Gonioctena fornicata

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γωνιόκτενα φορνικάτα
Gonioctena fornicata
Γωνιόκτενα φορνικάτα Gonioctena fornicata
Γωνιόκτενα φορνικάτα
Gonioctena fornicata
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Αρθρόποδα (Arthropoda)
Ομοταξία: Έντομα (Insekta)
Τάξη: Κολεόπτερα (Coleoptera)
Οικογένεια: Chrysomelidae
Υποοικογένεια: Βουπρεστίναι Chrysomelinae
Γένος: Γωνιόκτενα (Gonioctena)
Είδος: φορνικάτα (fornicata)
Διώνυμο
Γωνιόκτενα φορνικάτα (Gonioctena fornicata)
Brüggemann, 1873

Η Γωνιόκτενα φορνικάτα (Gonioctena (Spartomena) fornicata πρώην Phytodecta fornicata) είναι κολεόπτερο από την οικογένεια Chrysomelidae και την υποοικογένεια Chrysomelinae. Στο όνομα «Γωνιόκτενα» γίνεται αναφορά στο «κτένι» που σχηματίζει σειρά μικρών δοντιών στην οπίσθια άκρη (γωνία) των κνημών (Εικ. 2 βέλος B), το λατινικό «fornicata» σημαίνει «κυρτό, θολωτό» με αναφορά το πρόνωτο, που σε άλλα είδη του γένους Γωνιόκτενα είναι πιο πλατύ. Στην Ευρώπη το γένος περιλαμβάνει έξι υπογένη με 21 είδη.[1] Από αυτά στην Ελλάδα αναφέρεται μόνο η Γωνιόκτενα φορνικάτα.[2]

Χαρακτηριστικά του ακμαίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σώμα μοιάζει με το σώμα τις πασχαλίτσας, η Γωνιόκτενα φορνικάτα είναι όμως λιγότερα κυρτή και λίγο πιο μακρόστενη . Αποκτά μήκος πέντε έως επτά χιλιοστόμετρων . Το χρώμα είναι κατ' αρχήν ένα κιτρινωπό κόκκινο με μαύρες ουλές , αλλά υπάρχουν παραλλαγές από μαύρα άτομα με μόνο ελάχιστα κόκκινα υπόλοιπα έως άτομα με κόκκινο κεφάλι, πρόνωτο και έλυτρα και μόνο τέσσερις καφέ ουλές στα έλυτρα.

Το κεφάλι είναι τραβηγμένο πίσω στο προθώρακα μέχρι τους οφθαλμούς. Οι κεραίες συνίστανται από ένδεκα άρθρα. Είναι νηματοειδείς και φαρδαίνουν λίγο προς τα έξω. Εκφύονται η μία μακριά από την άλλη κοντά στους οφθαλμούς πάνω από τη βάση των άνω γνάθων (Εικ. 2) . Οι άνω γνάθοι δεν έχουν αυλάκωση στην έξω πλευρά για την προστασία του τελευταίου άρθρου των γναθικών προσακτρίδων.

Όπως τονίζει το όνομα «φορνικάτα», το πρόνωτο είναι στρόγγυλα κυρτό προς τα πάνω. Έχει πυκνή στιγμάτωση, η οποία κατά την ακμή γίνεται μόνο λίγο πιο χονδρή (Εικ. 3). Στην τυπική περίπτωση το πρόνωτο είναι κόκκινο με ένα ζεύγος μαύρων ουλών.

Τα στίγματα στα έλυτρα σχηματίζουν εννέα σαφείς σειρές, που δε διαλύονται στο δεύτερο μισό των ελύτρων (Εικ. 3). Τα διαστήματα είναι πλατιά και με λεπτή στιγμάτωση. Κατά κανόνα τα έλυτρα είναι κόκκινα με επτά ή εννέα ουλές, η μία περίπου στη μέση της ραφής, οι υπόλοιπες ουλές είναι συμμετρικά σκορπισμένες στις δυο πλευρές. Ο θυρεός είναι πάντοτε μαύρος.

Οι κνήμες των ποδιών τελειώνουν σε μια αυλάκωση η οποία μπορεί να υποδέχεται τους ταρσούς . Η κάτω έξω άκρη της αυλάκωσης αυτής επεκτείνεται σε ένα είδος πλατύ δοντιού. Αυτό το δόντι στα μεσαία και στα οπίσθια άκρα είναι στο τέλος των κνημών κοντά στους ταρσούς (Εικ. 4), στο μπροστινό πόδι το δόντι είναι μόνο ασθενές και απομακρυσμένο από τη βάση των ταρσών (Εικ. 5, βέλος Α). Οι ταρσοί είναι όλοι τετραμερείς. Τα νύχια έχουν από ένα δόντι στη βάση (Εικ. 5 βέλος C).

Βιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βιολογικός κύκλος ολοκληρώνεται σε ένα χρόνο. Τα ακμαία διαχειμάζουν σε βάθος πέντε έως 25 χιλιοστόμετρον στο χώμα. Την άνοιξη όταν τα έντομα αυτά κάνουν την εμφάνισή τους τα ακμαία μπορούν να γίνουν βλαβερά στις καλλιέργειες μηδικής (Medicago sativa). Το φυτό αυτό όμως δεν είναι ο μόνος ξενιστής. Συναντούμε το έντομα σε διάφορα είδη της οικογένειας των ψυχανθών (Fabaceae). Μετά τη σύζευξη τα θηλυκά τοποθετούν περίπου 200 έως 1.000 αυγά σε μικρές ομάδες συνήθως στα κατώτερα φύλλα. Κατά το δεύτερο μισό του Ιουνίου τα ακμαία γίνονται όλο και σπανιότερα. Οι προνύμφες αναπτύσσονται πολύ γρήγορα. Διατρέχουν τέσσερα προνυμφιακά στάδια και ιδιαίτερα στα δυο τελευταία στάδια μπορούν να προκαλούν ζημιές στα φύλλα της μηδικής, που σε βορειότερες χώρες μπορούν να γίνουν σημαντικές . Μετά από τρεις με τέσσερις εβδομάδες οι προνύμφες εισβάλλουν στο χώμα για τη νύμφωση. Τον ίδιο χρόνο τα νέα ακμαία κάνουν την εμφάνισή τους. Τρώνε περίπου δυο εβδομάδες πριν ξαναμπούν στο χώμα για διαχείμαση.[3]


Εικ.1: Έλυτρα από πίσω

Εικ.2: κεφάλι

Εικ.3: πλευρική όψη του προνώτου

Εικ.4: όψη από κάτω

Εικ.5: μπροστινό πόδι
βέλος A: δόντι
βέλος B: «κτένι»
βέλος C: νύχια με δόντι

Γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο χώρος διαμονής του είδους εξαπλώνεται στην Νοτιοανατολική Ευρώπη. Αναφέρονται οι χώρες Ιταλία, πρώην Γιουγκοσλαβία και Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Πολωνία, Αλβανία, Βουλγαρία, Νότια Ρωσία, Ουκρανία, Στερεά Ελλάδα και Κρήτη. Στα νησιά και στην ευρωπαϊκή Τουρκία η θέση δεν είναι σαφής.[2]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Heinz Freude, Karl Wilhelm Harde (Hrsg.), Gustav Adolf Lohse (Hrsg.): Die Käfer Mitteleuropas. Band 9. Cerambycidae Chrysomelidae, Spektrum Akademischer Verlag, München 1966, ISBN 3-827406-83-8.