Τευτονικό Τάγμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για το μυθιστόρημα, δείτε: Τεύτονες Ιππότες (μυθιστόρημα).
Τεύτονες Ιππότες
Το έμβλημα του τάγματος
Ενεργό1190–σήμερα
ΠίστηΑγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (1190-1806), Παπισμός
ΤύποςΚαθολικό χριστιανικό τάγμα
ΑρχηγείοΆκρα (1192–1291)
Βενετία (1291–1309)
Μάριενμπουργκ (1309–1466)
Κένιγκσμπεργκ (1466–1525)
Μέργκεντχαϊμ (1525–1809)
Βιέννη (1809–σήμερα)
ΨευδώνυμοΓερμανικό Τάγμα
ΠροστάτηςΗ Παρθένος Μαρία, η Αγία Ελισάβετ της Ουγγαρίας, και ο Άγιος Γεώργιος
ΧρώματαΛευκός μανδύας με μαύρο σταυρό
Διοίκηση
Πρώτος Μέγας ΜάγιστροςΧάινριχ Γουάλποτ φον Μπάσενχεϊμ
Σημερινός Μέγας ΜάγιστροςΜπρούνο Πλάτερ
Διακριτικά
Σημαία

Οι Τεύτονες Ιππότες (λατινικά: Ordo domus Sanctæ Mariæ Theutonicorum Hierosolymitanorum), είναι αποστρατιωτικοποιημένο γερμανικό ιπποτικό τάγμα.

Έχει την καταγωγή του στους Ναΐτες Ιππότες, ωστόσο η αφορμή για τη δημιουργία του ήταν παρόμοια με αυτή των Ιωαννιτών: το τάγμα δημιουργήθηκε αρχικά την περίοδο της Γ΄ Σταυροφορίας ως προσωπικό ενός νοσοκομείου που στήθηκε από Γερμανούς εμπόρους και προσκυνητές στην Άκρα, για να προσφέρει υπηρεσίες περίθαλψης και ξεκούρασης στους τραυματίες και ταλαιπωρημένους Γερμανούς που μετείχαν στην πολιορκία της πόλης.

Με την κατάληψη της Άκρας, οι ιδρυτές του νέου Ξενώνα έλαβαν μια μόνιμη περιοχή στην Άκρα (το αρχικό πρόχειρο κτίσμα είχε στηθεί έξω από την πόλη στο στρατόπεδο των πολιορκητών) και υπό την κηδεμονία του δούκα Φρειδερίκου Γ΄ δούκα της Σουαβίας, άρχισαν να οργανώνονται σε κανονικό ιπποτικό τάγμα, το οποίο αναγνωρίστηκε σε χρόνο ρεκόρ αφού μόλις την επόμενη χρονιά ο πάπας αναγνώρισε το τάγμα ως ecclesiae Santa Mariae Hiersolymitanae Theutonicorum fratrum, αλλά στρατιωτικό-ιπποτικό τάγμα έγινε επτά χρόνια αργότερα, ακολουθώντας το παράδειγμα των Ναϊτών, με τους οποίους διατηρούσαν στενούς δεσμούς και συνέχισαν να διατηρούν και στα επόμενα χρόνια. Το όνομα του τάγματος μετά τη στρατιωτικοποίησή του (1198) διαμορφώθηκε σε Ordo domus Sancta Maria Τheutonicorum Ierosolimatanorum, δηλαδή "Τάγμα του γερμανικού οίκου (νοσοκομείου) της Αγίας Μαρίας των Ιεροσολύμων". Λόγω του ότι ήταν εθνικό τάγμα, δηλαδή αφορούσε μόνο στους Γερμανούς, σύντομα αναφερόταν απλώς ως "γερμανικό τάγμα", Deutscher Orden. Η λέξη "Τεύτονας" είναι απλώς το όνομα των Γερμανών στα Λατινικά.

Ο ανθρωπιστικός χαρακτήρας του Τευτονικού Τάγματος επιβίωσε ακόμη λιγότερο απ' ό,τι των Ιωαννιτών και ουσιαστικά στη δεύτερη δεκαετία του περίφημου μαγίστρου, Χέρμαν φον Ζάλτσα (Hermann von Salza, 1209-1239), είχε εξελιχθεί σε ένα αμιγώς στρατιωτικό τάγμα, ακόμη πιο ξεκάθαρα απ' ό,τι οι Ναΐτες (που είχαν πάντα πολύ περισσότερες οικονομικού χαρακτήρα υπηρεσίες).

Η παρουσία των Τευτόνων δεν ήταν τόσο ισχυρή στη Μ. Ανατολή όσο αυτή των Ναϊτών και των Ιωαννιτών, ωστόσο η σημασία τους αναβαθμίστηκε δραματικά, όταν ο φον Ζάλτσα αναβαθμίστηκε σε πρίγκιπα της Αυτοκρατορίας και κατά την παραμονή του στους Αγίους Τόπους ήταν συνεχώς περιτριγυρισμένος από τους λευκοντυμένους ιππότες με τον ευδιάκριτο μαύρο σταυρό. Τον ίδιο καιρό οι Τεύτονες κυριάρχησαν στο κάστρο Μονφόρ, το οποίο κράτησαν για πέντε δεκαετίες, μέχρι την κατάκτησή του από τους μουσουλμάνους (1271). Γι' αυτό το διάστημα ήταν το αρχηγείο του τάγματος. Ταυτόχρονα, οι Τεύτονες είχαν αρχίσει να λαμβάνουν σημαντικές προσφορές σε γαίες στη Γερμανία, την Ιταλία αλλά και στην Ελλάδα.

Οι Τεύτονες υπό ξένους ηγεμόνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βάσεις του Τάγματος στην Ουτρεμέρ έως το 1291

Παρόλ' αυτά, οι Τεύτονες δεν είχαν την ίδια ισχύ στην Ουτρεμέρ που απολάμβαναν οι Ναΐτες και οι Ιωαννίτες - η λατινική Μ. Ανατολή ήταν πρωτίστως φραγκική και οι Γερμανοί χρειάζονταν τους δικούς τους "ιερούς τόπους". Η ευκαιρία για να επεκτείνουν την παρουσία τους στην Ευρώπη τους δόθηκε αρχικά με την κλήση από τον Ανδρέα Β΄ της Ουγγαρίας, που τους παραχώρησε περιουσία στην Τρανσυλβανία, με αντάλλαγμα τις υπηρεσίες στην άμυνα της ηγεμονίας του έναντι των επιδρομέων Κουμάνων. Οι Τεύτονες όμως δεν επιθυμούσαν να είναι υποτελείς κανενός ηγεμόνα και ζήτησαν από τον πάπα να τους απαλλάξει από το βασιλικό όρκο υποτέλειας στον Ανδρέα. Παράλληλα, επέδειξαν ιδιαίτερα αισχρή συμπεριφορά τόσο απέναντι στον ηγεμόνα που τους φιλοξενούσε όσο και, ιδιαίτερα στους υπηκόους του, που υποτίθεται ότι προστάτευαν. Σύντομα ο Ανδρέας, απηυδισμένος, τους έδιωξε κακήν-κακώς από την επικράτειά του. Όσοι απέμειναν και μαζί με άλλους Σάξονες που ήλθαν αργότερα αποτέλεσαν τους Σάξωνες της Τρανσυλβανίας. Αυτοί αφού εγκαταστάθηκαν σε πόλεις κομβικά σημεία όπως το Σίμπιου, το Μπρασόβ και η Σιγκισιόρα κατάφεραν να ελέγξουν το εμπόριο. Η σημερινή μικρή μειονότητα Γερμανών στην Τρανσυλβανία εξακολουθεί να ασχολείται με το εμπόριο και να έλκει την καταγωγή της από τους σκληρούς Τεύτονες. Οι υπόλοιποι Τεύτονες που έφυγαν από την Τρανσυλβανία συνέχισαν να αναζητούν τη δική τους Ουτρεμέρ και σύντομα θα την έβρισκαν.

Ο τέταρτος κατά σειρά μάγιστρος του τάγματος, Χέρμαν φον Ζάλτσα

Ο νέος «εργοδότης» τους ήταν ο Κορράδος Α΄ δούκας της Μαζοβίας, ο οποίος, παρότι είχε ακούσει πολλά για το χαρακτήρα και την άπληστη φύση των Τευτόνων, τους κάλεσε να τον βοηθήσουν στην υποταγή των Πρώσσων, έχοντας ακούσει εξίσου πολλά για τις πολεμικές τους ικανότητες. Ο Κορράδος Α΄, που ήταν εθνικά Πολωνός, άνοιγε στην περίπτωση αυτή το κουτί της Πανδώρας για τους συμπατριώτες του, που για δύο αιώνες θα υπέφεραν πολλά από τους λευκοντυμένους Γερμανούς ιππότες.

Οι Τεύτονες είδαν στην Πρωσία πολλές δυνατότητες και την ευκαιρία να απαλλαγούν από την "ενοχλητική" επικυριαρχία του ενός ή του άλλου ηγεμόνα και να δημιουργήσουν το δικό τους κράτος. Για το σκοπό αυτό, έλαβαν την άδεια του Γερμανού αυτοκράτορα (της κεφαλής της "Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας") και προχώρησαν με βάση το φέουδο που τους είχε παραχωρήσει ο Κορράδος Α΄ στη Βορειοδυτική Πολωνία, στην κατάληψη της Πρωσίας. Οι τρομακτικές σφαγές, που είχαν ως αποτέλεσμα την εξολόθρευση της μεγάλης πλειονότητας των ντόπιων πληθυσμών, κράτησαν σχεδόν πενήντα χρόνια. Παρά τις παπικές παραινέσεις για εξασφάλιση περισσότερων πιστών μέσω προσηλυτισμού, οι Τεύτονες πολύ λίγο ενδιαφερόταν να φέρουν τους ντόπιους παγανιστές στον "δρόμο του Χριστού". Αντίθετα ως "άπιστοι" είχαν περισσότερη αξία, καθώς τους χρησιμοποιούσαν ως σκλάβους (οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να έχουν χριστιανούς σκλάβους).

Το 1309, το αρχηγείο του Τάγματος μεταφέρθηκε και επίσημα στην Πρωσία, στο επιβλητικό "κόκκινο κάστρο" του Μαρίενμπουργκ, στα νότια του σημερινού Γκντανσκ (Γερμανικά: Ντάντσιχ). Οι Τεύτονες είχαν εξολοθρεύσει ή υποδουλώσει το σύνολο των ντόπιων, οπότε για να αποκτήσουν, όπως όλα τα κράτη, υπηκόους, μετέφεραν στην Πρωσία πολλούς συμπατριώτες τους Γερμανούς εποίκους. Με τον τρόπο αυτό δημιούργησαν ένα πραγματικό κάστρο, μεγαλύτερο από εκείνο του έτερου ιπποτικού τάγματος, των Ιωαννιτών, που επίσης είχαν προχωρήσει σε παρόμοια κίνηση στα Δωδεκάνησα. Μία σειρά από κάστρα, που επανδρωνόταν από λίγους αδελφούς ιππότες και πολύ περισσότερους σεργέντους, ακόλουθους και μισθοφόρους, εξασφάλιζαν την προστασία του νεόκοπου κρατικού μορφώματος από τους "άπιστους" γείτονες, με τους οποίους οι Τεύτονες βρίσκονταν σε διαρκή πόλεμο.

Η "πορεία προς Ανατολάς" και η παρακμή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βάσεις του Τάγματος στην Ευρώπη το 1300

Ωστόσο, οι Τεύτονες ως καθαρά επεκτατική δύναμη, προσπάθησαν να απλώσουν την κυριαρχία τους πολύ περισσότερο. Η προσπάθεια τους έγινε γνωστή ως "drang nach osten", δηλαδή "πορεία προς Ανατολάς". Στο πλαίσιο αυτής, οι Τεύτονες απορρόφησαν το Λιβονικό (στελεχωμένο επίσης με Γερμανούς) "Τάγμα του Ξίφους", το οποίο έλεγχε περιοχές της Λιβονίας και της Εσθονίας, και στη συνέχεια η επιρροή τους εξαπλώθηκε ανατολικότερα, στη Βαλτική.

Η επέκταση αυτή των Τευτόνων βοήθησε ώστε να αναπτυχθεί στη Βαλτική το εμπόριο μεταξύ των Γερμανικών πόλεων και να δημιουργηθεί μια συντεχνία-ένωση γνωστή ως Χανσεατική Ένωση. Η προσπάθεια για υποταγή ακόμη και του βασιλείου των Ρώσων (ηγεμονία του Νόβγκοροντ) απέτυχε, αφού ο περίφημος Ρώσος ηγεμόνας, Αλέξανδρος Νιέφσκι, επικεφαλής του στρατού του, κέρδισε μία αποφασιστική νίκη έναντι των Τευτόνων, το 1242, στην παγωμένη λίμνη Πέιπους, η οποία έμεινε γνωστή και ως Μάχη των Πάγων. Οι Τεύτονες συνέχισαν την προς Ανατολάς πολιτική τους, έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β' Χοενστάουφεν και της Καθολικής Εκκλησίας, με την προσπάθεια υποταγής της Λιθουανίας. Ωστόσο, η Λιθουανία ασπάστηκε το χριστιανισμό το 1386 και έτσι αφαίρεσε το πρόσχημα της "σταυροφορίας" από τους Τεύτονες. Αυτοί όμως δεν πτοήθηκαν και συνέχισαν τις επιχειρήσεις τους ενάντια στους Λιθουανούς. Οι τελευταίοι, συνασπισμένοι με τους Πολωνούς, συνέτριψαν τους Τεύτονες, στην περίφημη μάχη του Τάννενμπεργκ, η οποία σήμανε το τέλος των Τευτόνων ως επεκτατικής δύναμης. Η παρακμή του τάγματος ήταν πλέον ορατή και το 1466 αναγκάστηκε να αποδεχτεί τα δικαιώματα των Πολωνών στη Δυτική Πρωσία. Ωστόσο, έμελλε το "κύκνειο άσμα" του τάγματος να είναι μιας ιστορικής σημασίας κίνηση: ο Μέγας Μάγιστρος του τάγματος, ο Αλβέρτος της Πρωσσίας, του οίκου των Χοεντσόλερν, έγινε ο ιδρυτής και πρώτος Δούκας του Πρωσικού Δουκάτου, το οποίο μετά από μερικούς αιώνες έμελλε να εξελιχθεί στην κυριότερη γερμανική δύναμη. Άλλωστε υπό την Πρωσία ενώθηκαν για πρώτη φορά τα γερμανικά κρατίδια σε ένα έθνος, το 1871. Το τάγμα εξακολουθεί να υφίσταται, μέχρι σήμερα, με έδρα τη Βιέννη.

Κανόνες του τάγματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη προσπάθειά τους να καταπολεμήσουν τα πάθη τους, τα μέλη του τάγματος υποβάλλονταν σε αυστηρό καθεστώς πειθαρχίας και αυταπάρνησης. Κάθε υποψήφιος μοναχός ασκούνταν να δαμάσει τους σαρκικούς του πειρασμούς: διάλεγε την ομορφότερη κοπέλα που μπορούσε να βρει και κοιμόταν μαζί της επί έναν ολόκληρο χρόνο, χωρίς να την αγγίξει. Τα μέλη του τάγματος δεν είχαν ιδιοκτησία. Δέχονταν ένα σπαθί και πανοπλία, ένα παντελόνι, δύο ζευγάρια μπότες, ένα χιτώνα, ένα στρώμα, μια κουβέρτα, μια σύνοψη προσευχών κι ένα μαχαίρι, αλλά όλα αυτά, όπως και τα άλογα που μπορούσαν να έχουν, ανήκαν στο τάγμα. Απαγορευόταν η συναναστροφή με λαϊκούς, ενώ έπρεπε να παραμένουν σιωπηλοί στα γεύματα, τον κοιτώνα, κατά την πορεία και στο αποχωρητήριο. Δεν τους επιτρέπονταν οι κονταρομαχίες, παρά μόνο το κυνήγι ζώων, όπως του λύκου, της αρκούδας και του λύγκα, χωρίς ωστόσο τη βοήθεια λαγωνικών. Η μόνη επιτρεπτή ψυχαγωγία ήταν η ξυλογλυπτική. Τα μαλλιά έπρεπε να είναι κοντά, αλλά οι γενειάδες επιτρέπονταν. Κοιμόντουσαν με το πουκάμισο, το παντελόνι, τις μπότες και το ξίφος στο χέρι. Έπρεπε, επίσης, να σηκώνονται τέσσερις φορές μέσα στη νύχτα για να συμμετάσχουν σε ακολουθίες, Τις Παρασκευές υποβάλλονταν σε αυτό-μαστίγωμα, ώσπου το σώμα τους να ματώσει. Απαγορευόταν η κατανάλωση κρέατος στη διάρκεια της Σαρακοστής, κατά το μεγαλύτερο μέρος του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου, τις 20 ειδικές μέρες νηστείας, καθώς και κάθε Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο, όλο το χρόνο. Το διαιτολόγιο των αδελφών-μοναχών περιλάμβανε συνήθως αβγά, γάλα, χυλό και νερό.

Το κάστρο Μαρίενμπουργκ

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Περιοδικό Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία, τεύχος 26
  • Time-Life Παγκόσμια Ιστορία, Τόμος 10, Εκδόσεις Κ. Καπόπουλος

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύνδεσμοι σχετικοί με το σημερινό Τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών:
Σύνδεσμοι σχετικοί με την ιστορία των Τευτόνων Ιπποτών:
Άλλοι σύνδεσμοι: