Αλέξιος Βρανάς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αλέξιος Βρανάς
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση12ος αιώνας
Θάνατος1187
Αδριανούπολη
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Οικογένεια
ΤέκναΘεόδωρος Βρανάς

Ο Αλέξιος Βρανάς (απεβ. 1187) από τον Οικογένεια των Βρανάδων ήταν Ρωμαίος ευγενής, διαπρεπής στρατηγός που τον 12ο αι. κέρδισε σημαντική επιτυχία εναντίον των Νορμανδών. Όταν αργότερα στασίασε, αποκεφαλίστηκε.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συνδέεται διπλά με τον Οίκο των Κομνηνών: ήταν γιος του Μιχαήλ Βρανά και της Μαρίας Κομνηνής, μικρανιψιάς του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού. Νυμφεύτηκε την Άννα Βατάτζη, ανιψιά του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού· η αδελφή τής Άννας, η Θεοδώρα Βατάτζη, ήταν ερωμένη τού Μανουήλ Α΄. Η οικογένειά του ήταν από τα μέσα του 11ου αι εξέχουσα στην Αδριανούπολη και την περιοχή της. Άλλη προέχουσα οικογένεια ήταν οι Βατάτζηδες, με την οποία έκανε επιγαμία ο Αλέξιος. Σύγχρονός του τον περιγράφει ως «μικρό στο ύψος, αλλά μεγάλο αντιλήπτορα σε βάθος των πραγμάτων και ο καλύτερος στρατηγός της εποχής του, μακράν των άλλων[1]».

Επιτυχείς Εκστρατείες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν από τους λίγους στρατηγούς της Ρωμανίας, που όταν διακρίθηκε, δεν στασίασε εναντίον του Αυτοκράτορα. Ως ανταμοιβή για την πιστότητά του ο Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός τον ανύψωσε στον εξαίρετο βαθμό του πρωτοσεβαστού. Είχε αρκετές επιτυχείς εκστρατείες εναντίον τού Μπέλα Γ΄ της Ουγγαρίας το 1183 και εναντίον μίας εξέγερσης υπό τον Θεόδωρο Καντακουζηνό, στη ΒΔ Μικρά Ασία, με επίκεντρο τις πόλεις Νίκαια, Προύσα και Λοπάδιον. Μετά την πτώση τού Ανδρονίκου Α΄ έγινε νέος Αυτοκράτορας ο Ισαάκιος Β΄ Άγγελος· ο Αλέξιος απέκτησε τη μεγαλύτερη επιτυχία του εναντίον των Νορμανδών από τη Σικελία, που εισέβαλαν υπό τον Γουλιέλμο Β΄. Στην αποφασιστική μάχη στο Δημητρίτσι (Δημητρίτζι) Σερρών νίκησε συντριπτικά και αυτό ουσιαστικά τερμάτισε τη Νορμανδική απειλή για την Αυτοκρατορία[2][3].

Η εξέγερση και το τέλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βρανάς περιφρονούσε τον Ισαάκιο Β΄. Οι επιτυχίες του και οι συνδέσεις του με την προηγούμενη δυναστεία των Κομνηνών τον ενθάρρυναν να φιλοδοξεί το θρόνο[4].

Το 1187 εστάλει να αντιμετωπίσει τη Βουλγαρο-Βλαχική εξέγερση υπό τους αδελφούς Πέτρο Ασέν και Ιβάν Ασέν. Αυτή τη φορά, αν και ήταν πιστός στον προηγούμενο Αυτοκράτορα, συγκέντρωσε το στράτευμά του στη γενέθλια πόλη του, την Αδριανούπολη και στασίασε με την υποστήριξη των συγγενών του. Προχώρησε στην Κωνσταντινούπολη· ο στρατός του στην αρχή είχε επιτυχία, έναντι του στρατού που υπερασπιζόταν την πόλη, αλλά εμποδίστηκε από τα τείχη της πόλης και δεν μπορούσε να μπει, με κανένα τρόπο[5]. Τον Αυτοκρατορικό στρατό είχε αναλάβει ο Κορράδος του Μομφερράτου, σύζυγος της Θεοδώρας Αγγελίνας, αδελφής τού Ισαακίου Β΄. Ο στρατός υπό τον Κορράδο έκανε εξόρμηση και ο στρατός τού Βρανά υποχώρησε, πιεζόμενος από το βαριά οπλισμένο πεζικό τού Κορράδου. Τότε ο Βρανάς αντεπιτέθηκε προσωπικά στον Κορράδο, αλλά η λόγχη του έκανε λίγη ζημιά· όμως η λόγχη τού Κορράδου χτύπησε το κράνος τού Βρανά στο μάγουλο και τον έρριξε κάτω από το άλογο. Εκεί στο έδαφος τον αποκεφάλισαν οι πεζοί υποστηρικτές τού Κορράδου. Με τον ηγέτη τους νεκρό, ο στρατός των εξεγερμένων εγκατέλειψε το πεδίο[6]. Το κεφάλι του μεταφέρθηκε στο ανάκτορο, όπου το κλωτσούσαν ως μπάλα. Έπειτα το έστειλαν στην σύζυγό του Άννα, «που έδειξε γενναία ψυχραιμία στο φοβερό θέαμα», κατά τον ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη[7].

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νυμφεύτηκε την Άννα Βατάτζη, ανιψιά του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού και είχε τέκνα:

  • Θεόδωρος Βρανάς άκμασε π. το 1200. Υπηρέτησε τους Λατίνους ως κυβερνήτης της Αδριανούπολης με κληρονομικό δικαίωμα. Νυμφεύτηκε τη χήρα του Ανδρονίκου Α΄ και έλαβε τον τίτλο του καίσαρα.
  • Ευδοκία (;), παντρεύτηκε τον Ισαάκιο Άγγελο, γιο του Ιωάννη σεβαστοκράτορος. Ο Ισαάκιος ήταν αδελφός του πρώτου δεσπότη της Ηπείρου και εξάδελφος του Ισαακίου Β΄[8].

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Angold 1997, σελ. 272.
  2. Angold 1997, σελ. 271.
  3. Magoulias 1984, σελίδες 198-199.
  4. Magoulias 1984, σελ. 207.
  5. Magoulias 1984, σελίδες 208-209.
  6. Magoulias 1984, σελίδες 212-213.
  7. Magoulias 1984, σελίδες 213-214.
  8. Van Tricht 2011, σελ. 211.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περαιτέρω βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]