Σπιρού και Φαντάζιο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τοιχογραφία με διάφορους χαρακτήρες της σειράς από τη Διαδρομή των κόμικς στις Βρυξέλλες

Το Σπιρού και Φαντάζιο (γαλλικά: Spirou et Fantasio) είναι σειρά κόμικς της Dupuis, που αναμειγνύει το χιούμορ με την περιπέτεια και την επιστημονική φαντασία. Βασικοί χαρακτήρες είναι οι ρεπόρτερ Σπιρού και Φαντάζιο, που συνοδεύονται από το σκιουράκι Σπιπ. Πρόκειται για μία από τις δημοφιλέστερες σειρές των γαλλοβελγικών κόμικς, με εκατομμύρια πωλήσεις και μεταφράσεις σε πολλές γλώσσες. Ο Rob-Vel δημιούργησε τον χαρακτήρα του Σπιρού το 1938[1] για το περιοδικό Spirou και αργότερα ο Ζιζέ πρόσθεσε τον Φαντάζιο.[2] Ο σπουδαιότερος δημιουργός που ασχολήθηκε με τη σειρά θεωρείται ο Αντρέ Φρανκέν,[3] διάδοχος του Ζιζέ, ενώ μετά από αυτόν πολλοί άλλοι καλλιτέχνες έκαναν το πέρασμά τους.

Ιστορικό της σειράς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δημιουργία και πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βλέποντας την επιτυχία των ιστοριών του Τεντέν του Ερζέ, που δημοσιευόταν στο περιοδικό Le Petit Vingtième, ο βελγικός εκδοτικός οίκος Dupuis αποφάσισε να εκδώσει ένα νέο εβδομαδιαίο έντυπο αφιερωμένο στα κόμικς. Ο Γάλλος Rob-Vel, κατά κόσμον Ρομπέρ Βελτέρ, ανέλαβε τη δημιουργία του κεντρικού χαρακτήρα. Οι επιρροές του εντοπίζονται στα αμερικανικά κόμικς της εποχής και ιδιαίτερα στο έργο του Μάρτιν Μπράνερ.[4] Η σύζυγος του Rob-Vel, Μπλανς Ντιμουλέν, και ο οικογενειακός φίλος Λυκ Λαφνέτ βοηθούν κατά καιρούς τον Rob-Vel με το σχέδιο και τα σενάρια.

Ο Σπιρού, το όνομα του οποίου σημαίνει στα βαλλωνικά «σκίουρος» και, μεταφορικά, «ζωηρό αγόρι»,[5] έκανε την εμφάνισή του στο πρώτο τεύχος του Le Journal de Spirou, στις 21 Απριλίου 1938.[6] Επρόκειτο για έναν γκρουμ στο Moustic Hotel[7] (αναφορά στο περιοδικό Moustique που εξέδιδε η Dupuis) και ξεκίνησε ως μία ηρωική φιγούρα, στα πρότυπα διαφόρων άλλων ηρώων, όπως ο Τεντέν, ο Σούπερμαν και ο Μίκυ Μάους.[8] Οι πρώτες ιστορίες του χαρακτήρα ήταν στριπ της μίας σελίδας, αλλά με τον καιρό, ο Rob-Vel εισάγει μεγαλύτερες ιστορίες, με ταξίδια σε όλο τον κόσμο, που συχνά αγγίζουν το σουρεαλιστικό και το φανταστικό. Στην ιστορία L'Héritage de Bill Money, όπου ο Σπιρού γνωρίζει τον πλούσιο Αμερικανό κληρονόμο Μπιλ Μάνεϊ, εμφανίζεται για πρώτη φορά το σκιουράκι Σπιπ, το οποίο έκτοτε εμφανίζεται σε κάθε άλμπουμ της σειράς.[9]

Η εισβολή των ναζιστικών στρατευμάτων τον Μάιο του 1940 στο Βέλγιο διέκοψε την κυκλοφορία του Le Journal de Spirou, αλλά τον Αύγουστο του ίδιου έτους το περιοδικό επανήλθε. Λίγο αργότερα, τον Οκτώβριο, τον τίτλο ανέλαβε ο Ζοζέφ Ζιλάν, γνωστός ως Ζιζέ.[10] Το 1943 οι Rob-Vel και Ντιμουλέν, που συνεισέφεραν σποραδικά στη σειρά, πούλησαν τα δικαιώματα στην Dupuis, φαινόμενο σπάνιο για τα δεδομένα των γαλλοβελγικών κόμικς.[7] Το ίδιο έτος, το περιοδικό απαγορεύτηκε μετά την άρνηση της εκδοτικής να δεχθεί Γερμανό διαχειριστή.[11]

Προσπαθώντας να παρακάμψει την απαγόρευση, η Dupuis εξέδωσε δύο ειδικά τεύχη, αλλά το Le Journal de Spirou επανήλθε στην κανονικότητα στις 5 Οκτωβρίου 1944, μετά την απελευθέρωση της χώρας.[2] Το 1944, μετά από υπόδειξη του αρχισυντάκτη του περιοδικού Ζαν Ντουαζύ, ο Ζιζέ πρόσθεσε στο πλάι του Σπιρού τον Φαντάζιο. Στην πραγματικότητα, ο χαρακτήρας αυτός είναι δημιούργημα του Ντουαζύ, που τον χρησιμοποιούσε σε μια στήλη του περιοδικού.[12] Από το 1946, το Le Journal de Spirou άρχισε να διανέμεται και στη Γαλλία.[13] Το ίδιο έτος, ενώ η ιστορία La maison préfabriquée βρισκόταν σε εξέλιξη, ο Ζιζέ αποφάσισε να ταξιδέψει ανά τον κόσμο και όρισε τον Αντρέ Φρανκέν, ως τον συνεχιστή του.[2] Παρόλα αυτά, ο Ζιζέ θα επανερχόταν αργότερα ως σχεδιαστής δύο ακόμη επεισοδίων (Comme une mouche au plafond (Σαν μια μύγα στο ταβάνι) – 1949 και Spirou et les hommes-grenouilles (Ο Σπιρού και οι Βατραχάνθρωποι) – 1951).

Η εποχή του Φρανκέν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη ολοκληρωμένη ιστορία του νέου κομίστα πάνω στον τίτλο είναι το Fantasio et son tank (1946). Ο Φρανκέν, συχνά συνεργαζόμενος με διάφορους σεναριογράφους και σχεδιαστές (Υβάν Ντελπόρτ, Greg, Roba κ.ά.), δημιούργησε μεγαλύτερες και πιο περίτεχνες ιστορίες. Παράλληλα, πρόσθεσε πολλούς δευτερεύοντες χαρακτήρες. Μερικοί από τους σημαντικότερους είναι ευφυής επιστήμονας Κόμης ντε Μανιταριάκ (Comte de Champinac), ο μεγαλομανής κακός Ζοργκλούμπ (Zorglub) και ο Ζαντάφιο (Zantafio), ο εγκληματίας ξάδελφος του Φαντάζιο.

Τοιχογραφία των Μαρσουπιλαμί

Μία από τις πιο διάσημες φιγούρες είναι το Μαρσουπιλαμί, που έκανε την εμφάνισή του το 1952 στην ιστορία Spirou et les héritiers (Ο Σπιρού και οι κληρονόμοι). Πρόκειται για ένα θηλαστικό της τάξης των μονοτρημάτων με χαρακτηριστική ουρά πολλών μέτρων, το οποίο ζει στην Παλομπία, μια φανταστική χώρα της Νοτίου Αμερικής.[14] Το Μαρσουπιλαμί γνώρισε τεράστια αποδοχή από το κοινό και συνόδεψε το δίδυμο σε πολλές περιπέτειες. Τον Φεβρουάριο του 1957, εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο Γκαστόν (Gaston Lagaffe). Αρχικά δεν ανήκε στους χαρακτήρες της σειράς, αλλά εμφανιζόταν στο περιθώριο της ύλης περιοδικού.[15] Σύντομα, ο ονειροπόλος και γκαφατζής αυτός ήρωας, εντάχθηκε στον τίτλο, είτε με cameo εμφανίσεις, είτε με μεγαλύτερη συμμετοχή, όπως στο La Foire aux gangsters (1958).

Η περίοδος του Φρανκέν αναφέρεται ευρέως ως η καλύτερη και πιο επιτυχημένη περίοδος του Σπιρού και Φαντάζιο,[3][16][17] που μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 είχε αναδειχθεί σε μια από τις πιο ευπώλητες σειρές της Ευρώπης.[18] Ο Φρανκέν μετέτρεψε τους χαρακτήρες σε πολυταξιδεμένους ρεπόρτερ, και αμφισβήτησε, ιδιαίτερα με την προσθήκη του Γκαστόν, τους στερεοτυπικούς καλούς ήρωες.[8] Επιπροσθέτως, χωρίς να απεμπολήσει τη διάχυτη αισιοδοξία της δεκαετίας του 1950, σε ορισμένες περιπέτειες (π.χ. Le dictateur et le champignon (Ο Δικτάτορας και το Μανιτάρι) – 1953-1954, QRN sur Bretzelburg – 1961-1963) έθιξε θέματα όπως οι δικτατορίες και ο Ψυχρός Πόλεμος.[16]

Από τον Φουρνιέ στους Tome και Janry[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχοντας αφοσιωθεί στον χαρακτήρα του Γκαστόν, που εν τω μεταξύ είχε αποκτήσει τον δικό του τίτλο, ο Φρανκέν αποφάσισε να παραδώσει το Σπιρού και Φαντάζιο σε κάποιον άλλο καλλιτέχνη. Έγιναν συζητήσεις με διάφορους δημιουργούς, όπως ο Ντανιέλ Γκουσένς και ο Πιέρ Σερόν, αλλά ο ίδιος ο Φρανκέν επέλεξε τον Ζαν-Κλωντ Φουρνιέ.[19] Αρχής γενομένης το 1969 με το Le Faiseur d'or, ο Φουρνιέ εκσυγχρόνισε την εμφάνιση των ηρώων (ακολουθώντας την τότε μόδα των μακριών μαλλιών[20]) και εισήγαγε πολλούς νέους χαρακτήρες, μεταξύ των οποίων ο Ιάπωνας μάγος Itoh Kata και η ρεπόρτερ Ororéa. Ακολουθώντας την τάση του Φρανκέν για κοινωνικό σχολιασμό, έθιξε ζητήματα της εποχής, όπως αυτό της πυρηνικής ενέργειας στην ιστορία L'Ankou (1976).[18] Ωστόσο, δεν αντέγραψε το σχεδιαστικό στυλ του προκατόχου του, υιοθετώντας μια γραφιστική με περισσότερες καμπύλες.[20] Η δουλειά του Φουρνιέ θεωρείται αξιόλογη, μολονότι βρίσκεται στη σκιά των ιστοριών του Φρανκέν.[21]

Αριστερά ο Tome, δεξιά ο Janry

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η Dupuis αναζητούσε καινούργιους δημιουργούς για να αντικαταστήσουν τον Φουρνιέ. Κατέληξε στους Ραούλ Κωβέν και Νικ Μπροκά, οι οποίοι δημιούργησαν τις ιστορίες La Ceinture du grand froid (Η ζώνη του μεγάλου ψύχους) (1981), La Boîte noire (Το μαύρο κουτί) (1982) και Les Faiseurs de silence (1982), αλλά δεν είχαν ιδιαίτερη ανταπόκριση.[19] Παράλληλα, ωστόσο, πάνω στους χαρακτήρες εργάζονταν από τη μία ο Υβ Σαλάν και από την άλλη το δίδυμο Tome και Janry. Η ιστορία του Σαλάν, Cœurs d'acier (1982), έμεινε ημιτελής στο περιοδικό και κυκλοφόρησε το 1990 ως ανεξάρτητο έργο, από την εκδοτική Champaka.[20]

Όταν οι Tome και Janry ανέλαβαν και επισήμως τη σειρά, οι ιστορίες έγιναν ιδιαίτερα αυτοαναφορικές.[19] Εμπνευσμένοι από τη δουλειά του Φρανκέν, έφεραν ένα νέο αέρα στη σειρά, χρησιμοποιώντας παλιούς χαρακτήρες που είχαν παροπλιστεί από τους προηγούμενους δημιουργούς και αγγίζοντας θέματα όπως η βιοτεχνολογία και η ρομποτική. Ταυτόχρονα, δημιούργησαν τη σειρά Le Petit Spirou (1987), η οποία αφηγείται τις περιπέτειες του Σπιρού στην παιδική ηλικία και σταδιακά απέκτησε μεγάλο αναγνωστικό κοινό. Το δίδυμο παρέμεινε στον κεντρικό τίτλο για περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια και η επιτυχία τους έχει συγκριθεί με αυτή της περιόδου του Φρανκέν, καθώς προσέλκυσαν πολλούς νέους αναγνώστες.[22] Ωστόσο, η τελευταία τους ιστορία, Machine qui rêve (1998) διέφερε ριζικά, με πλοκή πιο σκοτεινή και σχέδιο πιο ρεαλιστικό.[19] Επήλθαν πολλές αντιδράσεις και οι πωλήσεις μειώθηκαν σε σημαντικό ποσοστό, με αποτέλεσμα οι δημιουργοί να επικεντρωθούν στο Le Petit Spirou.[23]

21ος αιώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σπιρού όπως τον σχεδιάζει ο Yoann

Από το 2004 έως το 2007, τη σειρά ανέλαβαν οι Ζαν-Νταβίντ Μορβάν και Χοσέ Λουίς Μουνουέρα.[19] Τα άλμπουμ, επηρεασμένα από την αισθητική των μάνγκα, δεν έλαβαν καλές κριτικές και οι χαμηλές πωλήσεις οδήγησαν την Dupuis σε λήξη της συνεργασίας με τους δύο δημιουργούς, τον Ιανουάριο του 2007.[24] Ωστόσο, τους δόθηκε η δυνατότητα να ολοκληρώσουν την ιστορία Aux sources du Z, που κυκλοφόρησε το 2008, με τη συμβολή του σεναριογράφου Yann.

Τον Ιανουάριο του 2009, η Dupuis ανακοίνωσε ότι ανέθεσε τα δημιουργία νέων άλμπουμ στον σεναριογράφο Φαμπιάν Βελμάν και τον σχεδιαστή Yoann.[24] Οι ιστορίες τους έχουν λάβει αρκετά καλές κριτικές.[25]

Σε άλλες γλώσσες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Dictionnaire de la Bande dessinée. Encyclopædia Universalis. 2015. ISBN 9782341002301. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Gaumer (2006), σελ. 182.
  3. 3,0 3,1 Rose, Cynthia (11 Σεπτεμβρίου 2015). «The Belgians Who Changed Comics». www.tcj.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2017. 
  4. Pasamonik, Didier (16 Ιανουαρίου 2013). «Spirou, quelle histoire !». www.actuabd.com (στα Γαλλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2017. 
  5. State, Paul F. (2015). Historical Dictionary of Brussels. Lanham: Rowman & Littlefield. σελ. 115. ISBN 9780810879218. 
  6. Tomblaine (2014), σελ. 6.
  7. 7,0 7,1 Le Sueur, Alec (2014). Bottoms up in Belgium: Seeking the High Points of the Low Land. Cork: Summersdale Publishers LTD. ISBN 9781783720484. 
  8. 8,0 8,1 Screech (2005), σελ. 74.
  9. Gaumer (2006), σελ. 180.
  10. Gaumer (2006), σσ. 180-181.
  11. Miller (2007), σ. 18.
  12. Goupil, Jacky (1984). Livre d'or Franquin. Hounoux: SEDLI. σελ. 8. ISBN 2867250021. 
  13. Miller (2007), σελ. 19.
  14. Screech (2005), σελ. 56.
  15. Miller (2007), σελ. 20.
  16. 16,0 16,1 Gaumer (2006), σελ. 183.
  17. Brienza, Casey· Johnston, Paddy (2016). Cultures of Comics Work. New York, NY: Springer. σελ. 163. ISBN 9781137550903. 
  18. 18,0 18,1 Brown, Penelope E. (2011). A Critical History of French Children's Literature: Volume Two: 1830-Present. Routledge. σελ. 209. ISBN 9781135871949. 
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 19,4 Tomblaine (2014), σελ. 7.
  20. 20,0 20,1 20,2 Gaumer (2006), σελ. 184.
  21. Albray, Patrick (28 Απριλίου 2004). «Thierry Tinlot, Rédacteur en chef de Spirou». www.actuabd.com (στα Γαλλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2017. 
  22. Chabannes, Jean-Sébastien (14 Ιουνίου 2014). «Janry (Le Petit Spirou) : « Je regrette parfois que mon encrage ne soit pas un peu plus fou, plus accidenté, plus surprenant ! »». www.actuabd.com (στα Γαλλικά). Ανακτήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 2017. 
  23. Anspach, Nicolas· Pasamonik, Didier (9 Ιουνίου 2005). «Tome s'explique sur l'abandon de Spirou & Fantasio». www.actuabd.com (στα Γαλλικά). Ανακτήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 2017. 
  24. 24,0 24,1 Tomblaine (2014), σελ. 8.
  25. Anspach, Nicolas (27 Σεπτεμβρίου 2010). «Yoann & Vehlmann : "Nous voulions revenir aux fondamentaux, car Spirou a été notre guide, notre repère !"». www.actuabd.com (στα Γαλλικά). Ανακτήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 2017. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]