Ηλιαστές

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι ηλιαστές (αρχαία ελληνικά: ἡλιασταί) ήσαν τα μέλη των ελληνικών δικαστηρίων κατά την διάρκεια της Αρχαιότητας. Ο ορισμός του γινόταν από την Εκκλησία του Δήμου.

Έδιναν τον ηλιαστικό όρκο.

Η Ηλιαία αποτελούσε το λαϊκό δικαστήριο. Αποτελούμενο από 6.000 πολίτες, ηλικίας μεγαλύτερης των 30 ετών (τους ηλιαστές), ήταν υπεύθυνο για την απονομή της δικαιοσύνης. Τα μέλη της Ηλιαίας ορίζονταν μέσω κλήρωσης σε ετήσια βάση από την Εκκλησία του Δήμου. Οι ηλιαστές έδρευαν σε ξύλινους πάγκους επικαλυμμένους με σχοινένιες ψάθες[1], ενώ ο άρχων ο οποίος προήδρευε της συνεδρίασης έδρευε επάνω σε ένα υψηλό βάθρο γνωστό ως βῆμα.

Υπό τον Περικλή, οι ηλιαστές ελάμβαναν καθημερινό μισθό ύψους ενός οβολού, ο οποίος, στην συνέχεια, αυξήθηκε στους τρεις οβολούς από τον Κλέωνα, το 425 π.Χ. Στην Ηλιαία μετείχαν, εκείνη την περίοδο, εκπρόσωποι των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων οι οποίοι επιθυμούσαν να λάβουν τον συγκεκριμένο χαμηλό μισθό, ή ηλικιωμένοι. Το δικαστικό σύστημα ξεκίνησε, εκείνη την περίοδο, να εμφανίζει παρεκκλίσεις, αποτελώντας αντικείμενο στα χέρια δημαγωγών ή να λαμβάνει χώρα κατάχρηση του ρόλου του εκ μέρους συκοφαντών[2]. Οι ηλιαστές αποτέλεσαν αντικείμενο χλευασμού εκ μέρους του Αριστοφάνη, ιδιαίτερα εντός τους έργου του υπό τον τίτλο Σφήκες.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. *Flacelière, Robert (1971). La vie quotidienne en Grèce au siècle de Périclès (στα Γαλλικά). Hachette. σελ. 289. RF. .
  2. Marc-Jean Alfonsi, Aristophane, théâtre complet, t.I, GF-Flammarion (1966), Notice sur Les Guêpes.