Ο Μαλόν πεθαίνει

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Μαλόν πεθαίνει
ΣυγγραφέαςΣάμιουελ Μπέκετ
ΤίτλοςMalone Meurt
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1951
Πολιτιστικό κίνημαΝέο Μυθιστόρημα
Μορφήμυθιστόρημα
ΒραβείαΟι μεγαλύτερες επιτυχίες του 20ου αιώνα: 100 αγγλόφωνα βιβλία μυθοπλασίας[1]
LC ClassOL7875264M και OL15210980W[2]
LΤ ID103067
Πρώτη έκδοσηLes Éditions de Minuit
ΠροηγούμενοΜολλόυ
ΕπόμενοΟ ακατονόμαστος

Ο Μαλόν πεθαίνει (πρωτότυπος τίτλος στα γαλλικά: Malone meurt) είναι μυθιστόρημα του Ιρλανδού συγγραφέα Σάμιουελ Μπέκετ. Εκδόθηκε το 1951 και αργότερα μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον συγγραφέα.[3]

Ο Μπέκετ εικονογραφεί την αγωνία και την απόγνωση ενός ανθρώπου που περιμένει τον θάνατο και που συνειδητοποιεί συνεχώς την ταπείνωση που συνοδεύει την αδυναμία να εκτελέσει απλές ενέργειες. Παρά το ζοφερό θέμα, το βιβλίο είναι μια σκοτεινή υπαρξιστική κωμωδία, είναι γραμμένο με χιούμορ και γλαφυρό ύφος. Ο μονόλογος του Μαλόν ξεπερνά τα όρια της συμβατικής μορφής αφήγησης και συχνά είναι ασυνάρτητος και στερείται λογικής.[4]

Μαζί με τα μυθιστορήματα Μολλόυ (1951) και Ο ακατονόμαστος (1953) σχηματίζει μια ενιαία τριλογία, η οποία θεωρείται από τις κορυφαίες της πεζογραφικής δημιουργικότητας του συγγραφέα και από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα του μοντερνισμού του 20ού αιώνα. Η τριλογία περιλαμβάνεται στα 100 καλύτερα βιβλία όλων των εποχών που συντάχθηκε το 2002 από τη Νορβηγική Λέσχη Βιβλίου.

Η τριλογία του Μπέκετ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μαλόν πεθαίνει ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1948 και είναι το δεύτερο από την τριλογία μυθιστορημάτων, η οποία αρχίζει με τον Μολλόυ και τελειώνει με τον Ακατανόμαστο. Τα τρία μυθιστορήματα, που ο Μπέκετ έγραψε στο Παρίσι μεταξύ 1947 και 1950, τα έγραψε στα γαλλικά και στη συνέχεια, εκτός από κάποια συνεργατική μετάφραση για το Μολλόυ με τον Πάτρικ Μπόουλς, έκανε μόνος του τις μεταφράσεις όπως και για τα περισσότερα έργα του.  Όπως σημειώνει ο Πολ Όστερ, «οι μεταφράσεις των έργων του Μπέκετ από τον ίδιο δεν είναι ποτέ κυριολεκτικές, λέξη προς λέξη μεταγραφές. Είναι ελεύθερες, εξαιρετικά εφευρετικές διασκευές του αρχικού κειμένου από τη μία γλώσσα στην άλλη, από τον έναν πολιτισμό στον άλλον, στην πραγματικότητα, έγραψε κάθε βιβλίο δύο φορές, και κάθε εκδοχή φέρει το δικό της ανεξίτηλο σημάδι». Τα τρία βιβλία, γραμμένα με χιούμορ και γλαφυρό ύφος, είναι σκοτεινές υπαρξιστικές κωμωδίες «των οποίων το φαινομενικό θέμα είναι ο θάνατος», αλλά, όπως υποστηρίζει ο Σαλμάν Ρούσντι, «είναι στην πραγματικότητα βιβλία για τη ζωή, τη δια βίου μάχη της ζωής ενάντια στη σκιά της, τη ζωή που εμφανίζεται κοντά στο τέλος της μάχης».[5]

Ωστόσο, δεν υπάρχει άμεση ρητή σύνδεση με τον Μολλόυ, είτε από άποψη πλοκής είτε χαρακτήρων, ο Μαλόν ενδέχεται να είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Μολλόυ, αλλά μένει αδιευκρίνιστο από τον συγγραφέα. Ενώ ο Μολλόυ και ο Μοράν κινούνται στον εξωτερικό κόσμο, η ζωή του ετοιμοθάνατου Μαλόν διαδραματίζεται μόνο στον εσωτερικό κόσμο του δωματίου του, σχεδόν τίποτα δεν συμβαίνει από άποψη εξωτερικής δράσης. Καθηλωμένος στο κρεβάτι, η δυσάρεστη κατάσταση του Μαλόν αντανακλά τον προοδευτικό περιορισμό της κινητικής ελευθερίας και τη μετάβαση από μια εξωτερική σε μια εσωτερική αναζήτηση, «μια οριστική εγκατάλειψη σε έναν θάνατο που είναι κάτι περισσότερο από τη διακοπή της αναπνοής». Η αδυναμία του Μαλόν να ολοκληρώσει τις ιστορίες που προσπαθεί να διηγηθεί έχει θεωρηθεί ως σάτιρα της συγγραφικής διαδικασίας. [3]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μαλόν είναι ένας ηλικιωμένος που βρίσκεται κατάκοιτος στο κρεβάτι είτε σε άσυλο είτε σε νοσοκομείο - δεν είναι σίγουρος ακριβώς - και περιμένει τον θάνατό του. Μπορεί να κουνήσει μόνο το κεφάλι και το ένα του χέρι. Η μνήμη του είναι αναξιόπιστη, δεν ξέρει αν ανακαλεί αναμνήσεις ή τις εφευρίσκει. Τα περισσότερα από τα προσωπικά του αντικείμενα του έχουν αφαιρεθεί, αν και έχει μολύβι κι ένα τετράδιο όπου γράφει. Ο Μαλόν παραδέχεται ότι σκότωσε έξι ανθρώπους αλλά φαίνεται να πιστεύει ότι δεν είναι κάτι σοβαρό, ιδιαίτερα ο τελευταίος φόνος: έκοψε τον λαιμό ενός εντελώς άγνωστου με ένα ξυράφι. [6]

Καθώς περιμένει το αναπόφευκτο, καταγράφει σκέψεις και ιστορίες (ημιτελείς), οι οποίες μπορεί να σχετίζονται με τη ζωή του ή μπορεί να είναι αποκύημα της φαντασίας του. Οι σημειώσεις του εναλλάσσονται μεταξύ της δικής του κατάστασης και της ιστορίας ενός αγοριού που αρχικά ονομάζει Σάπο. Οι γονείς του είναι φτωχοί και άρρωστοι, αλλά τον πιέζουν να ακολουθήσει ένα αξιόλογο επάγγελμα όπως η νομική ή η ιατρική. Για τον σκοπό αυτό, τον βάζουν να παρακολουθήσει ιδιαίτερα μαθήματα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όμως στη συνέχεια ο Σάπο περνά το καλοκαίρι του στη φάρμα της οικογένειας Λαμπέρ. Ο πατέρας, αγρότης και χασάπης, κακοποιεί τη γυναίκα του, η οποία είναι καταθλιπτική και φαινομενικά αδιάφορη για την κατάστασή της. Ο πατέρας και ο γιος του έχουν επίσης αιμομικτικά συναισθήματα προς την κόρη της οικογένειας. Ο Σάπο δεν ασχολείται πολύ με την οικογένεια, αλλά παραμένει στο παρασκήνιο της ζωής τους.[7]

Αφού ο Μαλόν χάνει το μολύβι του και το βρίσκει μετά από δύο μέρες, επιστρέφει στην ιστορία του Σάπο, αλλά το αγόρι έχει ενηλικιωθεί και το όνομά του αλλάζει σε Μάκμαν, με τον οποίο συχνά ο Μαλόν ταυτίζεται. Ο Μάκμαν είναι ένας αλήτης, ψυχικά διαταραγμένος: μια μέρα παγιδευμένος σε μια καταιγίδα, αποφασίζει να ξαπλώσει στο έδαφος, έτσι ώστε τουλάχιστον ένα μέρος του να μείνει στεγνό. Καθώς η βροχή συνεχίζει με αμείωτη βία, ο Μάκμαν κυλιέται ξανά και ξανά, μέχρι που αρχίζει να ονειρεύεται ότι έγινε κύλινδρος και δεν θα περπατήσει ξανά όρθιος. Τελικά καταλήγει σε ίδρυμα όπου τον φροντίζει μια ηλικιωμένη γυναίκα, η Μολ, με έναν σταυρό σκαλισμένο σε ένα δόντι της που αντιπροσωπεύει τον Ιησού. Οι δυο τους ξεκινούν μια σεξουαλική σχέση, αλλά μετά από λίγο εκείνη δεν επιστρέφει και εκείνος μαθαίνει ότι πέθανε. Στη συνέχεια τον Μάκμαν (ο οποίος μερικές φορές εμφανίζεται σαν αφηγητής) τον φροντίζει ένας άνδρας νοσοκόμος, ο Λεμουέλ, μεταξύ τους υπάρχει εχθρότητα. Το μυθιστόρημα τελειώνει με μια εκδρομή που οργανώνει μια φιλάνθρωπη κυρία για κάποιους κρατούμενους του ιδρύματος, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Λεμουέλ διαπράττει έναν διπλό φόνο χωρίς προφανή λόγο. Οδηγεί τους κρατούμενους πίσω στη βάρκα και καθώς σηκώνει το τσεκούρι για να τους σκοτώσει, το μυθιστόρημα χωρίζεται σε θραύσματα προτάσεων, υποδηλώνοντας ότι ίσως ο Μαλόν πέθανε.[7]

Συγχρόνως, ο Μαλόν στοχάζεται λεπτομερώς πάνω σε θέματα που τον απασχολούν: τη σωματική του κατάσταση (ειδικά τη σεξουαλικότητα και την αναπηρία του), την αναζήτηση του νοήματος του Θεού, τη μοναξιά και τον θάνατο, σκέψεις που καταγράφει παράλληλα με τα γεγονότα που προσπαθεί να αφηγηθεί, αν και ξεχνάει, διακόπτει ή εγκαταλείπει τις ιστορίες του, γεγονός που καταδεικνύει την πνευματική φθορά του. Αρκετές φορές αναφέρεται σε προηγούμενους χαρακτήρες του Μπέκετ.[4]

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο Μαλόν πεθαίνει, μτφ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, εκδ. Ύψιλον, 1993 [8]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]