκε σε άλλα όργανα, γράφοντας δύο κοντσέρτα για βιολοντσέλο, μια σονάτα για βιόλα και τρία κουαρτέτα εγχόρδων, μεταξύ άλλων. Όμως, τα επτά κοντσέρτα για το βιολί τον έκαναν διάσημο σε όλο τον κόσμο. Μέσα από τα δικά του έργα και τη συχνή εκτέλεση των κοντσέρτων του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (έπαιζε, επίσης, τις σονάτες για βιολί και τα κουαρτέτα του Μπετόβεν) και του Φέλιξ Μέντελσον, προσέδωσε μια πιο «κλασική» διάσταση στο ρεπερτόριο βιολιού και, έτεινε προς τεχνικά λαμπερές αλλά -συχνά- πιο «ρηχές» παραλλαγές και φαντασίες πάνω σε λαϊκά οπερατικά θέματα.

Μαζί με τον Μπεριό. ο Βιετάν είναι επικεφαλής της νεότερης γαλλικής σχολής στο βιολί. Ανανέωσε τη μορφή του γαλλικού κοντσέρτου για το συγκεκριμένο όργανο και, ως μεταρρυθμιστής, μπορεί να συγκριθεί με τον Φραντς Λιστ, αν και μερικά έργα του υστερούν μουσικά, καθώς σε κάποια έργα του οι μελωδίες είναι «γλυκερές» και υπάρχει τάση επίδειξης. Ωστόσο, συνδυάζει τα τεχνικά ευρήματα των Παγκανίνι και Μπεριό με τον δικό του, ανεπανάληπτο τρόπο, δημιουργώντας μια πρωτότυπη γλώσσα στο βιολί και σφραγίζει με την παρουσία του τον 19ο αιώνα.[10]

Κυριότερα έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορχήστρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • 7 κοντσέρτα για βιολί και ορχήστρα (1840, 1836, 1844, 1850, 1861, 1865, 1879-81)
  • Φαντασία-Καπρίτσιο σε Λα Μείζονα, για βιολί και ορχήστρα (1838, έκδ. 1845)
  • Τα Αρπέζ, καπρίτσιο σε Ρε Μείζονα, για βιολί και ορχήστρα (1843)
  • Νόρμα, φαντασία πάνω στην τέταρτη χορδή (ενν. του βιολιού), για βιολί και ορχήστρα/πιάνο (1844)
  • Αφιέρωμα στον Παγκανίνι, καπρίτσιο πάνω σε θέματα του διάσημου συνθέτη, για βιολί και ορχήστρα/πιάνο (1845-6)
  • Μεγάλη Φαντασία πάνω σε σλαβικά θέματα, για βιολί και ορχήστρα/πιάνο (1850-1)
  • Αντάντε και Ροντό σε Μι Μείζονα, για βιολί και ορχήστρα/πιάνο (1851-3)
  • Μπαλάντα και Πολονέζα Κοντσέρτου σε Σολ Ελάσσονα, για βιολί και ορχήστρα/πιάνο (1858-63)
  • Ντούο Μπριγιάν σε Λα Μείζονα, για βιολί, βιολοντσέλο/βιόλα και ορχήστρα/πιάνο (1864)
  • Κοντσέρτο για βιολοντέλο και ορχήστρα, αρ. 1 (1877)
  • Κοντσέρτο για βιολοντέλο και ορχήστρα, αρ. 2 (1879)

Μουσική δωματίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • 3 Κουαρτέτα Εγχόρδων (1871, εκδ. 1884, εκδ. 1884)
  • Άρια με παραλλαγές και εισαγωγή της όπερας «Ο Πειρατής» του Μπελίνι, για βιολί και πιάνο/ορχήστρα (1837)
  • 3 Ρομάντσες χωρίς λόγια, για βιολί και πιάνο (1841, εκδ. 1846)
  • 4 Ρομάντσες χωρίς λόγια, για βιολί και πιάνο (1845, εκδ. 1850)
  • Μεγάλη σονάτα κοντσερτάντε σε Ρε Μείζονα, για βιολί και πιάνο (1843)
  • 6 Συμφωνικές Σπουδές, για βιολί σόλο (1845)
  • Ντούο κοντσερτάντε πάνω σε θέματα του «Ντον Τζοβάνι» του Μότσαρτ, για βιολί και πιάνο (1846)
  • Ενθύμια από τη Ρωσία, φαντασία σε Σι Ελάσσονα, για βιολί και πιάνο/ορχήστρα (1845-6)
  • 6 Κομμάτια Σαλονιού, για βιολί και πιάνο/ορχήστρα (1846-7)
  • Ελεγεία σε Φα Ελάσσονα, για βιόλα/βιολοντσέλο/βιολί και πιάνο (1854)
  • Bouquet américain, έξι παραλλαγές πάνω σε αμερικανικές λαϊκές μελωδίες, για βιολί και πιάνο (1855-60)
  • 3 Ιστορίες, για βιολί και πιάνο (1859)
  • Σονάτα σε Σιb Μείζονα, για βιόλα/τσέλο και πιάνο (1862-3)
  • 3 Φύλλα Λευκώματος, τρία κομμάτια για βιολί και πιάνο (1864)
  • Φαντασία πάνω στον «Φάουστ» του Γκουνό, για βιολί και πιάνο/ορχήστρα (1869)
  • Σουίτα σε Σι Ελάσσονα, για βιολί και πιάνο (1871)
  • Λαργκέτο του Μότσαρτ, για βιόλα και πιάνο (1872)
  • 36 Σπουδές, για βιολί και πιάνο/βιολί σόλο (1881)
  • Ντιβερτιμέντο, για βιολί σόλο (εκδ. 1883)
  • Το Πένθιμο Εμβατήριό μου, για βιολί και πιάνο (έκδ. 1883)

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 27  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb139008459. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 (Αγγλικά) SNAC. w6bg30x0. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 13  Δεκεμβρίου 2014.
  5. «Большая советская энциклопедия» (Ρωσικά) Η Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Μόσχα. 1969. Ανακτήθηκε στις 28  Σεπτεμβρίου 2015.
  6. 6,0 6,1 6,2 Ιστορικό Αρχείο Ρικόρντι. 2749. Ανακτήθηκε στις 3  Δεκεμβρίου 2020.
  7. 7,0 7,1 7,2 «Большая российская энциклопедия». (Ρωσικά) Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Η Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Μόσχα.
  8. «Вьетан, Жозефина» (Ρωσικά)
  9. «Koninklijke Bibliotheek van België - Tentoonstelling - Henry Vieuxtemps 1820-1881». vieuxtemps.kbr.be. Ανακτήθηκε στις 12 Μαρτίου 2024. 
  10. 10,0 10,1 Μαγγιώρος
  11. 11,0 11,1 «Henri Vieuxtemps Songs, Albums, Reviews, Bio & More». AllMusic (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 12 Μαρτίου 2024. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D. C. L (Oxford, 1880)
  • Baker’s biographical dictionary of musicians, on line
  • Rob. Eitner, Biographisch-bibliographisches Quellen-LexiKon, on line
  • Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
  • Νάσος Μαγγιώρος, επιμέλεια λήμματος στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα», έκδοση 1991, τόμος 14, σ. 215
  • Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
  • Eric BlomThe New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)