Πόλεμος της Πείνας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πόλεμος της Πείνας
Πολωνικοί-Τευτονικοί Πόλεμοι
ΧρονολογίαΘέρος 1414
ΤόποςΜοναστικό Κράτος των Τευτόνων Ιπποτών
ΈκβασηΔιαμεσολάβηση στη Σύνοδο της Κωνσταντίας
Αντιμαχόμενοι
Τευτονικό Τάγμα και μισθοφόροι
Ηγετικά πρόσωπα
Γιογκάιλα (Βλαδίσλαος Γιαγκελόν), Βιτάουτας

Ο Πόλεμος της Πείνας[1] ή Πόλεμος του Λοιμού[2] ήταν σύντομη πολεμική σύγκρουση μεταξύ των μεταξύ τους συμμάχων Βασιλείου της Πολωνίας και του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας, εναντίον των Τευτόνων Ιπποτών το καλοκαίρι του 1414 σε μια προσπάθεια διευθέτησης εδαφικών διαφορών. Ο πόλεμος έλαβε την ονομασία του λόγω της καταστροφικών τακτικών της καμμένης γης που ακολούθησαν και οι δύο εμπλεκόμενες πλευρές. Αν και ο ίδιος ο πόλεμος ολοκληρώθηκε χωρίς κάποιο ιδιαίτερο αποτέλεσμα σε πολιτικό επίπεδο, ωστόσο, ο λιμός και η πανώλη εξαπλώθηκαν ανά την Πρωσία. Σύμφωνα με τον Γιόχαν φον Πόσιλγκε, 86 ιππότες του Τευτονικού Τάγματος πέθαναν από πανώλη μετά το πέρας του πολέμου.[3] Ως μέτρο σύγκρισης, περίπου 400 ιππότες σκοτώθηκαν στη Μάχη του Γκρούνβαλντ το 1410, μία από τις μεγαλύτερες μάχες στη μεσαιωνική Ευρώπη.[1]

Πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τον Πολωνικό-Λιθουανικό-Τευτονικό Πόλεμο της περιόδου 1410–1411, δεν είχαν διευθετηθεί όλες οι διαφορές που υφίσταντο μεταξύ του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας και των Τευτόνων Ιπποτών. Σημαντικότερη των αδικιών αυτών ήταν η συνοριογραμμή μεταξύ των περιοχών της Σαμογιτίας και της Πρωσίας. Ο Μέγας Δούκας της Λιθουανίας, Βιτάουτας ο Μέγας απαίτησε ολόκληρη τη δεξιά όχθη του Ποταμού Νέμαν συμπεριλαμβανομένης της πόλης του Μέμελ (Κλαϊπέντα). Οι Ιππότες απαίτησαν, από την πλευρά τους, μετά τον θάνατο των Βιτάουτας και Γιογκάιλα, Βασιλιά της Πολωνίας, η Σαμογιτία να περάσει στην κυριότητά τους.[4] Ο Σιγισμόνδος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας συμφώνησε να μεσολαβήσει στην αντιπαράθεση και όρισε τον Μπένεντικτ Μάκρα να λάβει γνώση της επιχειρηματολογίας των δύο πλευρών. Στις 3 Μαΐου 1413, ο Μπένεντικτ έλαβε την απόφαση και αναγνώρισε την παραχώρηση της δεξιάς όχθης του ποταμού Νέμαν, συμπεριλαμβανομένου του Μέμελ, στη Λιθουανία.[4] Οι Ιππότες αρνήθηκαν να αποδεχτούν την απόφαση αυτή και ο Μέγας Μάγιστρος των Τευτόνων, Χάινριχ φον Πλάουεν, διέταξε τα τευτονικά στρατεύματα να εισβάλουν στη Βόρεια Πολωνία. Ο στρατός, υπό την ηγεσία του Μίχαελ Κούχμαϊστερ φον Στέρνμπεργκ, επέστρεψε στην Πρωσία έπειτα από μόλις 16 ημέρες εκστρατείας.[5] Οι ιππότες δεν πίστευαν ότι το Τάγμα, ακόμη προσπαθώντας να συνέλθει από την ήττα του στη Μάχη του Γκρούνβαλντ το 1410, βρισκόταν σε θέση για έναν ακόμη πόλεμο με την Πολωνία.[1] Ο Κούχμαϊστερ καθαίρεσε τον φον Πλάουεν κι έγινε ο ίδιος Μεγάλος Μάγιστρος. Επιχείρησε να εκκινήσει εκ νέου τις διαπραγματεύσεις με την Πολωνία τον Μάιο του 1414.[6] Καθώς ο Βασιλιάς Γιογκάιλα απαίτησε την επαναφορά του φον Πλάουεν στην ηγεσία του Τάγματος και απέρριψε οποιαδήποτε προσπάθεια συμβιβασμού, οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν.[7]

Ο πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα στρατεύματα του Βασιλιά Γιογκάιλα και του Μέγα Δούκα Βιτάουτας εισέβαλαν στην Πρωσία, την οποία και κυβερνούσε το μοναστικό κράτος το καλοκαίρι του 1414. Διέσχισαν το Όστεροντε (Οστρόντα) φτάνοντας μέχρι τη Βάρμια, λεηλατώντας τα χωριά και καίγοντας τις καλλιέργειες.[8] Οι Τεύτονες Ιππότες προτίμησαν να επικεντρώσουν τη γραμμή άμυνάς τους στην περιοχή της Κουλμερλάνδης (Τσέλμνο). Οι Ιππότες παρέμειναν στα κάστρα τους, αρνούμενοι να δώσουν μάχη σε ανοιχτό χώρο, καθώς αντελήφθησαν την ανωτερότητα των Πολωνών και των Λιθουανών σε μάχες σε ανοιχτό πεδίο.[9] Ο Κούχμαϊστερ ακολούθησε τακτικές καμμένης γης ελπίζοντας να στερήσει από τα στρατεύματα των εισβολέων τρόφιμα και προμήθειες. Αυτού του είδους οι τακτικές αργότερα οδήγησαν σε λιμό και πανώλη στην περιοχή.[9] Οι εισβολείς ήταν ανίκανοι ή δεν επιθυμούσαν να πετύχουν μια καίριας σημασίας στρατηγική νίκη μέσω της μακροχρόνιας πολιορκίας των κάστρων των Τευτόνων. Ο Παπικός λεγάτος, Γουλιέλμος της Λωζάνης, πρότεινε την επίλυση της σύγκρουσης μέσω της διπλωματικής οδού και μία διετής εκεχειρία υπεγράφη στο Στράσμπουργκ (σημερινή Μπρόντνιτσα) τον Οκτώβριο.[10] Ο Γιογκάιλα και ο Βιτάουτας συμφώνησαν μεταξύ τους να θέσουν το ζήτημα ενώπιον της Συνόδου της Κωνσταντίας.[4] Ωστόσο, οι εδαφικές αμφισβητήσεις δεν επιλύθηκαν παρά μόνο με το Σύμφωνο του Μέλνο το 1422.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Christiansen, Eric (1997). The Northern Crusades (2η έκδοση). Penguin Books. σελίδες 228, 230–231. ISBN 0-14-026653-4. 
  2. Mickūnaitė, Giedrė (2006). Making a great ruler: Grand Duke Vytautas of Lithuania. Central European University Press. σελ. 35. ISBN 978-963-7326-58-5. 
  3. Urban, William (2003). Tannenberg and After. Chicago: Lithuanian Research and Studies Center. σελ. 204. ISBN 0-929700-25-2. 
  4. 4,0 4,1 4,2 Kiaupa, Zigmantas· Jūratė Kiaupienė· Albinas Kunevičius (2000) [1995]. The History of Lithuania Before 1795 (αγγλική έκδοση). Vilnius: Lithuanian Institute of History. σελίδες 142–143. ISBN 9986-810-13-2. 
  5. Urban, William. Tannenberg and After. σσ. 195–196
  6. Ivinskis, Zenonas (1978). Lietuvos istorija iki Vytauto Didžiojo mirties (στα Λιθουανικά). Rome: Lietuvių katalikų mokslo akademija. σελ. 348. 
  7. Urban, William. Tannenberg and After. σελ. 200
  8. Urban, William. Tannenberg and After. σσ. 201–202
  9. 9,0 9,1 Urban, William. Tannenberg and After. σελ. 202
  10. Urban, William. Tannenberg and After. σελ. 205
CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Hunger War της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).