Γλώσσες της Λευκορωσίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι επίσημες γλώσσες της Λευκορωσίας είναι τα ρωσικά και τα λευκορωσικά.

Η γλωσσική κατάσταση στη Λευκορωσία χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη πολλών γλωσσών. Οι δύο πιο διαδεδομένες γλώσσες στη χώρα είναι η λευκορωσική, η ρωσική και η τρασιάνκα, μια μικτή γλώσσα στην οποία υπάρχει εναλλαγή ρωσικών και λευκορωσικών στοιχείων και δομών αυθαίρετα.[1] Στην Ουκρανία υπάρχουν τα σούρζικ, ένα ιδίωμα με παρόμοια δομή με την τρασιάνκα, που συνδυάζει ουκρανικά και ρωσικά.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα παλαιότερα γνωστά έγγραφα από εθνολογικά λευκορωσικές περιοχές χρονολογούνται από τον 12ο αιώνα.[2] Τα περισσότερα από αυτά τα κείμενα είναι βιογραφίες αγίων και κηρύγματα στην εκκλησιαστική Σλαβονική γλώσσα. Τον 13ο και 14ο αιώνα, ένας αυξανόμενος αριθμός κειμένων δημοσιεύτηκε. Αυτά τα κείμενα ήταν κυρίως επίσημα έγγραφα και άλλα είδη εγγράφων, δείχνουν φωνητικά, γραμματικά και λεξικά χαρακτηριστικά που θεωρούνται σήμερα λευκορωσικά.[3] Υπάρχει μια συνεχιζόμενη επιστημονική συζήτηση σχετικά με το μερίδιο των στοιχείων από τα εκκλησιαστικά σλαβονικά και το μερίδιο των καθομιλούμενων ανατολικών σλαβονικών γλωσσών σχετικά με τα πρώιμα ανατολικά σλαβονικά κείμενα. Γενικά, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά τα μερίδια βασίζονταν ανάλογα με τη σπουδαιότητα του κειμένου σε "χαμηλό" ή "υψηλό": Σε "υψηλής σπουδαιότητας", κυρίως θρησκευτικά κείμενα κυριαρχούν τα εκκλησιαστικά σλαβονικά, ενώ σε "χαμηλής σπουδαιότητας" κείμενα, κείμενα καθημερινής φύσης, η επιρροή των ανατολικών σλαβονικών καθομιλουμένων κυριαρχούσε.[4]

Στα τέλη του 14ου και τον 15ο αιώνα τα ανατολικά σλαβονικά θρησκευτικά κείμενα σε ανατολικά σλαβονικά εδάφη υπέστησαν μια διαδικασία αρχαιοποίησης της γλώσσας, γνωστή και ως επαναβουλγαροποίηση (rebulgarisation). Ο σκοπός αυτής της αρχαιοποίησης ήταν να εξουδετερώσει την "παραποίηση" του θείου λόγου η οποία φέρεται να προκλήθηκε από την επίδραση των καθομιλουμένων γλωσσών.[5] Αυτή η αρχαιοποίηση έκανε τη εκκλησιαστική Σλαβονική ακόμη λιγότερο κατανοητή στον πληθυσμό απ'ότι ήδη ήταν, εξαιτίας της πολύπλοκης σύνταξης και του υψηλού ποσοστού αφηρημένου λεξιλογίου. Αυτό και η πολιτική άνοδος του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας με πλειοψηφία Σλάβων, συνέβαλε στην εμφάνιση μιας γραπτής γλώσσας σε μια αυτόχθονη Ανατολή Σλαβική βάση. Η γλώσσα αυτή προέκυψε ως κοινή γλώσσα από καθομιλούμενες μορφές της γλώσσας που συνόρευαν με τα διοικητικά κέντρα του Μεγάλου Δουκάτου.[6] Ήταν η επίσημη γλώσσα του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας και χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από τις αρχές, στα γραφεία και στη διπλωματική αλληλογραφία, αλλά με την πάροδο του χρόνου άρχισε να διεισδύει και σε "αποκλειστικούς" τομείς της εκκλησιαστικής σλαβονικής. Σε σύγχρονες πηγές αυτή η γλώσσα αναφέρεται ως "ρούσκι γιάζικ", η οποία εξυπηρετεί τους σκοπούς της φιλορωσικής ιστοριογραφίας ως επιχείρημα για την αξίωση διεκδίκησης αυτού του μέρους ως μέρος της ιστορίας της ρωσικής γλώσσας.[7] Από την άλλη πλευρά, η φιλολευκορωσική ιστοριογραφία θεωρεί ότι η "ρωσική γλώσσα" είναι η "παλαιά λευκορωσική γλώσσα" ("σταραμπιελαρούσκαγια μόβα"), ένας προβληματικός όρος, καθώς τότε δεν υπήρχε η διακριτή λευκορωσική γλώσσα.[8] Υπάρχει και η χρήση του όρου ρουθηνική γλώσσα, αν και ο τελευταίος όρος αναφέρεται μόνο στη νότια παραλλαγή της κρατικής γλώσσας του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας, παραλλαγή η οποία σήμερα λέγεται ουκρανικά.

Μετά την Ένωση του Λούμπλιν και την Ένωση του Μπρεστ η επιρροή της πολωνικής γλώσσας και πολιτισμού στο Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας αυξήθηκε εις βάρος των ρουθηνικών, των οποίων η χρήση σε επίσημα έγγραφα του Μεγάλου Δουκάτου απαγορεύτηκε το 1696. Στη συνέχεια, τα γλωσσικά στοιχεία των λευκορωσικών επιβίωσαν κυρίως χάρη στις καθομιλούμενες γλώσσες και τη λαογραφία που περνούσε στους νεότερους από στόμα σε στόμα. Μετά τους διαμελισμούς της Πολωνίας η πολωνική παρέμεινε αρχικά η κοινωνικά κυρίαρχη γλώσσα στη Λευκορωσία, αλλά μετά την εξέγερση του Νοεμβρίου τα ρωσικά άρχισαν να καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο αυτό το ρόλο, δημιουργώντας σταδιακά την επιβλητική θέση που έχει η ρωσική μέχρι σήμερα.

Ως μέρος του κινήματος του Ρομαντισμού του 19ου αιώνα, οι ποιητές και οι διανοούμενοι με καταγωγή από τη σημερινή Λευκορωσία εμπνεύστηκαν από τη γλώσσα των αγροτών και συνεισέφεραν σε μια νέα βάση για μια σύγχρονη λευκορωσική λογοτεχνική γλώσσα, η οποία σχετιζόταν μόνο εν μέρει με την επίσημη γλώσσα του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας.[9] Η γλωσσική πολιτική της Ρωσικής Αυτοκρατορίας αντιμετώπιζε τα λευκορωσικά ως ρωσική διάλεκτο. Μετά την εξέγερση του Ιανουαρίου το 1863, όπου συμμετείχαν και οι Λευκορώσοι, οι αρχές απέκλεισαν προς το παρόν τα βήματα προς μια λευκορωσική λογοτεχνική και πολιτιστική χειραφέτηση.[10]

Οι προσπάθειες για τη δημιουργία μιας σύγχρονης λευκορωσικής λογοτεχνικής γλώσσας εντάθηκαν μετά τις φιλελευθεροποιήσεις που ακολούθησαν τη Ρωσική Επανάσταση του 1905, όταν, μεταξύ άλλων ήρθη η απαγόρευση στην έκδοση κειμένων στα λευκορωσικά.[11] Θεμελιώδη λόγο στην ανάπτυξη της λογοτεχνίας στα σύγχρονα λευκορωσικά έπαιξε η εφημερίδα Νάσα Νίβα (δημοσιεύθηκε το 1906-1915 και εκδίδεται από το 1991 μέχρι σήμερα), στην οποία συνεισέφεραν κορυφαίοι λευκορώσοι διανοούμενοι της εποχής. Κατά τη γερμανική κατοχή στην επαρχία Όμπερ Οστ (Άπω Ανατολή), τα λευκορωσικά έγιναν για πρώτη φορά σχολικό μάθημα και επίσης για πρώτη φορά οι μαθητές μπορούσαν να παρακολουθήσουν μαθήματα στα λευκορωσικά.[12]

Σύμφωνα με τις αρχές της πολιτικής του Λένιν για τις εθνικότητες, στα πρώτα χρόνια της Λευκορωσικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, δηλαδή στη δεκαετία του 1920, υπήρξε μια νέα κρατική πολιτική με στόχο τη λευκορωσοποίηση της δημόσιας ζωής και την ανάπτυξη ορολογίας στη λευκορωσική γλώσσα.[13] Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 οι σοβιετικοί κρατικοί και κομματικοί ηγέτες ξεκίνησαν τον ιδεολογικό τους αγώνα κατά τον υποτιθέμενων τοπικών εθνικισμών οδηγώντας στο τέλος της λευκορωσοποίησης και σε βαριά καταστολή και φυσική εξουδετέρωση των λευκορώσων διανοούμενων στις δεκαετίες του 1930 και 1940.[14] Το 1934 η ρωσική ανακηρύχθηκε γλώσσα υπερεθνικής επικοινωνίας σε όλα τα εδάφη της Σοβιετικής Ένωσης και το 1938 τα ρωσικά έγιναν υποχρεωτικό μάθημα σε όλες τις μη ρωσόφωνες σοβιετικές δημοκρατίες.[15] Στη Δυτική Λευκορωσία, η οποία αποτελούσε μέρος της μεσοπολεμικής Πολωνίας, η εκεί πολιτική στόχευε σε μακροπρόθεσμη αφομοίωση των Λευκορώσων μέσω της πολωνικής εκπαίδευσης και της επιρροής της Καθολικής Εκκλησίας.[16]

Σημαντικότατη περίοδος για την ανάπτυξη της γλωσσικής κατάστασης είναι οι δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η εκβιομηχάνιση και η αστικοποίηση της Σοβιετικής Λευκορωσίας, ενώ η δυτική Λευκορωσία που ανήκε στην Πολωνία προσαρτήθηκε στη Σοβιετική Ένωση. Για πρώτη φορά οι Λευκορώσοι έγιναν η πλειοψηφία του πληθυσμού στα αστικά κέντρα στα οποία επικρατούσαν ρωσικές, εβραϊκές και πολωνικές επιρροές πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[17] Την ίδια στιγμή η Λευκορωσική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία έγινε η δημοκρατία με το υψηλότερο μερίδιο μεταναστών από τη Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία. Ειδικοί από τη Ρωσία, καθώς και άλλοι ρωσόφωνοι "μη Λευκορώσοι" συχνά κατείχαν ηγετικές θέσεις στην μεταπολεμική Λευκορωσική ΣΣΔ, συμβάλλοντας έτσι στο να γίνουν τα ρωσικά η γλώσσα της κοινωνικής προόδου. Αυτό οδήγησε τους Λευκορώσους μετανάστες από την εξοχή να σταματούν να χρησιμοποιούν τη λευκορωσική διάλεκτό τους και να προσαρμοστούν στο ρωσόφωνο περιβάλλον. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε το μείγμα λευκορωσικών με ρωσικά (τρασιάνκα) και διαιωνίστηκε με τις γενιές.[18] Ένας νόμος που ψηφίστηκε από το Ανώτατο Σοβιέτ της ΛΣΣΔ το 1959 επέτρεψε στους μαθητές ρωσόφωνων σχολείων να επιλέξουν να μην διδάσκονται λευκορωσικά ως μάθημα. Το 1978 το Συμβούλιο Υπουργών της Σοβιετικής Ένωσης αποφάσισε να εισάγει τα ρωσικά ως σχολικό μάθημα σε όλες τις πρώτες τάξεις των μη ρωσικών σχολείων, αποδυναμώνοντας περαιτέρω τη θέση της λευκορωσικής.[19]

Την εποχή της περεστρόικας η βελτίωση του νομικού και πραγματικού καθεστώτος της λευκορωσικής γλώσσας έγινε σημαντικό αίτημα της εθνικώς οργανωμένης ιντελιγκέντσια, των διανοουμένων δηλαδή, οι οποίοι άρχισαν να οργανώνονται στο Λευκορωσικό Λαϊκό Μέτωπο, και ως προς τη γλώσσα, στην Εταιρεία Λευκορωσικής Γλώσσας Φραντσίσακ Σκαρίνα. Υπό την πίεση του κινήματος της "εθνικής αναγέννησης" το 1990 το ανώτατο σοβιέτ της ΛΣΣΔ πέρασε ένα γλωσσικό νόμο με τον οποίο τα λευκορωσικά έγιναν η μόνη επίσημη γλώσσα στη ΛΣΣΔ.

Εξελίξεις μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης τον Δεκέμβριο του 1991, ο νόμος για τα λευκορωσικά παρέμεινε σε ισχύ και ξεκίνησε μια πολιτική λευκορωσοποίησης που στόχευε στη λευκορωσοποίηση των σημαντικότερων τμημάτων της δημόσιας ζωής σε δέκα χρόνια. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στο εκπαιδευτικό σύστημα.[20] Η πολιτική αυτή, ωστόσο, απορρίφθηκε από μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, και αυτό ώθησε τον Αλεξάντερ Λουκασένκο να ασχοληθεί με το ζήτημα της δήθεν "ισχυρής λευκορωσοποίησης" στην πρώτη του προεκλογική εκστρατεία το 1994. Μετά την εκλογή του, το 1995 ο Λουκασένκο ξεκίνησε ένα αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα, κατά το οποίο το 88.3% των ψηφοφόρων ψήφισε υπέρ του ισοδύναμου καθεστώτος για τα ρωσικά και τα λευκορωσικά και επαναφέρθηκε η σοβιετική σημαία της Λευκορωσίας (χωρίς το σφυροδρέπανο) και ένα εθνόσημο σοβιετικού τύπου.[20] Ο αναθεωρημένος νόμος για τη γλώσσα έκανε τα ρωσικά συνεπίσημη γλώσσα της χώρας μαζί με τα λευκορωσικά. Μετά το δημοψήφισμα, η πολιτική των θετικών διακρίσεων υπέρ της λευκορωσικής τελείωσε, καθώς σύμφωνα με το νέο νόμο σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής επιτρεπόταν η επίσημη χρήση και των δύο γλωσσών. Λόγω της μακράς κυριαρχίας των ρωσικών στη Λευκορωσία αυτή η νομική "ισότητα" των δύο επίσημων γλωσσών, στην πραγματικότητα, οδήγησε σε μια σχεδόν αποκλειστική χρήση της ρωσικής γλώσσας στη δημόσια ζωή, εκτός από μερικές θέσεις, ουσιαστικά στην επάνοδο των ρωσικών στο καθεστώς προ της ανεξαρτησίας. Ιδίως κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1990 και το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000, η δημόσια χρήση της λευκορωσικής εκτός της εκπαίδευσης και του πολιτισμού έγινε σύμβολο αντιπολιτευτικής δραστηριότητας. Αυτό ενισχύθηκε από κάποιες ασεβείς δηλώσεις του Λουκασένκο έκανε σχετικά με τη λευκορωσική γλώσσα.[21] Υπό το φως των πολιτικών και οικονομικών συγκρούσεων με τη Ρωσία, από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 και, πιο πρόσφατα, με τον ρόλο της Ρωσίας στον πόλεμο στο Ντονμπάς οι λευκορώσοι αξιωματικοί αντιμετωπίζουν καλύτερα τα λευκορωσικά, χρησιμοποιώντας πιο ευνοϊκή ρητορική σχετικά με αυτή. Ωστόσο δεν έχει υπάρξει κάποια θεμελιώδης αλλαγή στη γλωσσική πολιτική της Λευκορωσίας.[22]

Στις λευκορωσικές απογραφές του 1999 και του 2009, οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν σχετικά με τη μητρική τους γλώσσα και για ποια γλώσσα μιλούν συνήθως στο σπίτι τους. Το 1999 το 85.6% των πολιτών της Λευκορωσίας δήλωσαν τα λευκορωσικά ως μητρική γλώσσα και το 14.3% τα ρωσικά, ποσοστά που το 2009 ήταν στο 60.8% και το 37.0% αντίστοιχα για τις δύο επίσημες γλώσσες. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τεκμαίρεται μια σημαντική άνοδος της ρωσικής αυτή τη δεκαετία. Ως η γλώσσα που μιλούν περισσότερο στο σπίτι το 41.3% των Λευκορώσων δήλωσαν τα λευκορωσικά και το 58.6% τα ρωσικά, ποσοστά που το 2009 έφτασαν το 26.1% για τα λευκορωσικά και 69.8% για τα ρωσικά.[23] Μια πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου του Όλντενμπουργκ επεσήμανε την αναξιοπιστία των στατιστικών στοιχείων για τη γλώσσα στις λευκορωσικές απογραφές. Στις δικές του έρευνες περιλαμβάνει τη "λευκορωσορωσική μικτή γλώσσα" (κοινώς γνωστό ως "τρασιάνκα") ως τρίτη επιλογή πέρα από τα ρωσικά και τα λευκορωσικά. Επιπλέον, επιτρέπονται πολλαπλές απαντήσεις. Σχετικά με τη μητρική τους γλώσσα, το 49% των λευκορώσων επέλεξε τα λευκορωσικά, το 38% τα τρασιάνκα και το 30% τα ρωσικά.[24] Ως γλώσσα (- ες) της πρώτης κοινωνικοποίησης, περίπου το 50% των Λευκορώσων που ονόμασε τα τρασιάνκα, το 42% τα ρωσικά και 18% τα λευκορωσικά. Ως γλώσσα που χρησιμοποιούν κατά κύριο λόγο (επιτρεπόταν μόνο μια απάντηση), το 55% των ατόμων με Λευκορωσική εθνική ταυτότητα δήλωσαν τα ρωσικά, το 41% τα τρασιάνκα και μόνο ένα 4% τα λευκορωσικά.

Εκτός από τα ρωσικά, τα λευκορωσικά και τα τρασιάνκα, ομιλούνται και μειονοτικές γλώσσες στη Λευκορωσία, αλλά σε πολύ μικρότερη έκταση. Σύμφωνα με την απογραφή του 2009 η συντριπτική πλειοψηφία των μη Λευκορώσων χρησιμοποιεί τα ρωσικά στην καθημερινή τους ζωή, τάση που συναντάται αντιστοίχως σε όλες τις πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες (π.χ. στην Εσθονία, τα Ρωσικά είναι η μητρική γλώσσα των Ρώσων και σημαντικών ποσοστών των μη Εσθονών).

  • Σημείωση: Ως κλίμακα χιλιάδων εννοείται η αναφορά των αριθμών σε κλίμακα χιλιάδων, π.χ. 7.957 αντί για 7.957.000.
Απογραφή του 2009: Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στο σπίτι ανά εθνότητα, με ποσοστά[25]
Εθνικότητα Πληθυσμός σε κλίμακα χιλιάδων Λευκορωσικά Ρωσικά
Συνολικά 9.504 23.4 70.2
Λευκορώσοι 7.957 26.1 69.8
Ρώσοι 785 2.1 96.5
Πολωνοί 295 40.9 50.9
Ουκρανοί 159 6.1 88.4
Εβραίοι 13 2.0 95.9
Γλωσσικός χάρτης της Λευκορωσίας σύμφωνα με την απογραφή του 2009. Με μπλε τα ρωσικά και πράσινο τα λευκορωσικά.
Μητρική γλώσσα Ομιλούμενη γλώσσα
Απογραφή του 2019: Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στο σπίτι ανά εθνότητα με ποσοστά[26]
Εθνικότητα Πληθυσμός σε χιλιάδες άτομα Λευκορωσικά Ρωσικά
Συνολικά 9.413 26 71.3
Λευκορώσοι 7.990 28.5 71
Ρώσοι 706 2.5 97.2
Πολωνοί 287 46 52.4
Ουκρανοί 159 6.5 89
Εβραίοι 13 2.1 96.6

Γνώση λευκορωσικής και ρωσικής στη Λευκορωσία ανά περιφέρεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγή: Απογραφή του 2009, Λευκορωσική Στατιστική Υπηρεσία[27]

Απογραφή του 2009: Ταξινόμηση του πληθυσμού σύμφωνα με τη γνώση της λευκορωσικής και της ρωσικής γλώσσας (ο πληθυσμός δηλώνεται σε κλίμακα χιλιάδων)
Οντότητα Συνολικός πληθυσμός Συνολικός πληθυσμός, που δηλώνεται με βάση διάφορα στοιχεία
Μητρική γλώσσα Γλώσσα που ομιλείται στο σπίτι Άλλη γλώσσα που γνωρίζουν καλά
Λευκορωσικά Ρωσικά Λευκορωσικά Ρωσικά Λευκορωσικά Ρωσικά
Δημοκρατία της Λευκορωσίας 9503.8 5058.4 3948.1 2227.2 6673.0 1281.7 1305.4
Περιφέρεια Μπρεστ 1401.2 751.9 597.4 374.2 982.4 209.6 236.1
Περιφέρεια Βίτσεμπσκ 1230.8 646.8 543.7 276.1 900.8 207.7 176.9
Περιφέρεια Χόμελ 1440.7 786.4 602.8 326.4 1037.6 154.8 166.5
Περιφέρεια Γκρόντνο 1072.4 634.7 386.9 375.9 606.1 145.6 230.4
Πόλη του Μινσκ 1836.8 645.9 966.0 106.1 1508.7 321.6 54.3
Περιφέρεια Μινσκ 1422.5 987.2 390.5 553.0 796.6 127.4 343.9
Περιφέρεια Μογκιλιόφ 1099.4 605.5 460.8 215.5 840.8 115.0 97.3

Από τα δεδομένα του παραπάνω πίνακα προκύπτει ότι στη Λευκορωσία, στο σύνολο του πληθυσμού περίπου το 70% των Λευκορώσων δήλωσαν ότι μιλούν ρωσικά στο σπίτι, το 23% ανέφερε τα λευκορωσικά και το υπόλοιπο 6% ανέφερε μια άλλη γλώσσα. Η περιοχή όπου τα λευκορωσικά χρησιμοποιούνται λιγότερο είναι το Μινσκ (6% των κατοίκων), ενώ η περιοχή που χρησιμοποιείται περισσότερο η λευκορωσική είναι η περιφέρεια Μινσκ (39% των κατοίκων, πρέπει να σημειωθεί ότι η περιφέρεια Μινσκ διοικητικά αποκλείει την πόλη του Μινσκ).

Απογραφή του 2019: Ταξινόμηση του πληθυσμού σύμφωνα με τη γνώση της λευκορωσικής και της ρωσικής γλώσσας (ο πληθυσμός δηλώνεται σε κλίμακα χιλιάδων)[28]
Οντότητα Συνολικός πληθυσμός Συνολικός πληθυσμός, που δηλώνεται με βάση διάφορα στοιχεία
Μητρική γλώσσα Γλώσσα που ομιλείται στο σπίτι
Λευκορωσικά Ρωσικά Λευκορωσικά Ρωσικά
Δημοκρατία της Λευκορωσίας 9413.4 5094.9 3983.8 2447.8 6718.6
Περιφέρεια Μπρεστ 1348.1 1037.7 270.5 218.7 1103.0
Περιφέρεια Βίτσεμπσκ 1135.7 514.0 585.6 142.8 965.6
Περιφέρεια Χόμελ 1388.5 652.7 693.7 201.1 1156.3
Περιφέρεια Γκρόντνο 1026.8 559.9 427.8 389.1 616.7
Πόλη του Μινσκ 2018.3 982.1 980.1 689.1 1292.6
Περιφέρεια Μινσκ 1471.2 876.1 548.3 549.6 884.6
Περιφέρεια Μογκιλιόφ 1024.8 472.4 477.7 257.2 698.9

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Hentschel, G. (2014) Belarusian and Russian in the Mixed Speech of Belarus. In: Besters-Dilger, J. et al. (eds.): Congruence in Contact-Induced Language Change: Language Families, Typological Resemblance, and Perceived Similarity. Berlin/Boston, 93-121.
  2. McMillin, A. (1980): Belorussian. In: Schenker, A. & E. Stankiewicz (ed.): The Slavic literary languages. Formation and development. New Haven, 105-117.
  3. Pryhodzič, M. (1998): Z historyi belaruskaj movy i jaje vyvučėnnja. In: Lukašanec, A. et al. (rėd.): Belaruskaja mova. Opole, 13-24.
  4. Uspenskij, B. (1987): Istorija russkogo literaturnogo jazyka (XI-XVII vv.), München.
  5. Birnbaum, H. (1975): On the significance of the second south Slavic influence for the evolution of the Russian literary language. In: International Journal of Slavic Linguistics and Poetics 21 (1975), 23-50.
  6. Cychun, H. (2002): Weißrussisch. In: Okuka, M. (Hrsg.): Lexikon der Sprachen des europäischen Ostens. Klagenfurt, 563-579.
  7. Brüggemann, M. (2013): Unentbehrliches Russisch, entbehrliches Weißrussisch? Russophone zur Sprachgeschichte und Sprachverwendung in Weißrussland. In: Kempgen, S. et al. (Hrsg.): Deutsche Beiträge zum 15. Internationalen Slavistenkongress Minsk 2013. München etc., 89-98.
  8. Plokhy, S. (2006): The origins of the Slavic nations: Premodern identities in Russia, Ukraine and Belarus. Cambridge.
  9. Dingley, J. (2001): Sprachen in Weißrußland bis zum Ende des 19. Jahrhunderts. In: Beyrau, D. & R. Lindner. (Hrsg.): Handbuch der Geschichte Weißrußlands. Göttingen, 437-450.
  10. Brüggemann, M. (2014): Die weißrussische und die russische Sprache in ihrem Verhältnis zur weißrussischen Gesellschaft und Nation. Ideologisch-programmatische Standpunkte politischer Akteure und Intellektueller 1994-2010. Oldenburg (Studia Slavica Oldenburgensia 23).
  11. Gutschmidt, K. (2000): Sprachenpolitik und sprachliche Situation in Weißrußland seit 1989. In: Panzer, B. (Hrsg.): Die sprachliche Situation in der Slavia zehn Jahre nach der Wende. Frankfurt/Main etc., 67-84.
  12. Cychun, H. (2002): Weißrussisch. In: Okuka, M. (Hrsg.): Lexikon der Sprachen des europäischen Ostens. Klagenfurt, 563-579.
  13. Gutschmidt, K. (2000): Sprachenpolitik und sprachliche Situation in Weißrußland seit 1989. In: Panzer, B. (Hrsg.): Die sprachliche Situation in der Slavia zehn Jahre nach der Wende. Frankfurt/Main etc., 67-84.
  14. Plotnikaŭ, B. (2000): Äußere Ursachen für die begrenzte Verwendung der weißrussischen Sprache. In: Die Welt der Slaven 45 (2000), 49-58.
  15. Cychun, H. (2002): Weißrussisch. In: Okuka, M. (Hrsg.): Lexikon der Sprachen des europäischen Ostens. Klagenfurt, 563-579.
  16. Bieder, H. (2000): Konfession, Ethnie und Sprache in Weißrußland im 20. Jahrhundert. In: Zeitschrift für Slawistik 45 (2000), 200-214.
  17. Brüggemann, M. (2014): Zwischen Anlehnung an Russland und Eigenständigkeit: Zur Sprachpolitik in Belarus'. In: Europa ethnica 3-4 (2014), 88-94.
  18. Hentschel, G. et al. (2014): Trasjanka und Suržyk - gemischte weißrussisch-russische und ukrainisch-russische Rede: Sprachlicher Inzest in Weißrussland und der Ukraine? Frankfurt/Main etc.
  19. Zaprudski, S. (2007): In the grip of replacive bilingualism: the Belarusian language in contact with Russian. In: International Journal of the Sociology of Language 183 (2007), 97-118.
  20. 20,0 20,1 Zaprudski, S. (2000): Language policy in the Republic of Belarus in the 1990s, http://www.belarusguide.com/culture1/literature/Belarusian_Language_Prosecution_in_Belarus.htm
  21. Brüggemann, M. (2014): Die weißrussische und die russische Sprache in ihrem Verhältnis zur weißrussischen Gesellschaft und Nation. Ideologisch-programmatische Standpunkte politischer Akteure und Intellektueller 1994-2010. Oldenburg (Studia Slavica Oldenburgensia 23).
  22. Brüggemann, M. (2014): Zwischen Anlehnung an Russland und Eigenständigkeit: Zur Sprachpolitik in Belarus'. In: Europa ethnica 3-4 (2014), 88-94.
  23. Brüggemann, M. (2014): Zwischen Anlehnung an Russland und Eigenständigkeit: Zur Sprachpolitik in Belarus'. In: Europa ethnica 3-4 (2014), 88-94.
  24. Hentschel, G. & B. Kittel (2011): Weißrussische Dreisprachigkeit? Zur sprachlichen Situation in Weißrussland auf der Basis von Urteilen von Weißrussen über die Verbreitung ihrer Sprachen im Lande. In: Wiener Slawistischer Almanach 67 (2011), 107-135.
  25. «Archived copy» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 18 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 1 Αυγούστου 2012. 
  26. {{cite web|url=https://www.belstat.gov.by/upload/iblock/345/34515eeb3bb5f4ea5ca53b72290e9595.pdf Αρχειοθετήθηκε 2021-02-03 στο Wayback Machine.
  27. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Αυγούστου 2017. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2021. 
  28. {{cite web|url=https://www.belstat.gov.by/upload/iblock/345/34515eeb3bb5f4ea5ca53b72290e9595.pdf Αρχειοθετήθηκε 2021-02-03 στο Wayback Machine.