Οι φόνοι της οδού Μοργκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι φόνοι της οδού Μοργκ
Εικονογράφηση του 1899
ΣυγγραφέαςΈντγκαρ Άλλαν Πόε
ΤίτλοςThe Murders in the Rue Morgue
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1841
20  Απριλίου 1841
Μορφήδιήγημα
ΧαρακτήρεςΣ. Αύγουστος Ντυπέν
ΤόποςΠαρίσι
LC ClassOL41072W[1]
Πρώτη έκδοσηGraham's Magazine
ΕπόμενοΤο μυστήριο της Μαρί Ροζέ
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Οι φόνοι της οδού Μοργκ (πρωτότυπος τίτλος: The Murders in the Rue Morgue) είναι διήγημα του Έντγκαρ Άλλαν Πόε που δημοσιεύτηκε σε περιοδικό της Φιλαδέλεφειας το 1841. Αναφέρεται ως το πρώτο σύγχρονο έργο αστυνομικής λογοτεχνίας.[2]

Στο έργο παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο ντετέκτιβ που δημιούργησε ο Πόε, ο Αύγουστος Ντυπέν, που με τη σπάνια αναλυτική του ικανότητα και τη δημιουργική φαντασία του καταφέρνει να διαλευκάνει το μυστήριο μιας διπλής δολοφονίας στο Παρίσι, ακατανόητης για την αστυνομία. Ο Ντυπέν επανεμφανίζεται στα δύο άλλα αστυνομικά διηγήματα του Πόε, Το μυστήριο της Μαρί Ροζέ (1842) και Το κλεμμένο γράμμα (1844).

Ο Αύγουστος Ντυπέν του Πόε είναι ο πρώτος φανταστικός ντετέκτιβ και παρουσιάζει πολλά από τα χαρακτηριστικά που έγιναν λογοτεχνικές συμβάσεις στους επόμενους φανταστικούς ντετέκτιβ, μεταξύ των οποίων ο Σέρλοκ Χολμς και ο Ηρακλής Πουαρό. Πολλοί μεταγενέστεροι συγγραφείς ακολούθησαν το μοντέλο του Πόε για τον ευφυή ντετέκτιβ, τον προσωπικό του φίλο που χρησιμεύει ως αφηγητής και βοηθός και την τελική αποκάλυψη που παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της παρατήρησης και της αναλυτική ικανότητας του ντετέκτιβ.[3]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εικονογράφηση του 1870

Η ιστορία διαδραματίζεται στο Παρίσι του 19ου αιώνα. Ωστόσο, τα περισσότερα από τα μέρη που αναφέρονται στο διήγημα, συμπεριλαμβανομένης της οδού Μοργκ, δεν υπάρχουν.

Ο ανώνυμος αφηγητής της ιστορίας ξεκινά με ένα εκτενές σχόλιο για τη φύση και την αναλυτική ικανότητα του ανθρώπινου πνεύματος και στη συνέχεια περιγράφει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνάντησε για πρώτη φορά τον Ντυπέν κατά τη διάρκεια μιας μακράς διαμονής του στο Παρίσι. Οι δυο τους μοιράζονται δωμάτια σε ένα παλιό αρχοντικό και δεν δέχονται επισκέπτες, έχοντας κόψει κάθε επαφή με παλιούς γνωστούς και βγαίνοντας έξω μόνο τη νύχτα. Ένα βράδυ, ο Ντυπέν εκπλήσσει τον αφηγητή καθώς μαντεύει τι σκέφτεται ο φίλος του παρατηρώντας τις κινήσεις του ενώ περπατά στο δρόμο, επιδεικνύοντας έτσι την αναλυτική του ικανότητα.[4]

Κατά το υπόλοιπο εκείνο το βράδυ και το επόμενο πρωί, ο Ντυπέν και ο αφηγητής διαβάζουν με μεγάλο ενδιαφέρον τις αφηγήσεις των εφημερίδων για μια άγρια διπλή δολοφονία. Η κυρία Λ' Επαναί και η κόρη της βρέθηκαν νεκρές στο σπίτι τους στην οδό Μοργκ. Η μητέρα βρέθηκε στην αυλή πίσω από το σπίτι, με πολλά σπασμένα οστά και τον λαιμό της τόσο βαθιά κομμένο που το κεφάλι της αποκολλήθηκε όταν το πτώμα μεταφέρθηκε. Η κόρη βρέθηκε στραγγαλισμένη και στρυμωγμένη ανάποδα στην καμινάδα του τζακιού. Οι δολοφονίες συνέβησαν σε ένα δωμάτιο του τέταρτου ορόφου που ήταν κλειδωμένο από μέσα. Στο πάτωμα βρέθηκαν ένα ματωμένο ξυράφι, ματωμένες τούφες γκρίζα μαλλιά και δύο σακούλες με χρυσά νομίσματα. Αρκετοί μάρτυρες ανέφεραν ότι άκουσαν δύο φωνές τη στιγμή της δολοφονίας, ο ένας άνδρας μιλούσε γαλλικά, αλλά διαφώνησαν στη γλώσσα που μιλούσε ο άλλος.[5]

Εικονογράφηση του 1935

Ωστόσο, δεν υπάρχει κανένα κίνητρο για το έγκλημα, ούτε καν μια εύλογη εξήγηση. Τα παράθυρα είναι κλειστά και φραγμένα από μέσα και κανείς δεν κατάφερε να ξεφύγει από την πόρτα αφού ο κόσμος ακούγοντας τις κραυγές έσπευσε σε βοήθεια και ως εκ τούτου αποτελεί μυστήριο για την αστυνομία το πώς ο δολοφόνος ή οι δολοφόνοι διέφυγαν από τη σκηνή.

Η αστυνομία ανακρίνει πολλούς υπόπτους και ο τραπεζικός υπάλληλος Αντόλφ Λεμπόν, ο οποίος είχε παραδώσει δύο σακουλάκια με χρυσά νομίσματα στις κυρίες την προηγούμενη μέρα, συλλαμβάνεται παρόλο που δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία που να τον συνδέουν με το έγκλημα. Ενθυμούμενος μια υπηρεσία που του πρόσφερε κάποτε ο Λεμπόν, ο Ντυπέν αποφασίζει να προσφέρει τη βοήθειά του στον γνωστό του «Ζ», τον αρχηγό της αστυνομίας.

Ο Ντυπέν και ο αφηγητής εξετάζουν το σπίτι ενδελεχώς. Την επόμενη μέρα, ο Ντυπέν απορρίπτει την ιδέα της ενοχής του Λεμπόν και το κίνητρο της ληστείας, γιατί τα χρήματα δεν είχαν κλαπεί. Επισημαίνει επίσης ότι ο δολοφόνος θα έπρεπε να έχει υπεράνθρωπη δύναμη για να σπρώξει το πτώμα της κόρης στην καμινάδα. Με την παρατηρητικότητα και με λογικές συνεπαγωγές καταλήγει στο συμπέρασμα, χωρίς να το γνωρίζει ο αναγνώστης εκείνη τη στιγμή. Βάζει μια αγγελία στην τοπική εφημερίδα ανακοινώνοντας ότι βρήκε έναν ουρακοτάγκο. Το ίδιο βράδυ, ένας ναύτης φτάνει να τον αναζητήσει.[6]

Η στιγμή που ο Ντυπέν ρωτά τον ναύτη για τους φόνους. Εικονογράφηση για μια έκδοση στο Λονδίνο (1909)

Ο ναύτης προσφέρεται να πληρώσει μια ανταμοιβή, αλλά ο Ντυπέν τον αιφνιδιάζει και ενδιαφέρεται μόνο να μάθει τις συνθήκες των δύο φόνων. Ο ναύτης αναγκάζεται να εξηγήσει ότι έπιασε τον ουρακοτάγκο ενώ βρισκόταν στο Βόρνεο και τον έφερε στο Παρίσι, με σκοπό να τον πουλήσει. Όταν είδε τον ουρακοτάγκο να προσπαθεί να ξυρίσει το πρόσωπό του με το ξυράφι του, μιμούμενος την πρωινή του περιποίηση, τον απείλησε με το μαστίγιο και το ζώο τρόμαξε, έφυγε και έφτασε στην οδό Μοργκ, όπου σκαρφάλωσε στο σπίτι και σκότωσε τη μητέρα, μιμούμενο την πράξη του ξυρίσματος με ξυράφι, και στραγγάλισε την κόρη. Ο ναύτης το καταδίωκε και ανέβηκε πίσω του σε μια προσπάθεια να πιάσει το ζώο. Οι δύο φωνές που ακούστηκαν από τους μάρτυρες ανήκαν σ' αυτόν και στο ζώο. Φοβούμενος τιμωρία από τον αφέντη του, ο ουρακοτάγκος πέταξε το πτώμα της μητέρας έξω από το παράθυρο και βύθισε την κόρη στην καμινάδα πριν τραπεί σε φυγή μέσα από ένα συρόμενο παράθυρο που φαινόταν να είναι κολλημένο στο πλαίσιο του παραθύρου με ένα καρφί. Με τον ίδιο τρόπο διέφυγε και ο ναύτης.[7]

Ο ουρακοτάγκος καταλήγει στον Ζωολογικό κήπο και ο Λεμπόν απελευθερώνεται. Ο διευθυντής της Αστυνομίας δεν μπορεί να κρύψει τη δυσαρέσκειά του για την τροπή που πήρε η υπόθεση και κάνει ειρωνικές παρατηρήσεις για τους ανθρώπους που δεν ασχολούνται με τις δικές τους δουλειές αλλά χώνουν τη μύτη τους παντού. Ο Ντυπέν σχολιάζει στον αφηγητή ότι δεν παραξενεύεται που ο «Ζ» δεν μπόρεσε να λύσει το μυστήριο γιατί είναι «κάπως πολύ πονηρός για να είναι βαθύς», αλλά είναι καλός άνθρωπος και του αρέσει ιδιαίτερα η μανία του «να αρνιέται ό,τι υπάρχει και να εξηγεί το ανύπαρκτο» (ένα απόσπασμα από την Ζυλί, ή η νέα Ελοΐζα (1761) του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ.[8]

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το διήγημα έχει διασκευαστεί πολλές φορές για το ραδιόφωνο, το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Έχει επίσης διασκευαστεί σε βιντεοπαιχνίδι και σε σειρές κόμικ.[9]

Το βρετανικό χέβι μέταλ συγκρότημα Iron Maiden έχει ένα τραγούδι στο άλμπουμ του 1981 Killers με τίτλο Murders in Rue Morgue, οι στίχοι αναφέρονται σε κάποιον που βρήκε δύο πτώματα και στη συνέχεια φεύγει από τη σκηνή αφού κατηγορήθηκε ψευδώς ότι διέπραξε τους φόνους (κάτι που δεν συνέβη στην ιστορία).[10]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Η διπλή δολοφονία της οδού Μοργκ, μετάφραση: Στέλλα Βουρδουμπά εκδόσεις Γαλαξίας-Ερμείας, 1982
  • Οι φόνοι της οδού Μοργκ, μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας, εκδόσεις Ερατώ, 2017 [11]
  • Οι φόνοι της οδού Μοργκ, μετάφραση: Βιολέττα Ζεύκη,Εκδόσεις Δίοπτρα, 2023 [12]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]