Αμπού αλ-Γκαζί Μπαχαντούρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αμπού αλ-Γκαζί Μπαχαντούρ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Abulgʻozi Bahodirxon (Ουζμπεκικά)
Γέννηση24  Αυγούστου 1603
Ούργκεντς
Θάνατος1664
Χίβα ή Χανάτο της Χίβας
Χώρα πολιτογράφησηςΧανάτο της Χίβας
ΘρησκείαΙσλάμ
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιστορικός
συγγραφέας
Αξιοσημείωτο έργοShajara-i Tarākima
Shajara-i Turk
Οικογένεια
ΤέκναAnusha Khan
ΓονείςArab Muhammad Khan I
ΑδέλφιαAfghan Muhammad
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΧαν
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Αμπού αλ-Γκαζί Μπαχαντούρ (τσαγ.ابوالغازی بهادرخان, μεταγρ. Abu al-Ghazi Bahadur, ουζμπ. Abulgʻozi Bahodirxon, 24 Αυγούστου 16031664) ή μονολεκτικά Αμπουλγκαζί (Abulgazi, Ebulgazi) ήταν Χάνος της Χίβας από το 1643 μέχρι το 1663. Πέρασε δέκα χρόνια στην Περσία προτού αναλάβει την εξουσία και ήταν πολύ μορφωμένος άνθρωπος, ένας ικανός ιστορικός που έγραψε δύο έργα ιστορίας.[1] Ο Μπαχαντούρ, όπως και οι άλλοι χάνοι της Χίβας, ήταν απευθείας απόγονος του Τζένγκις Χαν από τον επτακισέγγονό του Άραμπ Σαχ.[2]

Βίος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μπαχαντούρ γεννήθηκε στο Ουργκέντς του Χανάτου της Χίβας και ήταν ο δευτερότοκος γιος του χάνου Άραμπ Μουχάμαντ. Επειδή γεννήθηκε 40 ημέρες μετά τη νίκη του πατέρα του εναντίον μιας επιδρομής των Κοζάκων του Ουράλη, επονομάσθηκε «Αμπούλ-Γκαζή», δηλαδή «γιος του ήρωα πολεμιστή». Μεγάλωσε στη γενέτειρα πόλη του, μέχρι που διορίσθηκε από τον πατέρα του σε ηλικία 16 ετών κυβερνήτης του Κατ (στο σημερινό Ουζμπεκιστάν). Προς το τέλος της βασιλείας του πατέρα του ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος εναντίον του από τα αδέλφια του Χαμπάς και Ιλμπάρς.[3] Ο Αμπού αλ-Γκαζί χρειάσθηκε να διαφύγει στη Σαμαρκάνδη, όπου βρήκε καταφύγιο στην αυλή του Ιμάμη Κούλι Χαν της Μπουχάρας, διαμένοντας εκεί δύο έτη. Ο νεότερος αδελφός του, ο Αφγκάν Μουχάμαντ (1611-1648) διέφυγε στη Ρωσία, όπου έζησε στο Χανάτο του Κασίμ. Ο πρωτότοκος, ο Ισφαντιγιάρ Χαν, επεκτάτησε τελικώς και έγινε χάνος το 1623, οπότε προσέφερε στον Αμπού αλ-Γκαζί τη διακυβέρνηση του Ουργκέντς.

Στην εξορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά από τρία έτη ως κυβερνήτης, ο Αμπού αλ-Γκαζί Μπαχαντούρ εξεγέρθηκε όταν ο αδελφός του επισκεπτόταν το Χαζαράσπ, αλλά ηττήθηκε και κατέφυγε στον Εσίμ Χαν, του Χανάτου των Καζάκων το 1626. Αφού έμεινε με τον Εσίμ επί ένα τρίμηνο, αποστάτησε στον Τουρσούν Μουχάμαντ Χαν, αντίπαλο του Εσίμ στην Τασκένδη. Έχοντας ζήσει και εκεί άλλα δύο έτη, επέστρεψε στον παλαιό του γνώριμο, τον Ιμάμη Κούλι, και από εκεί επεχείρησε να καταλάβει τη Χίβα[4] το 1629. Αλλά ο Ισφαντιγιάρ Χαν τον συνέλαβε και τον εξόρισε στο Αμπιγουάρντ της Περσίας, τού οποίου ο κυβερνήτης τον έστειλε στην αυλή του Σαφί της Περσίας, στο Ισφαχάν. Εκεί έζησε ήσυχα επί δεκαετία, από το 1629 έως το 1639, μελετώντας την περσική και την αραβική ιστορία. Αργότερα έφυγε από την αυλή των Σαφαβιδών και έζησε για ένα διάστημα στους Τέκε.[5] Τελικώς ταξίδεψε ως το Χανάτο της Καλμουχίας το 1641 και επεχείρησε να εξασφαλίσει τη βοήθεια του Χο Ορλούκ.

Η βασιλεία του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τελικώς ο Αμπού αλ-Γκαζί έγινε χάνος της Χίβας το 1643, μετά τον θάνατο του αδελφού του. Ωστόσο είχε τον έλεγχο της περιοχής γύρω από το Ουργκέντς, καθώς η Χίβα είχε κατακτηθεί από το Χανάτο της Μπουχάρας. Κατόρθωσε να σταθεροποιήσει τη θέση του μόλις το 1645, όταν πέθανε ο χάνος της Μπουχάρας Ναντίρ Μουχάμαντ.

Τα πρώτα έτη της βασιλείας του Αμπού αλ-Γκαζί πέρασαν με το να μάχεται εξεγερμένες φυλές Τουρκμένων, αφότου εκτέλεσε δύο χιλιάδες πρόκριτούς τους στο Χαζαράσπ το 1646. Μέχρι το 1653 είχε καταφέρει να υποτάξει τις περισσότερες φυλές του Καρακούμ και του Μανγκισλάκ.[5] Επιπλέον απώθησε επιδρομές των Καλμούχων το 1649, το 1653 και 1656. Προς το τέλος της ηγεμονίας του, το 1655 και το 1662, άρχισε μια μεγάλη εκστρατεία κατά του Χανάτου της Μπουχάρας, που συνεχίσθηκε από τον διάδοχό του. To 1663 o Αμπού αλ-Γκαζί παραιτήθηκε από τον θρόνο υπέρ του γιου του Ανούσα Χαν και ένα έτος αργότερα πέθανε στη Χίβα σε ηλικία 60 ή 61 ετών.

Το έργο του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αμπού αλ-Γκαζί Μπαχαντούρ συνέγραψε δύο ιστορικά έργα: Το ένα έχει τίτλο «Γενεαλογία των Τουρκμένων» (Shajara-i Tarākima) και ολοκληρώθηκε το 1661, ενώ το άλλο έχει τίτλο «Γενεαλογία των Τούρκων» (Shajara-i Turk) και ολοκληρώθηκε μεταθανατίως, το 1665. Αμφότερα αποτελούν σημαντικές πηγές για τον σημερινό ιστορικό που μελετά την ιστορία της Κεντρικής Ασίας.[6]

Το Shajara-i Turk[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Γενεαλογία των Τούρκων ήταν το μέγιστο έργο του Αμπού αλ-Γκαζί και μεταφράσθηκε και ως «Γενεαλογία των Τατάρων», επειδή η χρήση του όρου «Τάταροι» για τους Τούρκους ήταν μια ευρύτατα διαδεδομένη παρονομασία. Σύμφωνα με τον ίδιο τον συγγραφέα, χρησιμοποίησε ως πηγές του έργα των Ρασίντ αλ-Ντιν Χαμαντανί, Σαράφ αλ-Ντιν Αλή Γιαζντί και άλλων συγγραφέων, συνολικώς 18 ιστορικές πηγές, και τις διόρθωσε σε συμφωνία με τουρκογενείς προφορικές παραδόσεις, τις οποίες είχε διδαχθεί ως πρίγκιπας.[7] Στη Δύση το έργο έγινε γνωστό ως εξής: ένα χειρόγραφό του αγοράσθηκε στο Τομπόλσκ από Σουηδούς αξιωματικούς που κρατούνταν ως αιχμάλωτοι των Ρώσων στη Σιβηρία. Με τη βοήθεια τοπικών εγγράμματων Τατάρων, οι Σουηδοί αξιωματικοί μετέφρασαν το βιβλίο πρώτα στη ρωσική γλώσσα και μετά σε διάφορες άλλες. Η γαλλική μετάφραση του Shajara-i Turk εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ολλανδία το 1726 και χρησίμευσε ως πρωτότυπο για μια δεύτερη ρωσική μετάφραση, που εκδόθηκε το 1768-1774. Λίγο αργότερα, το 1780, εκδόθηκε σε γερμανική και αγγλική μετάφραση, οπότε πριν το τέλος του 18ου αιώνα διαβαζόταν από πολλούς μελετητές στην Ευρώπη.

Κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα εκδόθηκαν πολυάριθμες κριτικές μεταφράσεις του έργου, που χρησιμεύουν σήμερα ως ιστορικές πηγές για τους ερευνητές της ασιατικής ιστορίας. Η πρώτη τέτοια μετάφραση με σχόλια, έργο ειδικών μελετητών, εκδόθηκε στο Καζάν το 1825. Το έργο, αν και συγγράφηκε ως πρωτότυπο στην τσαγαταϊκή γλώσσα, που είναι τουρκογενής, μεταφράσθηκε για πρώτη φορά στην τουρκική από τη ρωσική αυτή έκδοση του Καζάν, από τον Οθωμανό πολιτικό, διπλωμάτη και λόγιο Αχμέτ Βεφίκ Πασά, και δημοσιεύθηκε το 1864. Η σημαντικότερη έκδοση σε δυτική γλώσσα στάθηκε η γαλλική Histoire des Mogols et des Tatares par Aboul-Ghazi Behadour Khan, publiée, traduite et annotée par le baron Desmaisons, που τυπώθηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1871-1874.[8]

Ο Υάκινθος Μπιτσούριν υπήρξε ο πρώτος που πρόσεξε ότι η βιογραφία του επικού προγόνου των Τουρανικών λαών, του Ογούζ-Καγκάν, από τον Αμπού αλ-Γκαζί και τις τουρκοπερσικές πηγές του (διότι σώζονται και σχετικά χειρόγραφα των Ρασίντ αλ-Ντιν Χαμαντανί και Χοντεμίρ), παρουσιάζει κτυπητές ομοιότητες με τη βιογραφία του Μαντού Σανγιού στις κινεζικές πηγές (αντιπαλότητα πατέρα-γιου, δολοφονία του πατέρα, κατεύθυνση και ακολουθία των κατακτήσεων, κ.ά.). Η παρατήρηση αυτή, που επιβεβαιώθηκε και από άλλους μελετητές, συνέδεσε στη βιβλιογραφία το όνομα του Μαντού Σανγιού με την επική προσωπικότητα του Ογούζ-Καγκάν.[9] Η ομοιότητα είναι ακόμα πιο αξιοσημείωτη επειδή την εποχή του Αμπού αλ-Γκαζί Μπαχαντούρ δεν είχε μεταφρασθεί κανένα κινεζικό χρονικο σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, ανατολική ή δυτική, ενώ ο Αμπού αλ-Γκαζί δεν θα μπορούσε να γνώριζε για τους ανατολικούς Ούννους ή για τον Μαντού Σανγιού.

Η γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Αμπού αλ-Γκαζί είναι η απλή και εύκολη λαϊκή τσαγαταϊκή γλώσσα των Ουζμπέκων της Χίβα, και όχι η αρκετά διαφορετική λόγια τσαγαταϊκή, για την οποία ο συγγραφέας είχε ανοικτά εκφράσει την αντίθεσή του, επειδή αυτή έφερε ισχυρή περσική επίδραση. Το ύφος του συγγραφέα έχει επίγνωση της επιστημονικής φύσεως του έργου και διακρίνεται από καθαρότητα και πλούσιο λεξιλόγιο, το οποίο ωστόσο είναι σπαρμένο με τις λαϊκές ουζμπεκικές εκφράσεις και παροιμίες.[10]

Ο γιος του Αμπού αλ-Γκαζί, ο Ανούσα Χαν (Αμπού αλ-Μουζαφάρ Ανούσα Μουχάμαντ Μπαχαντούρ), ανέθεσε μετά τον θάνατο του πατέρα του την ολοκλήρωση του έργου σε κάποιον Μαχμούντ μπιν Μουλά Μουχάμαντ Ζαμάν του Ουργκέντς. Το έργο περιέχει μια γενεαλογία των τουρκικών φύλων αρχίζοντας από τον βιβλικό Αδάμ και τον προγεννήτορα των Τούρκων Ογούζ Χαν, και παρέχει θρυλικές ιστορίες για τους απογόνους τους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ο Τζένγκις Χαν και η δυναστεία των Σαϋμπανιδών, παρέχοντας μια καλή εικόνα των μογγολικών και τουρκικών απόψεων για την ιστορία εκείνη την εποχή.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Bartold, Vasily V.: Four Studies on the History of Central Asia, 1, εκδ. E.J. Brill, Leiden 1956, σελ. 65
  2. Sela, Ron (2013). Rashid Al-Din: Agent and Mediator of Cultural Exchanges in Ilkhanid Iran. Warburg Institute Colloquia (University of London Press). σελ. 213. 
  3. Abdurasulov, Ulfat· Dono, Ziyaeva (Ziyoyeva) K. H. A. M. I. D. O. V. N. A. Хорезм в истории государственности Узбекистана. Ташкент, 2013. Отв. ред. Э.В. Ртвеладзе, Д.А. Алимова [co-authored] (στα Ρωσικά). σελ. 156. 
  4. «EBÜLGAZİ BAHADIR HAN». TDV İslâm Ansiklopedisi (στα Τουρκικά). Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2023. 
  5. 5,0 5,1 Bahādur Khān, Abu'l-Ghāzī (1996). Ölmez, Zühal, επιμ. Şecere-i Terākime (Türkmenlerin soykütüğü). Türk Dilleri Araştırmaları Dizisi (στα Τουρκικά). Άγκυρα: Simurg. σελ. 22. ISBN 978-975-7172-09-3. 
  6. Sinor, Denis: Inner Asia: History, Civilization, Languages; A Syllabus, Indiana University, Bloomington 1969, σελ. 59
  7. Abu al-Ghazi: «Γενεαλογική ιστορία των Τατάρων», μετάφρ. από τη γαλλική, Ρωσική Αυτοκρατορική Ακαδημία Επιστημών, 1778, σελ. 16
  8. Kononov A.N.: «Abu al-Ghazi. Genealogy of the Turkmen. Editorial Introduction» / Oriental Literature «αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Μαΐου 2011. Ανακτήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2011.  (στη ρωσική γλώσσα)
  9. Taskin V.S.: Materials on the history of the Sünnu, μετάφρ., Μόσχα 1968, τόμ. 1, σελ. 129
  10. Το λήμμα «Abu al-Ghazi» στη Literary Encyclopedia https://web.archive.org/web/20101215222130/http://feb-web.ru/feb/litenc/encyclop/le1/le1-0152.htm. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Δεκεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2011.  Missing or empty |title= (βοήθεια) (στη ρωσική)

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το λήμμα «Αμπού αλ-Ραζί ή Αμπού αλ-Γαζή Μπαχαντούρ Χαν» στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 5, σελ. 153

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Dianat, Ali Akbar και Bernjian, Farhoud: το λήμμα «Abū al-Ghāzī Bahādur Khān» στην Encyclopaedia Islamica Online, επιμ. Wilferd Madelung και Farhad Daftary, Brill Online 2015, ISSN 1875-9831
  • Ölmez, Zühal (2022). «Šaǧara-i Turk and Mongol History». Zeitschrift der Deutschen Morgenländischen Gesellschaft 172 (2): 439-450. doi:10.13173/ZDMG/2022/2/11.