Το χειμωνιάτικο παραμύθι (Σαίξπηρ)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χειμωνιάτικο παραμύθι
Σκηνή από το Χειμωνιάτικο παραμύθι (1845)
ΣυγγραφέαςΟυίλλιαμ Σαίξπηρ
ΤίτλοςThe Winter's Tale
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1611
Ημερομηνία δημοσίευσης1623
Μορφήθεατρικό έργο
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το χειμωνιάτικο παραμύθι (αγγλικός τίτλος: Winter 's Tale) είναι πεντάπρακτο θεατρικό έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, ένα από τα τελευταία έργα του που θεωρείται ότι γράφτηκε το 1610 ή το 1611. Δημοσιεύθηκε το 1623.[1]

Κύρια θέματα του έργου είναι η ζήλια, η εκδίκηση και η συγχώρεση. Η υπόθεση αναφέρεται στην ιστορία του βασιλιά Λεόντιου, που οι υποψίες του ότι η γυναίκα του τον απατά οδήγησαν την οικογένειά του στην καταστροφή και τον ίδιο στη δυστυχία και τη μοναξιά. Ο Σαίξπηρ του δίνει μια δεύτερη ευκαιρία: μετανιώνει, αυτοί που αδίκησε τον συγχωρούν και εξιλεώνεται για τα λάθη του.[2]

Σύγχρονοι μελετητές κατατάσσουν το έργο συνήθως ως μία από τις «ύστερες ρομαντικές κωμωδίες» του Σαίξπηρ. Αν και ταξινομήθηκε μεταξύ των κωμωδιών, ορισμένοι κριτικοί θεωρούν ότι είναι ένα από τα «προβληματικά έργα» του Σαίξπηρ λόγω της δραματικής έντασης των τριών πρώτων πράξεων, ενώ οι δύο τελευταίες μετατρέπονται σε κωμωδία και τελειώνουν με αίσιο τέλος.

Το έργο υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλές από την εποχή του μέχρι σήμερα. Αναβιώνει σε διάφορες παραγωγές και διασκευές από κορυφαίους θεατρολόγους στην ιστορία των σαιξπηρικών παραστάσεων.[3][4]Έχει συχνά διασκευαστεί για τον κινηματογράφο, την όπερα και την τηλεόραση.

Η κύρια πλοκή του Χειμωνιάτικου παραμυθιού προέρχεται από το ποιμενικό ειδύλλιο Παντόστο του Ρόμπερτ Γκρην που δημοσιεύτηκε το 1588.[5]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αντίγονος ορκίζεται πίστη στον βασιλιά, σε μια προσπάθεια να σώσει τη ζωή του παιδιού, 18ος αι.

Το έργο αρχίζει με την εμφάνιση δύο παιδικών φίλων: του Λεόντιου, βασιλιά της Σικελίας και του Πολύξενου, βασιλιά της Βοημίας. Ο Πολύξενος επισκέπτεται το βασίλειο της Σικελίας και απολαμβάνει τη συνάντηση με τον παλιό του φίλο. Ωστόσο, μετά από εννέα μήνες, ο Πολύξενος λαχταρά να επιστρέψει στο βασίλειό του για να ασχοληθεί με τις υποθέσεις του και να δει τον γιο του. Ο Λεόντιος προσπαθεί να τον πείσει να μείνει περισσότερο, αλλά δεν τα καταφέρνει. Τότε στέλνει τη σύζυγό του, βασίλισσα Ερμιόνη, να προσπαθήσει να τον πείσει, η οποία τα καταφέρνει. Ο Λεόντιος απορεί πώς η Ερμιόνη τον έπεισε τόσο εύκολα και καταλαμβάνεται από μια παθιασμένη και καταστροφική ζήλια, αρχίζει να υποψιάζεται ότι η έγκυος γυναίκα του είχε σχέση με τον Πολύξενο και ότι το παιδί είναι καρπός της προδοσίας. Ο Λεόντιος διατάζει τον Καμίλλο, έναν Σικελό άρχοντα, να δηλητηριάσει τον Πολύξενο. Ο Καμίλλο όμως το θεωρεί αδικία, αποκαλύπτει την αλήθεια στον ξένο βασιλιά και οι δύο καταφεύγουν στη Βοημία.[6]

Έξαλλος με τη φυγή τους, ο Λεόντιος τώρα κατηγορεί δημόσια τη γυναίκα του για απιστία και δηλώνει ότι το παιδί που κυοφορεί είναι νόθο. Τη ρίχνει στη φυλακή, παρά τις διαμαρτυρίες των ευγενών, και στέλνει δύο από τους άρχοντές του, τον Κλεομένη και τον Δίωνα, στο Μαντείο των Δελφών για έναν χρησμό που είναι σίγουρος ότι θα επιβεβαιώσει τις υποψίες του. Εν τω μεταξύ, η βασίλισσα γεννά ένα κορίτσι και η έμπιστή της Παυλίνα παρουσιάζει το μωρό στον βασιλιά, με την ελπίδα ότι το θέαμα του παιδιού θα μαλακώσει την καρδιά του. Αυτός εξοργίζεται, όμως, και διατάζει τον σύζυγο της Παυλίνας, τον Αντίγονο, να πάρει το παιδί και να το εγκαταλείψει σε ένα έρημο μέρος για να πεθάνει εκεί.[7]

Η Περντίτα, Φρέντερικ Σάντις, 1866

Ο Κλεομένης και ο Δίων επιστρέφουν από τους Δελφούς και βρίσκουν την Ερμιόνη να δικάζεται δημόσια και ταπεινωτικά ενώπιον του βασιλιά. Ο χρησμός του Μαντείου επιβεβαιώνει την αθωότητά της αναφέροντας κατηγορηματικά ότι η Ερμιόνη και ο Πολύξενος είναι αθώοι, ο Καμίλλο είναι έντιμος άνθρωπος και ότι ο Λεόντιος δεν θα έχει κληρονόμο μέχρι να βρεθεί η χαμένη του κόρη. Ο Λεόντιος αρνείται να τον πιστέψει. Συγχρόνως, φτάνει η είδηση ​​ότι ο γιος του Λεόντιου και της Ερμιόνης, ο Μαμίλλιος, πέθανε από τη θλίψη του για τις κατηγορίες εναντίον της μητέρας του. Η Ερμιόνη καταρρέει και στη συνέχεια αναφέρεται ο θάνατός της στον συντετριμμένο και μετανοημένο Λεόντιο, που ορκίζεται να περάσει τις υπόλοιπες μέρες του μετανοώντας για τον χαμό του γιου του, της εγκαταλειμμένης κόρης του και της βασίλισσας του.

Αυτό το πρώτο μέρος του έργου, το «τραγικό», τελειώνει με τον βασιλιά κυριευμένο από τη ζήλεια, υπεύθυνο για το θάνατο της γυναίκας του και των δύο παιδιών του, έχοντας χάσει τη φιλία του Πολύξενου που ήταν σαν αδερφός του, και την υποστήριξη του έμπιστου Καμίλλο.

Η Περντίτα, Τόμας Γκένσμπορο, 1781

Ο Αντίγονος, εν τω μεταξύ, έχει εγκαταλείψει το μωρό στην ακτή της Βοημίας, αναφέροντας ότι η Ερμιόνη του εμφανίστηκε σε όνειρο και του ζήτησε να ονομάσει το κορίτσι Περντίτα. Αφήνει πάνω στο μωρό εμβλήματα που υποδηλώνουν την υψηλή καταγωγή του. Μια σφοδρή καταιγίδα εμφανίζεται ξαφνικά, το πλοίο του ναυαγεί και ο Αντίγονος χάνεται. Η Περντίτα σώζεται από έναν βοσκό και τον γιο του.[8]

Με την παρέμβαση του «Χρόνου», η ιστορία κάνει ένα άλμα 16 ετών. Η Περντίτα, που μεγάλωσε στην οικογένεια του βοσκού και έχει γίνει μια πανέμορφη βοσκοπούλα, ετοιμάζεται να παντρευτεί τον αγαπημένο της, που είναι ο γιος του βασιλιά, ο Φλοριζέλ, μεταμφιεσμένος ως απλός βοσκός. Ωστόσο, ο πατέρας του Πολύξενος, έχοντας μάθει για το σχέδιο του γιου του, μεταμφιέζεται κι αυτός σε βοσκό, συνοδευόμενος από τον πάντα πιστό Καμίλλο, για να παρευρεθεί σε μια ποιμενική γιορτή οπότε και θα γίνει ο γάμος. Την κρίσιμη στιγμή, ο βασιλιάς αποκαλύπτεται, διακόπτει τον γάμο και απαγορεύει στον γιο του να ξαναδεί την Περντίτα. Απελπισμένο, το ζευγάρι αναζητά βοήθεια από τον ανεκτίμητο Καμίλλο, ο οποίος το θεωρεί ευκαιρία να δει ξανά την αγαπημένη του Σικελία. Στέλνει τους δύο εραστές στον βασιλιά Λεόντιο για να βρουν καταφύγιο εκεί, λόγω της παλιάς φιλίας που είχε συνδέσει τους πατέρες τους. Στη συνέχεια, συνοδεύει τον Πολύξενο στην καταδίωξη του γιου του, αποκαλύπτοντας πού βρίσκεται. Εδώ τελειώνει το λεγόμενο «ποιμενικό» μέρος του έργου.

Ο Φλοριζέλ και η Περντίτα, Τσαρλς Ρόμπερτ Λέσλι, 19ος αι.

Φθάνοντας στη Σικελία, βρίσκουν τον γέρο βασιλιά Λεόντιο συντετριμμένο να εξακολουθεί να θρηνεί. Οι άρχοντες τον παρακαλούν να τελειώσει τον χρόνο της μετάνοιάς του γιατί το βασίλειο χρειάζεται κληρονόμο. Η Παυλίνα, ωστόσο, τον πείθει να μείνει ανύπαντρος για πάντα αφού καμία γυναίκα δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο μεγαλείο της χαμένης του Ερμιόνης. Η άφιξη του Πολύξενου είναι γι' αυτόν μεγάλη χαρά. Βρίσκει τον παλιό του φίλο και καταλαβαίνει ότι η νεαρή Περντίτα είναι η κόρη του την οποία πίστευε ότι είχε δολοφονήσει, καθώς ο βοσκός που τη μεγάλωσε, παρουσίασε τα εμβλήματα που βρέθηκαν πάνω της την εποχή που την βρήκαν. Η Παυλίνα αποκαλύπτει στον Λεόντιο την ύπαρξη ενός αγάλματος της Ερμιόνης. Ο βασιλιάς μένει εκστατικός μπροστά στην τέλεια αναπαράσταση της γυναίκας του και διηγείται στο άγαλμα την επιστροφή της κόρης τους. Προς έκπληξη όλων, το άγαλμα ζωντανεύει και η Ερμιόνη, κρυμμένη στα διαμερίσματα της υπηρέτριάς της για 16 χρόνια, ζωντανή πλέον συγχωρεί τον άντρα της για τα λάθη που έκανε. Καθώς το έργο τελειώνει, η Περντίτα και ο Φλοριζέλ παντρεύονται και όλη η παρέα γιορτάζει το θαύμα. Η αθωότητα των παιδιών παρουσιάζεται σαν εξιλέωση των λαθών του πατέρα, το κακό διορθώνεται και ο ίδιος ο θάνατος νικιέται.[9]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το χειμωνιάτικο παραμύθι, μετάφραση: Βασίλης Ρώτας, εκδόσεις Ίκαρος, 1972 και εκδόσεις Επικαιρότητα, 2007[10]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ιστορίες του Σαίξπηρ: Το χειμωνιάτικο παραμύθι

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]