Πραιτωριανή Φρουρά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Πραιτωριανή Φρουρά (Λατινικά: Cohortēs Praetōriae) ήταν μία μονάδα του Αυτοκρατορικού Ρωμαϊκού στρατού, που τα μέλη της χρησίμευαν ως προσωπικοί σωματοφύλακες και πράκτορες πληροφοριών για τους Ρωμαίους Αυτοκράτορες. Κατά τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, η Πραιτωριανή Φρουρά ήταν συνοδός υψηλόβαθμων πολιτικών αξιωματούχων (συγκλητικών και διευθυντών, procuratores) και σωματοφύλακες των ανώτερων αξιωματικών των ρωμαϊκών λεγεώνων. Το έτος 27 π.Χ., μετά τη μετάβαση της Ρώμης από Δημοκρατία σε Αυτοκρατορία, ο πρώτος Αυτοκράτορας της Ρώμης, ο Οκταβιανός Αύγουστος, όρισε τους Πραιτωριανούς ως προσωπική του συνοδεία ασφαλείας. Για τρεις αιώνες, οι φρουροί του Ρωμαίου Αυτοκράτορα ήταν επίσης γνωστοί για τις ανακτορικές μηχανορραφίες τους, με τις οποίες επηρέαζαν την αυτοκρατορική πολιτική. Οι Πραιτοριανοί μπορούσαν να ανατρέψουν έναν Αυτοκράτορα και στη συνέχεια να ανακηρύξουν τον διάδοχό του ως νέον Καίσαρα της Ρώμης. Το 312 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος Α΄ διέλυσε την Πραιτωριανή Φρουρά και κατέστρεψε τους στρατώνες της, τους Στρατώνες των Πραιτωριανών (Castra Praetoria).[1]

Στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας (509–27 π.Χ.) η Πραιτωριανή Φρουρά ξεκίνησε ως σωματοφυλακή των Ρωμαίων στρατηγών. Η πρώτη ιστορική καταγραφή των Πραιτωριανών είναι ως σωματοφύλακες της οικογένειας των Σκιπιώνων, π. το 275 π.Χ. Στρατηγοί με imperium (απεριόριστη εξουσία διοίκησης ενός στρατού) κατείχαν επίσης δημόσιο αξίωμα, είτε ως αξιωματούχοι είτε ως αντικαταστάτες αξιωματούχοι, με το καθένα να έχει ραβδούχους (lictores) για την προστασία τού κατόχου τού αξιώματος. Στην πράξη, τα αξιώματα του Ρωμαίου υπάτου και του ανθυπάτου είχαν 12 ραβδούχους το καθένα, ενώ τα αξιώματα τού πραίτορα και τού αντιπραίτωρα είχαν από 6 ραβδούχους το καθένα. Ελλείψει ορισμένης, μόνιμης προσωπικής σωματοφυλακής, ανώτεροι αξιωματικοί τού πεζικού προστατεύοντο με προσωρινές μονάδες σωματοφυλακής από επιλεγμένους στρατιώτες. Στην Εντεύθεν Ιβηρία (Hispania Citerior), κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Νουμαντίας (134–133 π.Χ.), τον στρατηγό Σκιπίωνα Αιμιλιανό προστάτευε μία μονάδα 500 στρατιωτών από επιθέσεις, που αποσκοπούσαν στη δολοφονία των Ρωμαίων διοικητών πεζικού.

Στο τέλος του έτους 40 π.Χ., δύο από τους τρεις συγκυβερνήτες που αποτελούσαν τη Β΄ Τριανδρία, ο Οκταβιανός και ο Μάρκος Αντώνιος, είχαν Πραιτοριανούς Φρουρούς. Ο Οκταβιανός εγκατέστησε τους Πραιτωριανούς του μέσα στο όριο της πόλης (pomerium), το θρησκευτικό και νομικό όριο της Ρώμης, και αυτή ήταν η πρώτη φορά που τα στρατεύματα ήταν μόνιμα ως φρουρά στη Ρώμη. Στην Ανατολή, ο Mάρκος Αντώνιος διοικούσε τρεις κοόρτες. Το 32 π.Χ. ο στρατηγός Μάρκος Αντώνιος έκοψε νομίσματα προς τιμήν της Πραιτωριανής Φρουράς του. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ορόσιο, ο Οκταβιανός διοικούσε πέντε κοόρτες στη μάχη του Ακτίου το 31 π.Χ. και, στον απόηχο του ρωμαϊκού εμφυλίου πολέμου, ο νικητής Οκταβιανός συνένωσε τις δυνάμεις του με τις δυνάμεις του Μάρκου Αντώνιου, ως σύμβολο της πολιτικής τους επανένωσης. Αργότερα, ως Αύγουστος, ο Οκταβιανός, πρώτος Ρωμαίος Αυτοκράτορας (27 π.Χ.– 14 μ.Χ.), διατήρησε τους Πραιτωριανούς ως αυτοκρατορική σωματοφυλακή του. Έπειτα, στις μεγαλύτερες εκστρατείες του ρωμαϊκού στρατού της ύστερης Δημοκρατίας, η προσωπική μονάδα σωματοφυλακής ήταν ο κανόνας για έναν διοικητή πεζικού. Στο στρατόπεδο, η πραιτωριανή κοόρτη (cohors praetoria), μία ομάδα πραιτοριανών που φρουρούσαν τον διοικητή, ήταν τοποθετημένη κοντά στο πραιτώριον (praetorium), η σκηνή του διοικητή.

Κάτω από την αυτοκρατορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ανάγλυφο με τους Πραιτωριανούς με ένα λάβαρο με αετό που πιάνει έναν κεραυνό μέσα από τα νύχια του, σύμβολο του Jupiter.

Οι λεγεωνάριοι γνωστοί ως Πραιτωριανή Φρουρά ήταν οι πρώτοι επιλεγμένοι βετεράνοι του ρωμαϊκού στρατού, που υπηρετούσαν ως σωματοφύλακες του Αυτοκράτορα. Πρώτα ιδρυμένη από τον Aύγουστο, η Φρουρά τον συνόδευε σε ενεργές εκστρατείες και υπηρετούσαν ως μυστική αστυνομία, προστατεύοντας τις δημόσιες διοικήσεις και το κράτος δικαίου που επιβλήθηκε από τη Σύγκλητο και τον Αυτοκράτορα. Η Πραιτωριανή Φρουρά διαλύθηκε τελικά από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α' τον 4ο αι. Ήταν διαφορετική από την Αυτοκρατορική Γερμανική Σωματοφυλακή (Germani corporis custodes), που παρείχε στενή προσωπική προστασία στους πρώτους Ρωμαίους Αυτοκράτορες.

Επωφελούντο από πολλά πλεονεκτήματα λόγω της στενής εγγύτητάς τους με τον Αυτοκράτορα: οι Πραιτωριανοί ήταν οι μόνοι που γίνονταν δεκτοί, ενώ κρατούσαν όπλα, μέσα στο ιερό σύνορο της Ρώμης, το pomerium.

Η υποχρεωτική υπηρεσία τους ήταν μικρότερης διάρκειας, για παράδειγμα: 12 χρόνια ως Πραιτωριανοί αντί για 16 χρόνια στις λεγεώνες από το έτος 13 π.Χ., και στη συνέχεια έγινε 16 αντί 20 χρόνια το έτος 5 π.Χ. σύμφωνα με τον Τάκιτο.

Η αμοιβή τους ήταν μεγαλύτερη από αυτή ενός λεγεωνάριου. Υπό τον Νέρωνα, η αμοιβή ενός Πραιτωριανού ήταν τρεισήμισι φορές μεγαλύτερη από εκείνη ενός λεγεωνάριου, και αυξανόταν από τις πρόσθετες δωρεές (donativum) ανάρρησης, που χορηγούντο από κάθε νέον Αυτοκράτορα. Αυτή η πρόσθετη αμοιβή ήταν ίση με πολλά χρόνια αμοιβής και επαναλαμβανόταν συχνά σε σημαντικά γεγονότα της Αυτοκρατορίας ή σε εκδηλώσεις που άγγιζαν την αυτοκρατορική οικογένεια: γενέθλια, γεννήσεις και γάμους μελών της. Μεγάλες χρηματικές διανομές ή επιδοτήσεις τροφίμων ανανέωναν και αντιστάθμιζαν την πιστότητα των Πραιτωριανών μετά από κάθε αποτυχημένη απόπειρα συνωμοσίας (όπως αυτή της Μεσσαλίνας εναντίον του Κλαύδιου το 48 μ.Χ. ή του Πίσωνα κατά του Νέρωνα το 65 μ.Χ.). Οι Πραιτωριανοί λάμβαναν σημαντικά υψηλότερη αμοιβή [2] από άλλους Ρωμαίους στρατιώτες οποιαδήποτε λεγεώνας, σε ένα σύστημα γνωστό ως συν το ήμισυ της αμοιβής (sesquiplex stipendum), δηλ. η αμοιβή και το μισό αυτής. Έτσι, αν οι λεγεωνάριοι έπαιρναν 250 δηνάρια, οι φρουροί έπαιρναν 375 ετησίως. Ο Δομιτιανός και ο Σεπτίμιος Σεβήρος αύξησαν την αμοιβή (stipendum) σε 1.500 δηνάρια ετησίως, που διανέμονται τον Ιανουάριο, τον Μάιο και τον Σεπτέμβριο.

Kαθώς ήταν φόβητρο για τον πληθυσμό και τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο, οι Πραιτωριανοί δεν τύχαιναν συμπάθειας από τον ρωμαϊκό λαό. Ένα διάσημο ποίημα του Ιουβενάλη αναφέρει το καρφί, που άφησε στο πόδι του το σανδάλι ενός Πραιτωριανού, που ορμούσε δίπλα του. Η λέξη Πραιτωριανός έχει μία υποτιμητική έννοια στα γαλλικά, υπενθυμίζοντας τον συχνά ανήσυχο ρόλο τού Πραιτωριανού της αρχαιότητας.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην αρχαία Ρώμη, οι πραίτορες ήταν είτε πολιτικοί, είτε στρατιωτικοί ηγέτες. Οι Πραιτωριανοί ήταν επίλεκτοι φρουροί αρχικά για στρατιωτικούς πραίτορες, υπό τη Δημοκρατία.[3] Καθώς τελείωσε η Δημοκρατία, ο πρώτος Αυτοκράτορας, ο Αύγουστος, δημιούργησε μία επίλεκτη φρουρά από πραιτωριανούς για την προστασία του.

Η πρώιμη Πραιτωριανή φρουρά διέφερε πολύ από εκείνη των μεταγενέστερων εποχών, η οποία έγινε ζωτική δύναμη στην πολιτική εξουσίας της Ρώμης. Ενώ ο Αύγουστος κατανοούσε την ανάγκη να έχει μία προστασία στη δίνη της Ρώμης, φρόντιζε να εμφανίζει μία Δημοκρατική εικόνα για το καθεστώς του. Έτσι επέτρεψε να σχηματιστούν μόνο εννέα κοόρτες, η καθεμία αποτελούμενη αρχικά από 500 άνδρες. Στη συνέχεια τους αύξησε σε 1.000 άνδρες την καθεμία, αλλά επέτρεψε να κρατούν τρεις μονάδες σε υπηρεσία ανά πάσα στιγμή στην πρωτεύουσα. Οργανώθηκε επίσης ένας μικρός αριθμός αποσπασμένων μονάδων ιππικού (turmae) από 30 άνδρες η καθεμία. Ενώ περιπολούσαν ανεπαίσθητα στο παλάτι και στα μεγάλα κτίρια, οι άλλοι πραιτωριανοί στάθμευαν στις πόλεις γύρω από τη Ρώμη. Αυτό το σύστημα δεν άλλαξε ριζικά με τον διορισμό από τον Αύγουστο το 2 π.Χ. δύο πραιτοριανών επάρχων, του Κουίντους Οστόριους Σκάπουλα και του Πόπλιου Σάλβιου Άπερ, αν και η οργάνωση και η διοίκηση ενισχύθηκαν. Ο Τάκιτος αναφέρει ότι ο αριθμός των κοορτών αυξήθηκε σε 12 από 9 το 47 μ.Χ. Το 69 μ.Χ. αυξήθηκε για λίγο σε 16 κοόρτες από τον Βιτέλλιο, αλλά ο Βεσπασιανός τον μείωσε γρήγορα ξανά σε 9.[4]

Υπό τη δυναστεία των Ιουλίων-Κλαυδίων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Ρώμη, το κύριο καθήκον τους ήταν να θέσουν τη φρουρά στην οικία του Αυγούστου στον Παλατίνο λόφο, όπου οι κεντηρίωνες και οι τούρμες της κοόρτης σε υπηρεσία έθεταν τη φρουρά έξω από το παλάτι του αυτοκράτορα (η εσωτερική φρουρά του παλατιού τοποθείτο από την Αυτοκρατορική Γερμανική Σωματοφυλακή, που συχνά αναφέρεται και ως Batavi, και τους Statores Augusti, ένα είδος στρατιωτικής αστυνομίας που βρισκόταν στο αρχηγείο του επιτελείου του Ρωμαϊκού Στρατού). Κάθε απόγευμα η κοόρτη του τριβούνου (tribunus cohortis) θα λάμβανε τον κωδικό πρόσβασης από τον Αυτοκράτορα προσωπικά. Τη διοίκηση αυτής της κοόρτης αναάμβανε απευθείας ο Αυτοκράτορας και όχι ο έπαρχος του Πραιτωρίου. Μετά την κατασκευή του Πραιτωριανού στρατοπέδου το 23 π.Χ., υπήρχε άλλος παρόμοιος τριβούνος σε υπηρεσία, που τοποθετήθηκε αντίστοιχα στο στρατόπεδο των Πραιτωρίων. Τα καθήκοντά τους περιελάμβαναν, μεταξύ πολλών, τη συνοδεία του Αυτοκράτορα και των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας και, εάν χρειαζόταν, να ενεργούν ως ένα είδος αστυνομίας κατά των ταραχών. Ορισμένες αυτοκράτειρες διοικούσαν αποκλειστικά τη δική τους πραιτωριανή φρουρά.

Σύμφωνα με τον Τάκιτο, το έτος 23 π.Χ., υπήρχαν 9 πραιτωριανές κοόρτες (4500 άνδρες, ισοδύναμο μίας λεγεώνας) για να διατηρήσουν την ειρήνη στην Ιταλία. Τρεις ήταν τοποθετημένες στη Ρώμη και οι άλλες, κοντά.

Μία επιγραφή που ανακαλύφθηκε πρόσφατα, αναφέρει ότι, προς το τέλος της βασιλείας τού Αυγούστου, ο αριθμός των κοορτών αυξήθηκε σε 12 για μία σύντομη περίοδο.[5] Αυτή η επιγραφή αναφερόταν σε έναν άνδρα, που ήταν π τριβούνος δύο διαδοχικών κοορτών: της 11ης κοόρτης, προφανώς στο τέλος της βασιλείας του Αυγούστου, και της 4ης στην αρχή της βασιλείας του Τιβέριου. Σύμφωνα με τον Τάκιτο, υπήρχαν μόνο 9 κοόρτες το 23 μ.Χ. Οι τρεις αστικές κοόρτες, οι οποίες αριθμούντο στη σειρά μετά τις πραιτωριανές κοόρτες, αφαιρέθηκαν προς το τέλος της βασιλείας του Αυγούστου. Φαίνεται πιθανό, ότι οι τρεις τελευταίες πραιτωριανές κοόρτες απλώς μετονομάστηκαν σε αστικές κοόρτες.

Η πρώτη επέμβαση των Πραιτωριανών σε πεδίο μάχης στους πολέμους τού τέλους της Δημοκρατίας έγινε κατά τις εξεγέρσεις της Παννονίας και τις εξεγέρσεις της Γερμανίας. Με το τέλος τού Αυγούστου το 14 μ.Χ., ο διάδοχός του Τιβέριος βρέθηκε αντιμέτωπος με εξεγέρσεις στους δύο στρατούς της Παννονίας και τού Ρήνου, οι οποίοι διαμαρτύροντο για τις συνθήκες υπηρεσίας τους, σε σύγκριση με τους Πραιτωριανούς. Οι δυνάμεις της Παννονίας αντιμετωπίστηκαν από τον Δρούσο Ιούλιο Καίσαρα, γιο τού Τιβέριου (όχι τον Νέρωνα Κλαύδιο Δρούσο, αδελφό του Τιβέριου), συνοδευόμενος από δύο πραιτοριανές κοόρτς, το Πραιτωριανό Ιππικό και τους Αυτοκρατορικούς Γερμανούς Σωματοφύλακες. Η ανταρσία στη Γερμανία κατεστάλη από τον ανιψιό και διάδοχο τού Τιβέριου, τον Γερμανικό, ο οποίος αργότερα οδήγησε λεγεώνες και αποσπάσματα της Φρουράς σε μία διετή εκστρατεία στη Γερμανία και επέτυχε να ανακτήσει δύο από τους τρεις αετούς των λεγεώνων, λάβαρα που είχαν χαθεί στη μάχη τού Τευτοβούργιου δρυμού.

Ήταν υπό τον Τιβέριο που ο Σηιανός ανέβηκε στην εξουσία και ήταν από τους πρώτους επάρχους, που εκμεταλλεύτηκαν τη θέση τους για να επιδιώξουν τις δικές του φιλοδοξίες. Συγκέντρωσε υπό τις διαταγές του όλες τις πραιτωριανές κοόρτες στο νέο στρατόπεδο. Ο Σηιανός κατείχε τον τίτλο του επάρχου από κοινού με τον πατέρα του, υπό τον Αύγουστο, αλλά έγινε μοναδικός έπαρχος το 15 μ.Χ. Χρησιμοποίησε αυτή τη θέση για να γίνει απαραίτητος για τον νέο Αυτοκράτορα Τιβέριο, ο οποίος δεν μπόρεσε να πείσει τη Σύγκλητο να μοιραστεί με αυτόν την ευθύνη της διακυβέρνησης της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο ο Σηιανός αποξένωσε τον Δρούσο, γιο του Τιβέριου, και όταν ο διάδοχος του θρόνου Γερμανικός απεβίωσε το 19 μ.Χ., ανησυχούσε ότι ο Δρούσος θα γινόταν ο νέος Αυτοκράτορας. Κατά συνέπεια δηλητηρίασε τον Δρούσο με τη βοήθεια τής συζύγου τού τελευταίου και στη συνέχεια ξεκίνησε αμέσως ένα αδίστακτο πρόγραμμα εξάλειψης εναντίον όλων των ανταγωνιστών, πείθοντας τον Τιβέριο να τον ορίσει διάδοχό του. Σχεδόν τα κατάφερε, αλλά το σχέδιό του αποκαλύφθηκε το 31 μ.Χ. και στη συνέχεια σκοτώθηκε. Ο Αυτοκράτορας Τιβέριος χρησιμοποίησε για το σκοπό αυτό τις αστικές κοόρτες (Cohortes urbanae), που δεν ήταν υπό τον έλεγχο του Σηιανού.

Το 37 μ.Χ. ο Καλιγούλας έγινε Αυτοκράτορας με την υποστήριξη του Nαίβιου Σουτόριου Μάκρο, διαδόχου του Σηιανού ως επάρχου της Πραιτωριανής Φρουράς. Υπό τον Καλιγούλα, του οποίου η βασιλεία διήρκεσε μέχρι το 41 μ.Χ., η συνολική δύναμη της Φρουράς αυξήθηκε από 9 σε 12 Πραιτωριανές κοόρτες.

Η ανακήρυξη τού Κλαύδιου ως αυτοκράτορα, του Λόρενς Άλμα-Ταδέμα, λάδι σε καμβά, 1867. Σύμφωνα με μία εκδοχή της ιστορίας της ανάρρησης του Κλαυδίου, μέλη της Πραιτωριανής Φρουράς τον βρήκαν να κρύβεται πίσω από ένα παραπέτασμα μετά τη δολοφονία του Καλιγούλα το 41 μ.Χ., και τον ανακήρυξαν Αυτοκράτορα.

Το έτος 41, ήταν η απέχθεια και η εχθρότητα ενός πραιτοριανού τριβούνου, ονόματι Κάσσιος Χαιρέας –τον οποίο ο Καλιγούλας πείραζε χωρίς έλεος λόγω της τσιριχτής φωνής του– που οδήγησε στη δολοφονία του Αυτοκράτορα από αξιωματικούς της φρουράς. Ενώ ο Αυτοκρατορική Γερμανική Σωματοφυλακή απέλυσε όλους, σε μία έρευνα για να συλλάβει τους δολοφόνους, η Σύγκλητος κήρυξε την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Οι Πραιτοριανοί, που λεηλατούσαν το Παλάτι, ανακάλυψαν τον Κλαύδιο, θείο του Καλιγούλα, κρυμμένο πίσω από ένα παραπέτασμα. Καθώς χρειάζοντο έναν Αυτοκράτορα για να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους, τον έφεραν στο στρατόπεδο των Πραιτωριανών και τον ανακήρυξαν Αυτοκράτορα. Είναι ο πρώτος Αυτοκράτορας που ανακηρύχθηκε από την πραιτωριανή φρουρά και αποζημίωσε τους φρουρούς δωρίζοντάς τους μισθούς πέντε ετών. Οι Πραιτωριανοί συνόδευσαν τον Αυτοκράτορα Κλαύδιο στη Βρετανία το 43 μ.Χ.

Όταν ο Κλαύδιος δηλητηριάστηκε, η Φρουρά μετέφερε την πίστη της στον Νέρωνα μέσω της επιρροής του πραιτοριανού επάρχου του Σέξτου Αφράνιου Μπούρου, ο οποίος άσκησε ευεργετική επιρροή στον νέο Αυτοκράτορα κατά τα πρώτα οκτώ χρόνια της βασιλείας του (ο Μπούρους απεβίωσε το 62 μ.Χ.). Αξιωματικοί της Φρουράς, συμπεριλαμβανομένου ενός από τους δύο διαδόχους τού Μπούρου ως επάρχου του Πραιτωρίου, συμμετείχαν στη συνωμοσία του Πίσο το έτος 65. Ο άλλος πραιτοριανός έπαρχος, ο Τιγκελίνος, ηγήθηκε της καταστολής της συνωμοσίας και η φρουρά αποζημιώθηκε με μία δωρεά 500 δηναρίων για κάθε άτομο.

Έτος των τεσσάρων Αυτοκρατόρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 69 μ.Χ., ο νέος συνάδελφος του Tιγκελλίνου, ο Nυμφίδιος Σαβίνος, κατάφερε να κάνει την Πραιτωριανή Φρουρά να εγκαταλείψει τον Νέρωνα υπέρ του διεκδικητή Γάλβα. Ο Nυμφίδιος Σαβίνος είχε υποσχεθεί 7.500 δηνάρια ανά άτομο, αλλά ο Γάλβας αρνήθηκε να πληρώσει αυτό το ποσό, επειδή δήλωσε «Είναι συνήθεια μου να στρατολογώ στρατιώτες και να μην τους αγοράζω». Αυτό επέτρεψε στον αντίπαλό του Όθωνα να δωροδοκήσει 23 κερδοσκόπους της πραιτοριανής φρουράς, για να τον ανακηρύξουν Αυτοκράτορα. Παρά την αντίθεση των κοορτών που υπηρετούσαν στο παλάτι, ο Γάλβας και ο ορισθείς διάδοχός του, ο νεαρός Πίσo, λιντσαρίστηκαν στις 15 Ιανουαρίου.

Αφού υποστήριξαν τον Όθωνα εναντίον ενός τρίτου διεκδικητή, τού Βιτέλλιου, οι Πραιτωριανοί συγκρατήθηκαν μετά την ήττα και οι εκατόνταρχοι τους εκτελέστηκαν. Αντικαταστάθηκαν από 16 κοόρτες, που στρατολογήθηκαν από τους λεγεωνάριους και τα βοηθητικά στρατεύματα τα πιστά στον Βιτέλιο, σχεδόν 16.000 άνδρες. Αυτοί οι πρώην Πραιτωριανοί βοήθησαν στη συνέχεια τον Βεσπασιανό, τον τέταρτο Αυτοκράτορα, που ηγήθηκε της επίθεσης κατά του πραιτωριανού στρατοπέδου.

Δυναστεία Φλαβίων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπό τους Φλαβίους, οι Πραιτωριανοί σχημάτισαν 9 νέες κοόρτες, εκ των οποίων ο Τίτος, γιος του Αυτοκράτορα Βεσπασιανού, έγινε έπαρχος. Ο Βεσπασιανός επέστρεψε την αποτελεσματική δύναμη κάθε μονάδας σε 500 άνδρες. Επίσης ακύρωσε τη φρουρά των Πραιτωριανών στην είσοδο τού παλατιού τού Αυτοκράτορα, αλλά διατήρησε φρουρούς μέσα στο ίδιο το παλάτι.

Υπό τον δεύτερο γιο του Βεσπασιανού, τον Δομιτιανό, ο αριθμός των κοορτών αυξήθηκε σε 10 και η πραιτωριανή φρουρά συμμετείχε σε μάχες στη Γερμανία και στον Δούναβη εναντίον των Δακών. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτών των ενεργειών, που ο έπαρχος Κορνήλιος Φούσκος ηττήθηκε και σκοτώθηκε το 86.

Δυναστεία Αντωνίνων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη δολοφονία του Δομιτιανού το 96, οι Πραιτωριανοί ζήτησαν την εκτέλεση του επάρχου τους, Τίτου Πετρόνιου Σεκούνδου, ο οποίος είχε εμπλακεί στη δολοφονία.

Με το τέλος του Νέρβα, στις αρχές του 98, η Φρουρά υποστήριξε τον Τραϊανό, διοικητή της στρατιάς του Ρήνου, ως νέο Αυτοκράτορα. Εκτέλεσε τον εναπομείναντα πραιτωριανό έπαρχο και τους οπαδούς του. Ο Τραϊανός επέστρεψε στη Ρώμη από τον Ρήνο, πιθανότατα συνοδευόμενος από τη νέα μονάδα ιδιαίτερων ιππέων του Αυγούστου (equites singulares Augusti). Η πραιτωριανή φρουρά είχε συμμετάσχει στους δύο Δακικούς πολέμους του Τραϊανού (Δακικοί πόλεμοι των ετών 101–102 και 105–106). Επίσης η πραιτωριανή φρουρά υπηρέτησε στην τελευταία εκστρατεία του Τραϊανού κατά των Πάρθων του 113–117.

Κατά τον 2ο αι,, η Πραιτωριανή Φρουρά συνόδευσε τον Λεύκιο Βέρο στην Πολεμική Εκστρατεία στην Ανατολή των ετών 161–166 μ.Χ., καθώς και τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο στις βόρειες εκστρατείες του μεταξύ 169–175 και 178–180. Κατά τη διάρκεια αυτών των αποστολών σκοτώθηκαν δύο έπαρχοι.

Με την ανάρρηση του Κομμόδου το 180, η πραιτωριανή φρουρά επέστρεψε στη Ρώμη. Ο Tιγίδιος Περένις (μ.Χ. 182–185) και ο απελεύθερος Mάρκος Αυρήλιος Κλέανδρος (μ.Χ. 186–190) άσκησαν σημαντική επιρροή στον Αυτοκράτορα. Ο Περένις σκοτώθηκε από μία αντιπροσωπεία 1500 ατόμων της Βρετανίας, που ήλθε να παραπονεθεί για την ανάμειξή του στις υποθέσεις της επαρχίας (μία αντιπροσωπεία των Λανκιαρίων των 3 λεγεώνων της Βρετανίας). Ο Κλέανδρος έκανε κατάχρηση της επιρροής του, για να διορίσει και να απολύσει επάρχους.

Το 188 ο Κλέανδρος απέκτησε την κοινή διοίκηση της Φρουράς με τους δύο επάρχους. Ο Κλέανδρος διέταξε μία σφαγή αμάχων από το ιδιαίτερο ιππικό του Αυγούστου, που οδήγησε σε μία οργανωμένη μάχη με τις Αστικές Κοόρτες.

Δυναστεία Σεβήρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κόμμοδος έπεσε θύμα μίας συνωμοσίας, που κατευθύνθηκε από τον πραιτωριανό έπαρχό του Κουίντο Αιμίλιο Λαίτο το 192. Ο νέος Αυτοκράτορας Πέρτιναξ που συμμετείχε στη συνωμοσία, πλήρωσε στους Πραιτωριανούς δώρο 3.000 δηνάρια, ωστόσο δολοφονήθηκε τρεις μήνες αργότερα στις 28 Μαρτίου 193 από ομάδα Πραιτωριανών. Στη συνέχεια, οι Πραιτωριανοί έθεσαν το αξίωμα τού Αυτοκράτορα σε δημοπρασία και ο Δίδιος Ιουλιανός αγόρασε τον τίτλο του Αυτοκράτορα. Ωστόσο, οι στρατοί του Δούναβη επέλεξαν αντ' αυτού τον κυβερνήτη της Άνω Παννονίας Σεπτίμιο Σεβήρο, ο οποίος πολιόρκησε τη Ρώμη και ξεγέλασε τους Πραιτωριανούς, όταν βγήκαν άοπλοι. Η Πραιτωριανή φρουρά διαλύθηκε και αντικαταστάθηκε από άνδρες, που μεταφέρθηκαν από τον δικό του στρατό.

Η νέα φρουρά του Σεπτιμίου Σεβήρου άφησε το στίγμα της ενάντια στον αντίπαλό του Κλαύδιο Αλβίνο στη Μάχη της Λυών το 197 και συνόδευσε τον Αυτοκράτορα στην Ανατολή από το 197 έως το 202 και στη συνέχεια στη Βρετανία από το 208 μέχρι το τέλος του στην Yόρκη το 211.

Ο Καρακάλλας, γιος του Σεπτίμιου Σεβήρου, έχασε την εύνοια των στρατευμάτων του δολοφονώντας τον ίδιο του τον αδελφό και συναυτοκράτορα Γέτα, αμέσως μετά τη διαδοχή του. Δημιούργησε επίσης προβλήματα, προσπαθώντας να αναδημιουργήσει μία μακεδονική φάλαγγα, που αναφέρεται στο παρελθόν στον Ρωμαϊκό Στρατό. Τελικά το 217, ενώ βρισκόταν σε εκστρατεία στην Ανατολή, δολοφονήθηκε μετά από παρότρυνση τού επάρχου του Mακρίνου.

Μετά την εξάλειψη του τελευταίου, οι Πραιτοριανοί αντιτάχθηκαν στον νέο Αυτοκράτορα Ελαγάβαλο, ιερέα της ανατολικής λατρείας του Ελαγαβάλ, και τον αντικατέστησαν από τον 13χρονο εξάδερφό του Αλέξανδρο Σεβήρο το 222.

Σε αυτήν την περίοδο, η θέση του πραιτωριανού έπαρχου στην Ιταλία έμοιαζε όλο και περισσότερο με μία γενική διοικητική θέση, και υπήρχε μία τάση να διορίζονται νομικοί, όπως ο Παπινιανός, ο οποίος κατείχε τη θέση από το 203 μέχρι την εκτέλεσή του κατά την ανάρρηση του Καρακάλλα. Υπό τον Αλέξανδρο Σεβήρο τη θέση τού πραιτωριανού επάρχου κρατούσε ο νομικός Ουλπιανός, μέχρι τη δολοφονία του από την Πραιτωριανή Φρουρά παρουσία του ίδιου του Αυτοκράτορα.

3ος αι.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την άνοιξη του 238, υπό τον Μαξιμίνο Θράκα, το μεγαλύτερο μέρος της Πραιτωριανής Φρουράς απασχολήθηκε σε ενεργό υπηρεσία. Υπερασπιζόμενο μόνο από μία μικρή φρουρά που έμεινε, το στρατόπεδο των Πραιτωριανών στη Ρώμη δέχτηκε επίθεση από ένα πλήθος πολιτών, που ενεργούσε προς υποστήριξη των συγκλητικών και των Γορδιανών Αυτοκρατόρων, σε εξέγερση κατά τού Μαξιμίνου Θράκα. Η αποτυχία του Μαξιμίνου Θράκα να κερδίσει τον εμφύλιο πόλεμο εναντίον των διεκδικητών Γορδιανού Α΄ και του Γορδινού Β΄. οδήγησε στον θάνατό του από τα χέρια των δικών του στρατευμάτων, συμπεριλαμβανομένων των Πραιτωριανών. Οι υποψήφιοι συγκλητικοί για τον θρόνο, ο Πουπιηνός και ο Βαλβίνος, ανακάλεσαν την Πραιτωριανή Φρουρά στη Ρώμη, μόνο για να βρεθούν υπό την επίθεση των Πραιτωριανών. Και οι δύο σκοτώθηκαν στις 29 Ιουλίου 238 και ο Γόρδιος Γ΄ θριάμβευσε.

Μετά το 238, οι λογοτεχνικές και επιγραφικές πηγές στερεύουν και οι πληροφορίες για την Πραιτοριανή Φρουρά γίνονται σπάνιες. Το 249, οι Πραιτωριανοί δολοφόνησαν τον Φίλιππο Β΄, γιο του αυτοκράτορα Φιλίππου του Άραβα. Το 272, επί Αυτοκράτορα Αυρηλιανού, συμμετείχαν σε εκστρατεία κατά της Παλμύρας. Το 284 ο Διοκλητιανός μείωσε το καθεστώς των Πραιτωριανών: δεν θα ήταν πλέον μέρος της ανακτορικής ζωής, καθώς ο Διοκλητιανός ζούσε στη Νικομήδεια, περίπου 60 μίλια (100 χλμ) απέναντι από το Βυζάντιο, στη Μ. Ασία. Δύο νέα σώματα, οι Ioβιανοί και Ερκουλιανοί (που πήραν το όνομά τους από τους θεούς Jove (Δία), και Ηercules (Ηρακλή), που συνδέονται με τον ανώτερο Αύγουστο και κατώτερο συν-Aύγουστο), αντικατέστησαν τους Πραιτωριανούς ως προσωπικούς προστάτες των δύο Αυτοκρατόρων, μία πρακτική που παρέμεινε ανέπαφη με την Τετραρχία. Το 297 βρίσκοντο στην Αφρική με τον Μαξιμιανό. Μέχρι τη στιγμή που ο Διοκλητιανός αποσύρθηκε την 1η Μαΐου 305, το Στρατόπεδο των Πραιτοριανών (Castra Praetoria) φαίνεται, ότι στέγαζε μόνο μία μικρή φρουρά της Ρώμης.

Διάλυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τις αρχές του 4ου αι., ο Καίσαρας Φλάβιος Βαλέριος Σεβήρος προσπάθησε να διαλύσει την Πραιτωριανή Φρουρά με εντολή του Αυτοκράτορα Γαλέριου. Σε απάντηση, οι Πραιτωριανοί στράφηκαν στον Μαξέντιο, γιο του συνταξιούχου Αυτοκράτορα Μαξιμιανού, και τον ανακήρυξαν Αυτοκράτορα τους στις 28 Οκτωβρίου 306. Ωστόσο μέχρι το 312, ο Κωνσταντίνος Α΄ βάδισε στη Ρώμη με στρατό, για να εξολοθρεύσει τον Μαξέντιο και να αποκτήσει τον έλεγχο της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με αποτέλεσμα τη μάχη της Μιλβίας Γέφυρας. Τελικά, ο στρατός τού Κωνσταντίνου επέτυχε μία αποφασιστική νίκη εναντίον των Πραιτωριανών, των οποίων ο Αυτοκράτορας σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια των μαχών. Με το τέλος τού Μαξεντίου, ο Κωνσταντίνος Α΄ διέλυσε οριστικά τα απομεινάρια της Πραιτωριανής Φρουράς. Οι υπόλοιποι στρατιώτες στάλθηκαν σε διάφορες γωνιές της Αυτοκρατορίας και το Στρατόπεδό τους (Castra Praetoria) διαλύθηκε σε μία μεγαλειώδη χειρονομία, εγκαινιάζοντας μία νέα εποχή στη ρωμαϊκή ιστορία και τερματίζοντας εκείνη των Πραιτωριανών.

Συμμετοχή σε πολέμους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την εκστρατεία οι Πραιτωριανοί ήταν ίσοι με κάθε σχηματισμό του ρωμαϊκού στρατού. Με το τέλος τού Αυγούστου το 14 μ.Χ., ο διάδοχός του Τιβέριος βρέθηκε αντιμέτωπος με ανταρσίες μεταξύ των λεγεώνων του Ρήνου και της Παννονίας. Σύμφωνα με τον Τάκιτο, τις Παννονικές δυνάμεις αντιμετώπισε ο γιος τού Τιβέριου Δρούσος, συνοδευόμενος από δύο πραιτωριανές κοόρτες, το πραιτοριανό ιππικό και μερικούς από τους Γερμανούς σωματοφύλακες. Η ανταρσία στον Ρήνο κατεστάλη από τον ανιψιό τού Τιβέριου και τον υιοθετημένο γιο του Γερμανικό, τον προβλεπόμενο διάδοχό του, ο οποίος στη συνέχεια οδήγησε τις λεγεώνες και τα αποσπάσματα της Φρουράς σε μία εισβολή στη Γερμανία τα επόμενα δύο χρόνια. Η Φρουρά είδε μεγάλη δράση το Έτος των Τεσσάρων Αυτοκρατόρων το 69, πολεμώντας καλά για τον Όθωνα στην πρώτη μάχη του Bedriacum. Επί Δομιτιανού και Τραϊανού, η φρουρά συμμετείχε σε πολέμους από τη Δακία έως τη Μεσοποταμία, ενώ με τον Μάρκο Αυρήλιο πέρασαν χρόνια στα παραδουνάβια σύνορα κατά τους Μαρκομανικούς Πολέμους. Καθ' όλη τη διάρκεια του 3ου αι., οι Πραιτωριανοί βοηθούσαν τους Αυτοκράτορες σε διάφορες εκστρατείες.

Πολιτικός ρόλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πραιτωριανή φρουρά επηρέασε και παρενέβη στην αυτοκρατορική διαδοχή, για να ονομάσει τον νέο Καίσαρα , η οποία ήταν μία πολιτική απόφαση, που η άοπλη Σύγκλητος αποδέχτηκε, επικύρωσε και ανακήρυξε στον λαό της Ρώμης. Μετά το τέλος του Σηιανού, ο οποίος θυσιάστηκε για το donativum (αυτοκρατορικό δώρο) που υποσχέθηκε ο Τιβέριος, οι Πραιτωριανοί έγιναν εξαιρετικά φιλόδοξοι στην επιρροή τους στην πολιτική της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Είτε με δική της θέληση, είτε έναντι τιμήματος, η Πραιτωριανή Φρουρά θα δολοφονούσε έναν Αυτοκράτορα, θα εκφόβιζε τους πραιτοριανούς νομάρχες ή θα επιτίθετο στον ρωμαϊκό πληθυσμό. Το 41 μ.Χ. συνωμότες από τη συγκλητική τάξη και από τη φρουρά σκότωσαν τον Αυτοκράτορα Καλιγούλα, τη γυναίκα του και την κόρη τους. Στη συνέχεια, οι Πραιτωριανοί εγκατέστησαν τον θείο τού Καλιγούλα Κλαύδιο στον αυτοκρατορικό θρόνο της Ρώμης και προκάλεσαν τη Σύγκλητο να αντιταχθεί στην απόφαση των Πραιτωριανών.

Το 69 μ.Χ., το έτος των Τεσσάρων Αυτοκρατόρων, αφού δολοφόνησαν τον Αυτοκράτορα Γάλβα, επειδή δεν τους έδινε donatium, οι Πραιτωριανοί έδωσαν την πίστη τους στον Όθωνα, τον οποίο ονόμασαν ως νέο Καίσαρα της Ρώμης. Για να εξασφαλίσει την πίστη της πραιτωριανής φρουράς, ο Αυτοκράτορας Όθωνας παραχώρησε στους Πραιτωριανούς το δικαίωμα να διορίζουν τους δικούς τους επάρχους. Αφού νίκησε τον Όθωνα, ο Βιτέλλιος διέλυσε τους Πραιτωριανούς και ίδρυσε μία νέα φρουρά αποτελούμενη από δεκαέξι κοόρτες. Στον πόλεμό του εναντίον του Βιτέλλιου, ο Βεσπασιανός βασίστηκε στις δυσαρεστημένες ομάδες, που είχε απολύσει ο Αυτοκράτορας Βιτέλλιος και, ως Αυτοκράτορας ο Βεσπασιανός, μείωσε την Πραιτωριανή Φρουρά σε εννέα κοόρτες και εξασφάλισε την πολιτική τους πίστη διορίζοντας τον γιο του, Τίτο, ως έπαρχο τού Πραιτωρίου.[6]

Παρά την πολιτική τους ισχύ, η πραιτοριανή φρουρά δεν είχε επίσημο ρόλο στη διακυβέρνηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Συχνά μετά από μία εξωφρενική πράξη βίας, ερχόταν εκδίκηση από τον νέο ηγεμόνα. Το 193, ο Δίδιος Ιουλιανός αγόρασε την Αυτοκρατορία από τη Φρουρά έναντι ενός τεράστιου ποσού, όταν η Φρουρά την δημοπρατούσε, αφού σκότωσε τον Περτίνακα. Αργότερα εκείνο το έτος ο Σεπτίμιος Σεβήρος βάδισε στη Ρώμη, διέλυσε τη Φρουρά και ξεκίνησε έναν νέο σχηματισμό από τις δικές του λεγεώνες της Παννονίας. Οι απείθαρχοι όχλοι στη Ρώμη πολέμησαν συχνά με τους Πραιτωριανούς σε άγριες οδομαχίες κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μαξιμίνου Θράκα .

Το 271 ο Αυρηλιανός έπλευσε ανατολικά, για να καταστρέψει τη δύναμη της Παλμύρας στη Συρία, με μία δύναμη αποσπασμάτων λεγεωναρίων, πραιτωριανών κοορτών και άλλων μονάδων ιππικού, και νίκησε εύκολα τους Παλμυρηνούς. Αυτό οδήγησε στην ορθόδοξη άποψη, ότι ο Διοκλητιανός και οι συνεργάτες του εξέλιξαν την ιερά συνοδία (sacer comitatus, η επιτόπια συνοδεία των αυτοκρατόρων). Η ιερά συνοδεία περιελάμβανε μονάδες πεδίου, που χρησιμοποιούσαν μία διαδικασία επιλογής και μία δομή διοίκησης, η οποία διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις παλαιές κοόρτες των Πραιτωρίων, αλλά δεν ήταν ομοιόμορφης σύνθεσης και ήταν πολύ μεγαλύτερη από μία πραιτωριανή κοόρτη.

Οργάνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ηγετικές ικανότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ξεκινώντας από το έτος 2 π.Χ., ο Πραιτωριανός έπαρχος ήταν ο διοικητής της Πραιτωριανής Φρουράς (προηγουμένως κάθε κοόρτη ήταν ανεξάρτητη και υπό τις διαταγές ενός τριβούνου από την τάξη των ιππέων). Αυτός ο ρόλος (τού αρχηγού όλων των στρατευμάτων που στάθμευαν στη Ρώμη), ήταν στην πράξη βασική θέση της ρωμαϊκής πολιτείας.

Από τον Βεσπασιανό και μετά τη θέση τού Πραιτωριανού επάρχου κρατούσε πάντα ένας της τάξης των ιππέων. (Οι ιππείς ήταν παραδοσιακά εκείνη η κατηγορία πολιτών, που μπορούσαν να εξοπλιστούν, για να υπηρετήσουν στον Ρωμαϊκό Στρατό έφιπποι).

Από το έτος 2 π.Χ., οι κοόρτες ήταν υπό τον έλεγχο δύο επάρχων. Ωστόσο, οι κοόρτες συνέχισαν να οργανώνονται ανεξάρτητα, καθεμία από τις οποίες διοικείτο από έναν τριβούνο. Οι τριβούνοι είχαν ως άμεσους υφισταμένους τους απλούς εκατοντάρχους (centuriones), όλους ίσου βαθμού εκτός από τοn τρισεκατόνταρχο (trecenarius), ο πρώτος και κύριος όλων των εκατόνταρχων των πραιτωριανών κοορτών, που διοικούσε επίσης τους 300 κατασκόπους (speculatores), και με εξαίρεση του δεύτερου από αυτόν, τον πρώτο τού Στρατοπέδου (princeps Castrorum).[7]

Από τον 2ο αι. ο πραιτωριανός έπαρχος επέβλεπε όχι μόνο τις πραιτωριανές κοόρτες, αλλά και την υπόλοιπη φρουρά της Ρώμης, συμπεριλαμβανομένων των αστικών κοορτων (Cohortes urbanae) και τους ιδιαίτερους ιππείς του Αυγούστου (equites singulares Augusti), αλλά όχι τις άγρυπνες κοόρτες (cohortes vigiles) .

Μετά τη διάλυση των πραιτωριανών κοορτών από τον Aυτοκράτορα Κωνσταντίνο A; , αφού τους νίκησε στη μάχη της Mιλβίας γέφυρας το 312, ο ρόλος του πραιτωριανού έπαρχου στην Αυτοκρατορία έγινε καθαρά διοικητικός, κυβερνώντας μεγάλες περιοχές (prefectures), που περιλάμβαναν ρωμαϊκές διοικήσεις (dioceses, γεωγραφικές υποδιαιρέσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) στο όνομα του Αυτοκράτορα.

Μέγεθος και σύνθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πραιτοριανές κοόρτες ορίστηκαν ως Ιππικά (Equitate) Σώματα (Turmae) με εκατονταρχίες (centuries) σχηματισμένες από πεζικάριους, αρχικά από 500 άνδρες η καθεμία.[7]

Για να μην αποξενωθεί ο πληθυσμός της Ρώμης, διατηρώντας παράλληλα τις δημοκρατικές πολιτειακές παραδόσεις, οι Πραιτοριανοί δεν φορούσαν την πανοπλία τους, ενώ βρίσκοντο στο κέντρο της πόλης. Αντίθετα, φορούσαν συχνά μία επίσημη τόγκα, η οποίο τους ξεχώριζε από τους πολίτες, αλλά παρέμεναν με μία αξιοσέβαστη πολιτική ενδυμασία, το έμβλημα ενός Ρωμαίου πολίτη. Ο Αύγουστος, έχοντας επίγνωση τού κινδύνου για τη μοναδική στρατιωτική δύναμη που υπήρχε στην πόλη, συχνά απέφευγε να τους συγκεντρώσει και επέβαλε αυτόν τον ενδυματολογικό κώδικα.

Από τη βασιλεία του Τιβέριου, το στρατόπεδό τους βρισκόταν στον Κυρινάλιο λόφο, έξω από τη Ρώμη. Το 26 μ.Χ. ο Σηιανός, πραιτοριανός έπαρχος και υπό την εύνοια του Αυτοκράτορα Τιβέριου, ένωσε τις Αστικές Κοόρτες με 9 Πραιτωριανές κοόρτες, διασκορπισμένες εκείνη την εποχή σε όλη την Ιταλία, σε ένα μεγάλο στρατόπεδο, που βρίσκεται πέρα από τα Σέρβια Τείχη, στον Εσκουιλίνο λόφο, το Στρατόπεδο των Πραιτωριανών (Castra Praetoria).

Για τον 2ο αι. οι υπολογισμοί από τους καταλόγους σημαντικών αποστρατειών υποδηλώνουν αύξηση τού μεγέθους σε σχεδόν 1.500 άνδρες ανά κοόρτη (ίσως διπλασιασμός 800 [από τον Βεσπασιανό], πιθανώς οργανωμένοι σε 20 εκατονταρχίες) υπό τον Κόμμοδο το έτος (187-188) ή υπό τον Σεπτίμιο Σεβήρο (193–211), που ταιριάζει με τους πιθανούς αριθμούς ενεργών λεγεωναρίων για τις αστικές κοόρτες την εποχή του Δίωνα Κάσσιου. Αυτοί οι αριθμοί υποδηλώνουν ένα συνολικό μέγεθος για τη φρουρά 4.500–6.000 ανδρών υπό τον Αύγουστο, 12.800 υπό τον Βιτέλλιο, 7.200 υπό τον Βεσπασιανό, 8.000 από τον Δομιτιανό μέχρι τον Κόμοδο ή τον Σεπτίμιο Σεβήρο και 15.000 αργότερα.[5]

Στις αρχές του 2ου αι. οι Ιταλοί αποτελούσαν το 89% της Πραιτωριανής Φρουράς. Υπό τον Σεπτίμιο Σεβήρο, η στρατολόγηση εξελίχθηκε, για να επιτρέψει τη συμπερίληψη των λεγεωνάριων τού ρωμαϊκού στρατού, καθώς και τού σκληραγωγημένου από τη μάχη Στρατού του Δούναβη. Ο Σεβήρος τοποθέτησε τους υποστηρικτές του μαζί του στη Ρώμη και οι Πραιτωριανοί Φρουροί παρέμειναν πιστοί στις επιλογές του.

Πραιτωριανό Ιππικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχικά, κάθε ομάδα περιελάμβανε, όπως για μία ρωμαϊκή λεγεώνα, ένα απόσπασμα ιππικού. Αυτό δεν πρέπει να συγχέεται με τους ιδιαιτέρους ιππείς τού Αυτοκράτορα (equites singulares Augusti), οι οποίοι εμφανίστηκαν υπό τον Αυτοκράτορα Τραϊανό. Ο Πραιτωριανός θα μπορούσε να γίνει ιππέας (eques) μετά από σχεδόν πενταετή υπηρεσία στο πεζικό. Αυτοί οι Πραιτοριανοί παρέμειναν καταγεγραμμένοι στις εκατονταρχίες καταγωγής τους, αλλά λειτουργούσαν σε σώματα (turma) 30 ανδρών το καθένα, που διοικείτο από έναν επίλεκτο ιππέα (Optio equitum) .

Μάλλον υπήρχε ένα σώμα (turma) ιππικού για δύο εκατονταρχίες πεζικού.[5] Ως εκ τούτου, τρεις turmae ανά κοόρτη της περιόδου τού Αυγούστου, πέντε ανά κοόρτη το 100 μ.Χ.–200 μ.Χ., και δέκα ανά κοόρτη μετά το 200 μ.Χ., με ένα λάβαρο (vexillum) ως έμβλημα για κάθε turma.

Κατάσκοποι του Αυτοκράτορα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κατάσκοποι τού Αυτοκράτορα (speculatores Augusti) ήταν ιππείς, που τους είχαν ανατεθεί τα ίδια καθήκοντα με τους Speculatores των λεγεώνων και των βοηθητικών μονάδων (αγγελιοφόροι υπεύθυνοι για τη μετάδοση πληροφοριών και μυστικοί πράκτορες).

Περίπου 300 συνολικά (30 ανά κοόρτη), σχημάτιζαν μία μονάδα υπό τις διαταγές τού ανώτερου εκατόνταρχου (centurion), του τρισεκατόνταρχου (Trecenarius). Επιλεγμένoi για την εντυπωσιακή τους σωματική διάπλαση, χρησιμοποιήθηκαν από τον Αυτοκράτορα για μυστικές επιχειρήσεις και καθήκοντα όπως συλλήψεις, φυλακίσεις και εκτελέσεις.

Ένας από τους ρόλους τους ήταν να συνοδεύουν τον Αυτοκράτορα στα ταξίδια εκστρατείας του στο εξωτερικό (ένας ρόλος που αργότερα θα αναλάμβαναν οι Singulares/equites singulares Augusti). Ο Κλαύδιος είχε τη συνήθεια να περιβάλλεται από τους Speculatores, όταν παρευρίσκετο σε δείπνα.

Η στενή ασφαλής προστασία του Γάλβα, του Όθωνα και των Φλαβίων Αυτοκρατόρων φαίνεται ότι σχηματίστηκε από Speculatores (οι οποίοι αντικατέστησε τους Αυτοκρατορικούς Γερμανούς Σωματοφύλακες που διαλύθηκαν από τον Γάλβα).

Μετά τη δολοφονία του Αυτοκράτορα Δομιτιανού, ο διάδοχός του Νέρβας τέθηκε υπό την προστασία του Τραϊανού, για να αντιμετωπίσει πιθανές απόπειρες εκδίκησης και ανταρσίες. Ο Τραϊανός ήταν διοικητής τού σημαντικότερου στρατού της εποχής, του Στρατού της Γερμανίας, και ο Νέρβας τον υπέδειξε ως διάδοχό του. Ως εκ τούτου και μετά από μία τέτοια πράξη, ο Τραϊανός, με στόχο να ενισχύσει την ασφαλή προστασία του σε σχέση με τους Speculatores που είχαν παραμείνει πιστοί στον Δομιτιανό, τους αντικατέστησε ως στενή ασφαλής προστασία με το Singulares/equites singulares Augusti (με πρότυπο το Singulares ενός επαρχιακού κυβερνήτη, θέση που κατείχε ο Τραϊανός). Οι περίπου 300 Speculatores επανατοποθετήθηκαν από τον Τραϊανό στο σώμα των πραιτωριανών κοορτών.[7]

Τους ξεχώριζε ένα ιδιαίτερο (αλλά άγνωστο) στυλ στις μπότες, τα Speculatoria Caliga (σύμφωνα με τον Σουητώνιο) και έλαβαν ειδικά τιμητικά διπλώματα σε χαλκό στην αποστρατεία. Είχαν τους δικούς τους εκπαιδευτές ιππασίας (Exercitatores).[5]

Υπηρεσία στην Πραιτωριανή Φρουρά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ταφική επιγραφή του Quintus Pomponius Poeninus, στρατιώτη της IV Πραιτοριανής Κοόρτης [8].

Αρχικά, η πραιτωριανή φρουρά στρατολογείτο από τους πληθυσμούς της κεντρικής Ιταλίας (Ετρουρία, Ούμπρια και Λάτιον σύμφωνα με τον Τάκιτο). Οι νεοσύλλεκτοι ήταν μεταξύ 15 και 32 ετών, σε σύγκριση με τους λεγεωνάριους, που κυμαίνοντο από 18 έως 23 ετών. Σύμφωνα με τον Δίωνα Κάσσιο, κατά τους δύο πρώτους αιώνες μ.Χ. και πριν από τη μεταρρύθμιση του Σεπτίμιου Σεβήρου, οι Πραιτωριανοί στρατολογούντο αποκλειστικά από την Ιταλία, την Ισπανία (Ρωμαϊκή επαρχία), τη Μακεδονία και το Noρικόν (σημερινή Αυστρία).

Κάτω από τη βασιλεία του Βιτέλλιου, και ξεκινώντας από τον Σεπτίμιο Σεβήρο, μεταφέρθηκαν άνδρες από τις άγρυπνες κοόρτες (vigiles), τις αστικές κοόρτες (urban) και τις διάφορες λεγεώνες. Αυτή η πρόσφατη μέθοδος και τρόπος στρατολόγησης στο σώμα των λεγεώνων έγινε η συνήθης διαδικασία στρατολόγησης τον 3ο αι., αφού ο Σεπτίμιος Σεβήρος αντιμετώπισε τους απείθαρχους Πραιτοριανούς, που δολοφόνησαν τον Πέρτινακα το 193 και τους αντικατέστησε με άνδρες από τις δικές του λεγεώνες τού Δούναβη.

Εκείνη την εποχή, οι Πραιτωριανοί αντιπροσώπευαν τους καλύτερους στρατιώτες από τις λεγεώνες (κυρίως από την Ιλλυρία). Ήταν μία ομάδα ελίτ στρατιωτών που ξεκίνησαν από τον 3ο αι., και όχι μια κατηγορία κοινωνικά προνομιούχων στρατιωτών (όπως οι Ιταλοί την εποχή τού Αυγούστου). Οι Ιταλοί αποτέλεσαν τη βάση της στρατολόγησης της Legio II Parthica, μίας νέας λεγεώνας που δημιουργήθηκε και στάθμευε στην Ιταλία.

Για να γίνει δεκτός στη Φρουρά, ένας άνδρας έπρεπε να είναι σε καλή φυσική κατάσταση, να έχει καλό ηθικό χαρακτήρα και να προέρχεται από αξιοσέβαστη οικογένεια. Επιπλέον, έπρεπε να κάνει χρήση όλων των ειδών των προστατών που είχε στη διάθεσή του, για να λάβει συστατικές επιστολές από σημαντικές ηγετικές προσωπικότητες της κοινωνίας. Αφού περνούσε τη διαδικασία της πρόσληψης, οριζόταν ως εγκεκριμένος (Probatus), και εκχωρήθηκε ως στρατιώτης (Miles) σε μία από τις εκατονταρχίες μίας κοόρτης. Μετά από δύο χρόνια, εάν προσέλκυε την προσοχή των ανωτέρων του λόγω επιρροής ή αξίας, θα μπορούσε να φτάσει στη θέση του απρόσβλητου (Immunis, παρόμοια με του δεκανέα), ίσως ως επίτροπος (commis, κατώτερος αρχηγός) στο γενικό αρχηγείο ή ως τεχνικός. Αυτή η προαγωγή τον απάλλασσε από τις καθημερινές δουλειές. Μετά από άλλα δύο χρόνια θα μπορούσε να προαχθεί στη διεύθυνση (Principalis), με διπλό μισθό, υπεύθυνος για την αποστολή μηνυμάτων (Tesserarius) ή ως βοηθός εκατόνταρχου (επίλεκτος, Optio) ή σημαιοφόρος (Signifer) στο σώμα της εκατονταρχίας· ή, αν ήταν εγγράμματος και γνώστης αριθμητικής, μπορούσε να ενταχθεί στο διοικητικό προσωπικό του επάρχου.

Μόνο λίγοι στρατιώτες μπορούσαν να φτάσουν στον βαθμό του Principalis. Ωστόσο όσοι το έκαναν κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους, ονομάστηκαν προσφωνητές τού Αυτοκράτορα (Evocati Augusti) από τον Αυτοκράτορα. Αυτός ο χαρακτηρισμός τους επέτρεπε να προαχθούν σε τεχνικές διοικητικές θέσεις, ή εκπαιδευτές στη Ρώμη, ή σε μία εκατονταρχία σε λεγεώνα, και κατά συνέπεια να παρατείνουν τη σταδιοδρομία τους. Ορισμένοι principalis θα μπορούσαν στο τέλος της καριέρας τους να προαχθούν σε εκατόνταρχους στη Φρουρά και αυτό θα ήταν το απόγειο της καριέρας τους. Οποιοσδήποτε φιλόδοξος για περαιτέρω προαγωγή, θα έπρεπε να μεταγραφεί σε μία λεγεώνα.

Οι στρατιωτικοί τριβούνοι (Tribuni Militum) επικεφαλής των κοορτών ήταν Ρωμαίοι ιππείς. Σε αντίθεση με πολλά ανώτερα στελέχη του Στρατού Ξηράς, που προέρχοντο από την τάξη των Ιππέων, οι τριβούνοι αυτοί ξεκίνησαν την καριέρα τους στις τάξεις της Φρουράς και προήχθησαν από τις τάξεις της ιεραρχίας. Στη συνέχεια, αφού γινόταν εκατόνταρχοι, έπρεπε να υπηρετήσουν για μία περίοδο ενός έτους ως ανώτεροι εκατόνταρχοι σε μία ή περισσότερες λεγεώνες πριν αποκτήσουν το καθεστώς του Primus pilus (ο εκατονταρχος με την υψηλότερη κατάταξη σε μία λεγεώνα). Με την επιστροφή στη Ρώμη, κατελάμβαναν διαδοχικά τις θέσεις τού τριβούνου των άγρυπνων, τριβούνου της αστικής κόορτης και τέλος τριβούνου της Φρουράς.[5][9]

Άλλα καθοδηγητικά μονοπάτια προς τη θέση τού τριβούνου ήταν δυνατά, συμπεριλαμβανομένης της υπηρεσίας εξ ολοκλήρου στις λεγεώνες, φθάνοντας τον βαθμό του Primus pilus πριν αναχωρήσει για τη Ρώμη. Ωστόσο, όλοι οι τριβούνοι ήταν βετεράνοι μάχης με μεγάλη στρατιωτική εμπειρία.[5][9] Κάθε τριβούνος υπηρετούσε στη Ρώμη για έναν χρόνο, μετά τον οποίο ένας ορισμένος αριθμός ανδρών θα αποσυρόταν.

Μερικοί από αυτούς, με κατάταξη στην κορυφή της ιεραρχίας, θα μπορούσαν να αποκτήσουν μία δεύτερη θητεία ως Primus Pilus και να προχωρήσουν προς τα ανώτερα κλιμάκια της σταδιοδρομίας των ιππέων, πιθανώς να γίνουν πραιτωριανοίς έπαρχοι.[5][9]

Ωστόσο η πλειονότητα των επάρχων ήταν απλοί άνδρες της τάξης των ιππέων εκ γενετής. Οι άνδρες που ανέλαβαν τη διοίκηση της Φρουράς το επόμενο έτος 2 π.Χ. ήταν ιππείς με υψηλή αρχαιότητα, κατατασσόμενοι ακριβώς μετά από τον έπαρχο της Αιγύπτου. Ξεκινώντας από τον Βεσπασιανό, του οποίου ο γιος Τίτος ήταν ο ίδιος Πραιτωριανός έπαρχος, κατατασσόταν πρώτοι.

Εξοπλισμός και παραδόσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας Πραιτωριανός στρατιώτης οπλισμένος με τυπικό ρωμαϊκό όπλο, το βαρύ ακόντιο (pila), τον 2ο αι. μ.Χ.

Η πραιτωριανή φρουρά, όπως όλοι οι λεγεωνάριοι, διέθεταν διάφορα είδη εξοπλισμού για την εκτέλεση διαφορετικών αποστολών. Πιο συγκεκριμένα ως σωματοφυλακή, συνοδεία ή εφεδρική στρατιωτική δύναμη, διέθεταν προσαρμόσιμο εξοπλισμό για κάθε λειτουργία.

Για βαριές γραμμές μάχης πεζικού (σύστημα τριπλού πεδίου μάχης, Triplex Acies System), έβαλαν κράνη, πανοπλίες (κατετμημένη Lorica segmentata, με άγκιστρα Lorica hamata, κλιμακωτή Lorica squamata ειδικά τον 2ο και 3ο αι.), βαριές πολύχρωμες ασπίδες (scuta), βαριά ακόντια (pila) και αργότερα ακόμη και μακριά δόρατα και ελαφρύτερες λόγχες (δόρυ hasta, λόγχη lancea).

Τα κράνη της πραιτοριανής φρουράς περιλάμβαναν υψηλό κράνος (galea) με περίτεχνες λεπτομέρειες επεξεργασμένες στο μέταλλο. Οι ασπίδες ήταν ωοειδείς και πιο στιβαρές σε σύγκριση με το κανονικό ορθογώνιο σχήμα, που χρησιμοποιείτο μερικές φορές από τις λεγεώνες. Κάθε λεγεώνα είχε το δικό της έμβλημα στην ασπίδα (scutum) της και η Πραιτοριανή Φρουρά ήταν πιθανώς η μόνη μονάδα, που περιλάμβανε πρόσθετα διακριτικά στις ασπίδες της. Κάθε ομάδα είχε τη δική της εκδοχή των πραιτοριανών διακριτικών. Οι μονάδες της Πραιτοριανής Φρουράς μπορούσαν να φορούν κάπες από δέρμα λιονταριού και τα λάβαρά τους ήταν τόσο διακοσμημένα με βραβεία, που οι άνδρες δυσκολεύονταν να τα μεταφέρουν σε μεγάλες πορείες.

Τα λάβαρα της Πραιτοριανής Φρουράς περιελάμβαναν τη φτερωτή θεά της νίκης.

Για τους συνοδούς, οι ωοειδείς ασπίδες και οι λόγχες αντικατέστησαν την ασπίδα και το ακόντιο. Οι αποστολές στη Ρώμη, στο κέντρο της πόλης, ήταν κατ' αρχήν απαγορευμένες στους στρατιώτες, έτσι φορούσαν μία τόγκα.

Η Πραιτωριανή Φρουρά, όπως όλοι οι λεγεωνάριοι, μοιραζόταν παρόμοια διακριτικά, κυρίως στις ασπίδες τους. Οι ασπίδες της Πραιτωριανής Φρουράς περιλάμβαναν φτερά και κεραυνούς, που αναφέρονται στον Δία, και επίσης περιλάμβαναν μοναδικά σκορπιούς, αστέρια και ημισέληνο.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Andrews, Evan. «8 Things You May Not Know About the Praetorian Guard». History.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 23 Αυγούστου 2020. 
  2. «Roman Economy – Prices in Ancient Rome». Ancientcoins.bis. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Ιανουαρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουνίου 2007. 
  3. 8 Things You May Not Know About the Praetorian Guard
  4. Bingham 1997, pp. 121–122.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 5,6 Rankov, Boris (1994). The Praetorian Guard. Osprey Publishing. ISBN 978-1-85532-361-2. 
  6. Bingham 1997, pp. 118–122.
  7. 7,0 7,1 7,2 Le Bohec, Y. (1989). L'Armée Romaine (στα Γαλλικά). Picard. ISBN 2-7084-0744-9. 
  8. Musée de Cáceres. Q(uintus) Pomponius Potentinus / Ser(gia) h(ic) s(itus) e(st) / C(aius) Pomponius Potentinus / mil(es) c(o)hor(tis) IIII praet(oriae) / test(amento) fieri iussit.
  9. 9,0 9,1 9,2 Petit, Paul (1974). Histoire générale de l'Empire romain (στα Γαλλικά). Éditions du Seuil. σελ. 180. ISBN 2020026775. 

Αναφορές και περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Sandra J. Bingham, The Praetorian Guard in the Political and Social Life of Julio-Claudian Rome, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, University of British Columbia 1997
  • Sandra J. Bingham, The Praetorian Guard: A History of Rome's Elite Special Forces (Waco 2012). Αξιολογήθηκε εδώ .
  • Ross Cowan, " Protecting the Emperor Αρχειοθετήθηκε 2017-11-20 στο Wayback Machine. ", Military Illustrated 259 (2009), 24–31]
  • Ross Cowan, Ρωμαίος Φρουρός, 62 π.Χ. – 324 μ.Χ. (Οξφόρδη 2014)
  • 978-0-300-21895-4
  • Marcel Durry [fr], Les cohortes prétoriennes (Bibliothèque des Écoles françaises d'Athènes et de Rome, 146), Παρίσι, De Boccard, 1938
  • Lawrence Keppie [de], "The Praetorian Guard Before Sejanus", Athenaeum 84 (1996), 101–124, Legions and Veterans (Stuttgart 2000), 99–122 & addenda at 319–320
  • L. Passerini, Le Coorti Pretorie (Ρώμη 1939)
  • B. Rankov, The Pretorian Guard (Λονδίνο 1994)
  • MP Speidel, « Les prétoriens de Maxence », Mélanges de l'École française de Rome, Antiquité 100 (1988), 183–188
  • MP Speidel, "Maxentius' Praetorians" in Roman Army Studies II (Stuttgart 1992),385–389 – μια αναθεωρημένη αγγλική έκδοση του Speidel 1988
  • MP Speidel, Riding for Caesar (Cambridge, Mass. 1994)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]