Μέρφι (Μπέκετ)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μέρφι
ΣυγγραφέαςΣάμιουελ Μπέκετ
ΤίτλοςMurphy
ΓλώσσαΑγγλικά
Γαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1938
Πολιτιστικό κίνημαΝέο Μυθιστόρημα
Μορφήμυθιστόρημα
Πρώτη έκδοσηRoutledge

Ο Μέρφι (αγγλικός τίτλος: Murphy) είναι μυθιστόρημα του Ιρλανδού συγγραφέα και δραματουργού Σάμιουελ Μπέκετ που δημοσιεύτηκε το 1938. Είναι το τρίτο σημαντικό πεζογραφικό έργο του συγγραφέα και το πρώτο δημοσιευμένο μυθιστόρημα. Σε αντίθεση με τα περισσότερα μεταγενέστερα έργα που ο Μπέκετ έγραψε στα γαλλικά, είναι γραμμένο στα αγγλικά.[1]

Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται ο άνεργος Ιρλανδός μετανάστης Μέρφι που ζει στο Λονδίνο και η τραγική-γκροτέσκα ιστορία της προσπάθειάς του να αποδράσει από την πραγματικότητα. Ταυτόχρονα και ως αντίστιξη, αναπτύσσεται μια κωμική, ταραχώδης αστυνομική ιστορία. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, το κείμενο - μια σειρά αλληλοσυνδεόμενων ιστοριών με έξυπνα, πνευματώδη, σκοτεινά αστεία - με τις διακειμενικές αναφορές, τα λογοπαίγνια μέχρι την ασάφεια μεγάλου μέρους των διαλόγων και τον παραλογισμό της πλοκής, είναι ένα απαιτητικό ανάγνωσμα. [2]

Το μυθιστόρημα βρίσκεται στη θέση 66 στον κατάλογο με τα 100 καλύτερα μυθιστορήματα της εφημερίδας The Guardian. [3]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα ξεκινά με τον πρωταγωνιστή να έχει δεθεί γυμνός σε μια κουνιστή καρέκλα στο διαμέρισμά του και να κουνιέται πέρα ​​δώθε στο σκοτάδι. Αυτή φαίνεται να είναι συνήθεια του Μέρφι, με την οποία περιέρχεται σε μια κατάσταση διαλογισμού και σχεδόν ανυπαρξίας που βρίσκει ευχάριστη, ένα καταφύγιο όπου το μυαλό του ελευθερώνεται σε ατελείωτες περιπλανήσεις στο πραγματικό και το εικονικό. Επιτυγχάνει έτσι ένα είδος μυστικιστικής απορρόφησης, μια κατάσταση έκστασης με συναισθήματα ευτυχίας, με αποκορύφωμα την απόλυτη ελευθερία.[4]

Ο Μέρφι, αρραβωνιασμένος με τη μις Κούνιχαν, αφού άφησε το πανεπιστήμιο στο Κορκ εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, φαινομενικά για να στραφεί σε μια προσοδοφόρα ενασχόληση, αλλά ζει μια ασταθή ζωή χωρίς δουλειά. Πιστεύει «ότι το μέλλον του επιφυλάσσει σπουδαία πράγματα» και υποστηρίζεται οικονομικά από έναν θείο του, ο οποίος του πληρώνει το ενοίκιο. Μετά από πολύ μεγάλη απουσία, η μνηστή του, που ακόμη περιμένει γράμμα του, και ο Νήρι (καθηγητής και μέντορας του, ένας εκκεντρικός τύπος από το Κορκ που έχει την ικανότητα να σταματάει την καρδιά του), προσλαμβάνουν τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Κούπερ για να βρει τον Μέρφι. Η αφήγηση εναλλάσσεται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο μεταξύ της ιστορίας του Μέρφι και της προσπάθειας των Νήρι/Κούνιχαν/Κούπερ να τον βρουν.[5]

Ο «διαλογισμοί» του Μέρφι - μεταξύ των στοχαστών που επηρεάζουν τις σκέψεις του είναι ο Σπινόζα, ο Ντεκάρτ κλ - διακόπτονται από την άφιξη της τωρινής ερωμένης του, Σίλια Κέλι, η οποία έγινε πόρνη μετά το θάνατο των γονιών της σε νεαρή ηλικία. Ο Μέρφι της είχε κάνει πρόταση γάμου λίγο μετά τη συνάντησή τους, αλλά μέχρι στιγμής δεν κατάφεραν να παντρευτούν λόγω της έλλειψης χρημάτων - «Η Σίλια ξόδευε κάθε δεκάρα που κέρδιζε και ο Μέρφι δεν κέρδιζε δεκάρες» - και των αντικρουόμενων συναισθημάτων του Μέρφι. Η Σίλια βρίσκει τον Μέρφι στο διαμέρισμά του ακόμη γυμνό στην κουνιστή πολυθρόνα, την οποία με κάποιο τρόπο έχει αναποδογυρίσει. Τον προτρέπει να βρει δουλειά ώστε να ξεκινήσουν μια κανονική ζωή και του λέει ότι αν δεν το κάνει θα τον εγκαταλείψει. Ο Μέρφι δέχεται απρόθυμα να προσπαθήσει.[3]

Τελικά βρίσκει δουλειά σε ψυχιατρείο στο βόρειο Λονδίνο, ως νυχτερινός νοσοκόμος. Έχοντας βρει επιτέλους συγγενικά πνεύματα - θεωρεί την παραφροσύνη των ασθενών μια ελκυστική εναλλακτική στη συνειδητή ύπαρξη - ο Μέρφι εγκαταλείπει τη Σίλια.

Μετά από διάφορες περιπέτειες, όταν ο Κούπερ, ο Nήρι και η μις Κούνιχαν, μαζί με τη Σίλια περιμένουν την επιστροφή του Μέρφι, το μυθιστόρημα φτάνει στην παράλογη κορύφωση και στο τέλος του, όπου ο Μέρφι καίγεται κατά λάθος όταν κάποιος ανάβει το γκάζι στο δωμάτιό του και προκαλείται πυρκαγιά. Ο Κούπερ πετάει τα αποτεφρωμένα λείψανα του Μέρφι σε ένα μπαρ μετά από καυγά. Οι στάχτες καταλήγουν στο πάτωμα και παρασύρονται κατά το καθάρισμα το επόμενο πρωί.[6]

Δημιουργία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ομώνυμος χαρακτήρας Μέρφι έχει προφανώς μια αυτοβιογραφική σχέση με τον συγγραφέα: αντί να διευθύνει την εταιρεία με τον αδερφό του μετά τον θάνατο του πατέρα του (1933), ο Μπέκετ πήγε από το Δουβλίνο στο Λονδίνο και, με την οικονομική υποστήριξη της μητέρας του, άρχισε να γράφει διηγήματα και μυθιστορήματα. Ωστόσο, δεν είχε καμία επιτυχία με τις εκδόσεις και υπέφερε από έλλειψη χρημάτων και κατάθλιψη. Ενώ εργαζόταν στο μυθιστόρημα Μέρφι (1934), ξεκίνησε μια διετή ψυχανάλυση με έναν ειδικό στα σχιζοφρενικά φαινόμενα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου παρακολούθησε διαλέξεις του ψυχαναλυτή Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ και επισκεπτόταν ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο για να μελετήσει τα φαινόμενα. Ο Μπέκετ έγραψε το μυθιστόρημά του - σε αντίθεση με τα μεταγενέστερα γραπτά του - στα αγγλικά. Μετά από πολλές απορρίψεις, το μυθιστόρημα εκδόθηκε στο Παρίσι το 1938, αλλά δεν γνώρισε μεγάλη επιτυχία.

Μετά τη διεθνή αναγνώριση του συγγραφέα το 1953 με το έργο του Περιμένοντας τον Γκοντό το 1948, οι κριτικοί λογοτεχνίας εξέτασαν το πρώιμο έργο του και αναγνώρισαν πολλά μοτίβα από προηγούμενα έργα του: η απομάκρυνση από τον κόσμο ενισχύεται και με τα μεταγενέστερα μυθιστορήματα Μολλόυ, Ο Μαλόν πεθαίνει (1951) και Ο ακατονόμαστος (1953). Στον Μέρφι διέκριναν επίσης επίσης επιρροές από το δεύτερο μέρος της Θείας Κωμωδίας του Δάντη. Επιπλέον, τόνισαν τις ομοιότητες με έργα του θεάτρου του παραλόγου, του οποίου ο συγγραφέας θεωρείται εξέχων εκπρόσωπος: παράλογα σενάρια, παράλογες ενέργειες και φαινομενικά τυχαία συνδεδεμένες σειρές διαλόγων, η φτώχεια και ο παραλογισμός της ανθρώπινης ζωής, παρωδίες των αφηγηματικών τεχνικών της παραδοσιακής λογοτεχνίας κλ.[6]

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μέρφυ, μτφ. Ελεάννα Πανάγου, εκδ. Ύψιλον, 2020 [7]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]