Γαλατικός Πόλεμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Γαλατικός Πόλεμος
Χάρτης των εκστρατειών του Καίσαρα
Χρονολογία58 π.Χ.-51 π.Χ.
ΤόποςΓαλατία,Γερμανία, Βρετανία
ΈκβασηΡωμαϊκή νίκη
Αντιμαχόμενοι
Γαλάτες, Βρετανοί

Ο Γαλατικός Πόλεμος είναι μια σειρά στρατιωτικών εκστρατειών με επικεφαλής τον Ρωμαίο ανθύπατο Ιούλιο Καίσαρα εναντίον γαλατικών φυλών. Διήρκεσε από το 58 έως το 51 π.Χ. και ουσιαστικά τελείωσε με την αποφασιστική μάχη της Αλεσίας, η οποία οδήγησε στην επέκταση της κυριαρχίας της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας στο σύνολο της Γαλατίας.

Η εσωτερική διάσπαση των Γαλατών σε φυλές διευκόλυνε τη νίκη του Καίσαρα και η προσπάθεια του Βερκιγκετορίξ να ενώσει τους Γαλάτες κατά της ρωμαϊκής εισβολής έφτασε πολύ αργά. Παρόλο που ο Καίσαρ περιέγραψε την εισβολή ως προληπτική και αμυντική δράση, οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι ο πόλεμος διεξήχθη κυρίως για να τονώσει την πολιτική του καριέρα και να του εξασφαλίσει πόρους.

Ωστόσο, η κατάκτηση της Γαλατίας είχε μεγάλη σημασία για τους Ρωμαίους, καθώς οι ήδη από το 121 π.Χ. κατακτημένες από τη Ρώμη περιοχές στα νότια της Γαλατίας δέχονταν επιθέσεις από διάφορες γαλατικές φυλές εγκατεστημένες πιο βόρεια. Η κατάκτηση της Γαλατίας επέτρεψε επίσης στη Ρώμη να εξασφαλίσει τα φυσικά σύνορα του Ρήνου. Η εξέλιξη του πολέμου περιγράφεται από τον Ιούλιο Καίσαρα στο έργο του Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού πολέμου, το οποίο παραμένει η πιο σημαντική ιστορική πηγή για τον Γαλατικό πόλεμο, τόσο για τα πολεμικά γεγονότα όσο και για τις πολλές πληροφορίες για την κοινωνική δομή των Γαλατών.

Μικρό ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης της Γαλατίας τον 1ο αιώνα π.Χ., που δείχνει τις θέσεις των κελτικών φυλών.

Το 121 π.Χ., οι Ρωμαίοι κατέκτησαν το νότο της Γαλατίας, περιοχή η οποία στη συνέχεια σχημάτισε την επαρχία της Πέραν των Άλπεων Γαλατίας (που μετονομάστηκε σε Ναρβωνική Γαλατία από το 27 π.Χ.), ουσιαστική διάβαση προς τις ισπανικές αποικίες τους. Η υπόλοιπη Γαλατία δεν φαίνονταν να τους ενδιαφέρει ιδιαίτερα, παρόλο που μέσα από τα εδάφη της περνούσε ο πολύ σημαντικός Δρόμος του κασσίτερου. Το 102 και 101 π.Χ., οι νίκες του Μάριου στην Αιξ-αν-Προβάνς κατά των Κίμβρων και Τευτόνων, Γερμανών εισβολέων, εξασφάλισαν την ειρήνη τόσο στις ανεξάρτητες γαλατικές φυλές όσο και στη ρωμαϊκή επαρχία της Πέραν των Άλπεων Γαλατίας.

Τον πόλεμο της κατάκτησης της Γαλατίας τον προκάλεσε η φιλοδοξία του Ιουλίου Καίσαρα. Το 59 π.Χ., σχηματίστηκε η πρώτη Τριανδρία με τον Καίσαρα, τον πολιτικό αντίπαλό του Πομπήιο και τον Κράσσο. Ο Καίσαρ έλαβε το αξίωμα του ανθύπατου της Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας καθώς και της Πέραν των Άλπεων Γαλατίας. Με την κατάκτηση της Γαλατίας ο Καίσαρας βρήκε τη δυνατότητα να αποκτήσει τη στρατιωτική δόξα που θα τον καθιστούσε ισάξιο με τον Πομπήιο. Οι νίκες του επέτρεψαν να δημιουργήσει έναν στρατό στρατιωτών αφιερωμένων στον αρχηγό τους. Η λεηλασία, κοινή πρακτική των στρατιωτικών επιχειρήσεων εκείνης της εποχής, και οι φόροι που επιβάλλονταν στους νικημένους λαούς του εξασφάλισαν τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για να επιβληθεί πολιτικά στη Ρώμη.

Την αφορμή για την παρέμβαση του Καίσαρα στη Γαλατία την έδωσαν οι Ελβέτιοι, γαλατική φυλή που ζούσε στις Άλπεις, οι οποίοι πιεζόμενοι από τα ανατολικά από γερμανικές φυλές, ήθελαν να μεταναστεύσουν στα νοτιοδυτικά της Γαλατίας. Η γαλατική φυλή του Αιδούων, συμμάχων των Ρωμαίων, απειλούμενη από τη μετανάστευση των Ελβετών, κάλεσε τον Καίσαρα για βοήθεια. Ο Καίσαρ εισήλθε στη Γαλατία στο 58 π.Χ., ανάγκασε τους Ελβέτιους να επιστρέψουν στα εδάφη τους και απώθησε πίσω από το Ρήνο τη γερμανική φυλή των Σουέβων. Ωστόσο, αντί να επιστρέψει νικητής στη βάση του, ο Καίσαρ εγκατέστησε τα στρατεύματά του στη Γαλατία και πήγε στην Ιταλία για να συγκεντρώσει ενισχύσεις.

Έτος 58 π.Χ. : Ελβέτιοι και Γερμανοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έναρξη της πολεμικής εκστρατείας εναντίον των Ελβέτιων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άγαλμα του Ιουλίου Καίσαρα στον Κήπο του Κεραμικού, στο Παρίσι

Οι Ελβέτιοι ήταν μια συνομοσπονδία περίπου πέντε γαλατικών φυλών που ζούσαν στο ελβετικό οροπέδιο, περιμετρικά από τα βουνά καθώς και από τους ποταμούς Ρήνο και Ροδανό, και άρχισαν, πιεζόμενοι από τους Γερμανούς του Αριόβιστου, να κινούνται προς τα δυτικά. Το 58 π.Χ., οι Ελβέτιοι προγραμμάτισαν μια μαζική μετανάστευση υπό την ηγεσία του Οργκετόριγα. Σχεδίαζαν να ταξιδέψουν στη Γαλατία και να εγκατασταθούν στη δυτική ακτή, μια διαδρομή που θα τους οδηγούσε μέσα από τα εδάφη των Αιδούων, συμμάχων των Ρωμαίων. [21].

Οι Ελβέτιοι έστειλαν απεσταλμένους σε γειτονικές φυλές για να διαπραγματευτούν ειρηνική διέλευση. Ο Οργκετόριξ συνήψε συμμαχία με τον Σηκουανό ηγέτη Κάστικους και κανόνισε το γάμο της κόρης του με έναν ηγέτη των Αιδούων, τον Ντουμνόριξ. Οι τρεις κρυφά προγραμμάτισαν να γίνουν βασιλείς των αντίστοιχων φυλών τους και κύριοι ολόκληρης της Γαλατίας.[1] Οι προσωπικές φιλοδοξίες του Οργκετόριγα αποκαλύφθηκαν και επρόκειτο να δικαστεί, με την ποινή να είναι θάνατος στην πυρά. Ο Οργκετόριξ δραπέτευσε με τη βοήθεια οπαδών του, αλλά πέθανε κατά τη διάρκεια της φυγής του. Είναι πιθανόν να αυτοκτόνησε, όπως αναφέρει ο Καίσαρ.[2]

Μετά τον θάνατό του, τα σχέδια της μετανάστευσης συνεχίστηκαν. Ο Καίσαρ χρονολογεί την αναχώρησή τους στις 28 Μαρτίου και αναφέρει ότι έκαψαν όλες τις πόλεις και τα χωριά τους, έτσι ώστε να αποθαρρύνουν τις σκέψεις μεταξύ των αναποφάσιστων να επιστρέψουν και των εχθρών να καταλάβουν το χώρο τους.[3]

Η εκστρατεία του 58 π.Χ.

Ο Καίσαρας βρισκόταν στην Ιταλία όταν έλαβε τα νέα. Με μια μόνο λεγεώνα στην Πέραν των Άλπεων Γαλατία, την απειλούμενη επαρχία, έσπευσε αμέσως και διέταξε τη στρατολόγηση βοηθητικών μονάδων και την καταστροφή της γέφυρας του Ροδανού. Ο Ελβέτιοι έστειλαν μια πρεσβεία για να διαπραγματευτεί ειρηνική διέλευση, υποσχόμενοι να διαβούν την περιοχή ειρηνικά. Ο Καίσαρας ανέστειλε τις διαπραγματεύσεις για δεκαπέντε ημέρες και χρησιμοποίησε το χρόνο για να ενισχύσει τη θέση του με κατασκευή αναχώματος 19 μιλίων, από τις όχθες του Ροδανού μέχρι τα όρη Ζυρά και παράλληλη τάφρο.[4] Όταν η πρεσβεία επέστρεψε, ο Καίσαρας αρνήθηκε το αίτημά τους και τους προειδοποίησε ότι ήταν αντίθετος σε οποιαδήποτε προσπάθεια να περάσουν τον ποταμό. Πολλές απόπειρες διέλευσης αποκρούστηκαν γρήγορα. Ο Ελβέτιοι γύρισαν πίσω και άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους Σηκουανούς και τους Αιδούους για μια εναλλακτική διαδρομή.[5]

Αφήνοντας τη μοναδική λεγεώνα του υπό τις εντολές του Τίτου Λαβιηνού, ο Καίσαρας έσπευσε στην Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία, συγκέντρωσε πέντε λεγεώνες και επέστρεψε μέσω των Άλπεων, διασχίζοντας εδάφη πολλών εχθρικών φυλών και πολεμώντας καθ 'οδόν.[6]

Εν τω μεταξύ, οι Ελβέτιοι είχαν ήδη διασχίσει τα εδάφη των Σηκουανών και λεηλατούσαν τα εδάφη των Αιδούων, Αμπάρρων και Αλλοβρόγων, οι οποίοι ζήτησαν τη βοήθεια του Καίσαρα. Ο Καίσαρ συνάντησε τους Ελβέτιους καθώς διέσχιζαν τον ποταμό Αράρη (σημερινό Σον), όπου κατέστρεψε μεγάλο μέρος των δυνάμεών τους.[7]

Μετά τη μάχη, οι Ρωμαίοι έχτισαν μια γέφυρα στον ποταμό Σον και κατεδίωξαν τους υπόλοιπους Ελβέτιους. Η τελική σύγκρουση έγινε στα Βίβρακτα. Τα πολυάριθμα αλλά ανοργάνωτα στρατεύματα των Ελβέτιων υπέστησαν συντριπτική ήττα. Πολλοί σφαγιάστηκαν και όσοι παραδόθηκαν διατάχτηκαν να επιστρέψουν πίσω στην πατρίδα τους για να την ανοικοδομήσουν, καθώς ήταν χρήσιμοι ως ενδιάμεσος χώρος μεταξύ των Ρωμαίων και των βόρειων φυλών. Στο στρατόπεδο του Ελβέτιων, ο Καίσαρ ισχυρίζεται ότι βρέθηκε μια απογραφή γραμμένη στα ελληνικά: από ένα σύνολο 368.000 Ελβέτιων, εκ των οποίων 92.000 ήταν μάχιμοι άνδρες, μόνο 110.000 επιζώντες έμειναν να επιστρέψουν πίσω.[8]

Εκστρατεία κατά των Σουηβών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ρωμαίος λεγεωνάριος

Γύρω στο 72 π.Χ., ο Αριόβιστος, αρχηγός της φυλής Σουηβών και βασιλιάς γερμανικών λαών, μετανάστευσε με τη φυλή του από τα ανατολικά προς την περιοχή των ποταμών Μάρνη και Ρήνου. Οι Αίδουοι και οι σύμμαχοί τους τους πολέμησαν, καθώς και τους Γαλάτες συμμάχους του Αριόβιστου, τους Αρβέρνους και Σηκουανούς, αλλά ηττήθηκαν, χάνοντας εδάφη και άνδρες που οι Σουηβοί πήραν ως όμηρους. Ωστόσο, αυτοί που υπέφεραν περισσότερο από τη γερμανική εισβολή ήταν οι Σηκουανοί, καθώς μετά από νίκη αντάμειψαν τον Αριόβιστο με γη, όπου εγκαταστάθηκε με 120.000 ανθρώπους του. Όταν έφτασαν 24.000 νέοι άποικοι άλλων γερμανικών φύλων, ο Αριόβιστος απαίτησε να του δώσουν περισσότερη γη για να τους εγκαταστήσει. Έτσι, σιγά-σιγά, όλοι οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν στη Γαλατία, όπου η γη ήταν πιο γόνιμη από ό,τι η δική τους. Αυτή η απαίτηση «αφορούσε» τη Ρώμη, διότι αν οι Σηκουανοί τη δέχονταν, ο Αριόβιστος θα καταλάμβανε σταδιακά όλη την περιοχή τους και θα αποτελούσε κίνδυνο για την υπόλοιπη Γαλατία.

Το καλοκαίρι του 58 π.Χ., οι Κέλτες ηγέτες που συγκεντρώθηκαν για να συγχαρούν τον Καίσαρα, τον πληροφόρησαν σχετικά και του ζήτησαν να τους σώσει από τον Αριόβιστο. Ο Καίσαρας είχε την ευθύνη να προστατεύσει τη μακρόχρονη συμμαχία με τους Αιδούους, αλλά συγχρόνως αυτή η πρόταση του προσέφερε την ευκαιρία να επεκτείνει τα σύνορα της Ρώμης και να καθιερωθεί ο ίδιος ως διοικητής των στρατευμάτων της Ρώμης στο εξωτερικό.

Κέλτες πολεμιστές του 1ου π.Χ. αιώνα

Ο Καίσαρας έστειλε πρεσβευτές στον Αριόβιστο, ο οποίος αρνήθηκε μια συνάντηση στη γη της Γαλατίας, και του ζήτησε να εγκαταλείψει την περιοχή μαζί με τους συμπατριώτες του. Η απάντηση του Αριόβιστου ήταν ότι ο Καίσαρας και οι Ρωμαίοι δεν χρειάζεται να ασχολούνται με τους πολέμους της Γερμανίας και της Γαλατίας. Επιπλέον, διεκδίκησε το δικαίωμά του να παραμείνει στη Γαλατία σε εδάφη που είχε κατακτήσει.

Στη συμπλοκή που ακολούθησε τα ρωμαϊκά στρατεύματα νίκησαν τις δυνάμεις του Αριόβιστου και τα γερμανικά φύλα εγκατέλειψαν την περιοχή. Ο ιστορικός Αππιανός αναφέρει 80.000 απώλειες από την πλευρά των γερμανικών στρατευμάτων.

Ο Καίσαρας, αφού έβαλε τέλος στα όνειρα της κατάκτησης των Ελβέτιων και των Γερμανών σε μια μόνο εκστρατεία, οδήγησε το στρατό του για διαχείμαση στους Σηκουανούς και στη συνέχεια επέστρεψε στην Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία για να διαχειριστεί τις υποθέσεις των επαρχιών του, αφήνοντας στον Τίτο Λαβίηνο την διοίκηση των λεγεώνων. Αυτή η εκστρατεία, που διεξήχθη αποκλειστικά από τις ρωμαϊκές λεγεώνες, έδωσε ένα αναμφισβήτητο δικαίωμα στη Ρώμη πάνω στα επανακτηθέντα εδάφη, δικαίωμα το οποίο ο Καίσαρας φρόντισε να μην το απορρίψει αλλά ούτε να το δηλώσει καθαρά.

Εκστρατεία εναντίον των Βέλγων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μάχη Ρωμαίων και Γαλατών, Evariste-Vital Luminais, Μουσείο Καλών Τεχνών της Καρκασσόν

Το 57 π.Χ., οι Βέλγες, που κατοικούσαν στην περιοχή που οριοθετείται από το σημερινό Βέλγιο, συμμάχησαν με ορισμένες γαλατικές φυλές ενάντια στη Ρώμη, επειδή φοβήθηκαν ότι οι Ρωμαίοι σύντομα θα στρέφονταν εναντίον τους, όταν η Γαλατία ειρήνευε. Αυτή τη συμμαχία ενθάρρυνε το γεγονός ότι ο ρωμαϊκός στρατός διαχείμασε στη Γαλατία, γεγονός που ανησυχούσε τους Γαλάτες. Οι Βέλγες ετοιμάζονταν να επιτεθούν στις ρωμαϊκές λεγεώνες που βρίσκονταν στη Γαλατία αλλά ο Καίσαρας παρενέβη και βάδισε πρώτος εναντίον τους. Οι Βέλγες επιτέθηκαν αρχικά στους Ρέμους, μια γαλατική φυλή σύμμαχο της Ρώμης. Ο Καίσαρας βοήθησε τους Ρέμους, πολιορκημένους στο οχυρό Βίβραξ και περίμενε. Στη μάχη με τους Βέλγες που ακολούθησε, οι Ρωμαίοι τους απέκρουσαν και οι Βέλγες επέστρεψαν στα εδάφη τους, με βαρειές απώλειες, ιδιαίτερα η βελγική οπισθοφυλακή σφαγιάστηκε.

Ο Καίσαρας προχώρησε στο βελγικό έδαφος, όπου όλες οι βελγικές φυλές, Σουεσσιώνες, Βελλοβάκοι, Αίδουοι, Αμβιανοί κ.ά. υποτάχθηκαν αμαχητί, εκτός των Νερβίων, που είχαν τη φήμη μεγάλων πολεμιστών και αποφάσισαν να αντιταχθούν. Στη μάχη με τους Νέρβιους που ακολούθησε, στις όχθες του ποταμού Σαμπρ στους πρόποδες των Αρδεννών, οι Ρωμαίοι βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, αλλά ανέλαβαν το προβάδισμα και κέρδισαν παρά την ηρωική αντίσταση των Νερβίων, των οποίων η ήττα ήταν ολοκληρωτική. Ο Καίσαρ φέρθηκε με επιείκεια στους επιζώντες, που κράτησαν τα εδάφη τους και τέθηκαν υπό την προστασία του. Έμεναν οι Ατουατούκοι, που δεν είχαν προλάβει να φθάσουν στο πεδίο της μάχης, οι οποίοι οχυρώθηκαν σε ένα κάστρο, που ο Καίσαρ άρχισε να πολιορκεί. Εντυπωσιασμένοι από την τεχνολογία του ρωμαϊκού στρατού, οι Ατουατούκοι έστειλαν αντιπροσώπους στον Καίσαρα προσποιούμενοι ότι ήθελαν να παραδοθούν ώστε να εξαπατήσουν τις φρουρές των λεγεώνων και να προσπαθήσουν μια έξοδο, επωφελούμενοι από τη νύχτα. Το σχέδιό τους όμως απέτυχε και πλήρωσαν ακριβά την υποκρισία τους. 53.000 από αυτούς πωλήθηκαν σαν δούλοι.[9]

Λόγω αυτών των επιτευγμάτων του Καίσαρα, στη Ρώμη η Γερουσία ψήφισε δεκαπενθήμερες επινίκιες θυσίες, «γεγονός που δεν είχε συμβεί σε κανέναν προηγουμένως».[10]

Κατάκτηση φυλών της ακτής του Ατλαντικού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενώ ο Καίσαρ τελείωσε με την υποταγή του Βελγίου, ο νεώτερος Κράσσος, γιος του Μάρκου Λικίνιου Κράσσου, αποστάλη με μία  λεγεώνα εναντίον των Βενετών, Ουνέλλων, Οσίσμιων, Κοριοσολιτών, Εσουβίων, Ωλέρκων και Ρεδόνων, οι οποίοι ήταν ναυτικοί λαοί της ατλαντικής ακτής (σήμερα από τη Νορμανδία έως Garonne) και τους υπέταξε. Στη συνέχεια, αποφάσισε να διαχειμάσει στην φυλή των Αντεκάβων.

Η μάχη στις Άλπεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κελτικά μαχαίρια

Το φθινόπωρο του ίδιου έτους 57 π.Χ., ο Καίσαρ έστειλε τον Σέρβιο Γάλβα με μία λεγεώνα και μέρος του ιππικού να αντιμετωπίσει τους Ναντουάντες, τους Βέραγρους και τους Σεδόνους, που κατοικούσαν κοντά στα σύνορα των Αλλοβρόγων έως την κορυφή των Άλπεων. Σκοπός του ήταν η διάνοιξη δρόμου μέσω των Άλπεων για να διευκολυνθεί το εμπόριο. Οι Ρωμαίοι απώθησαν τους Γαλάτες και άρχισαν να ετοιμάζουν το στρατόπεδο για διαχείμαση στην περιοχή, ελέγχοντας έτσι το στρατηγικό πέρασμα του Μεγάλου Αγίου Βερνάρδου. Λίγες ημέρες μετά την εγκατάσταση, προς έκπληξη των Ρωμαίων, ένα πλήθος Βεράργων και Σεδόνων, επωφελούμενοι από την αριθμητική τους πλειοψηφία έναντι των Ρωμαίων, άρχισε να παρενοχλεί το ρωμαϊκό στρατόπεδο με βέλη, ενώ τα ρωμαϊκά στρατεύματα ήταν εξαντλημένα και χωρίς πολεμοφόδια. Οι Ρωμαίοι τότε έκαναν μια τολμηρή έξοδο που αιφνιδίασε τους αντιπάλους και κατάφεραν να τους εκδιώξουν.

Έτος 56 π.Χ. Αρμορικανοί και Ακουιτανοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ναυμαχία του Μορμπιάν, 56 π.Χ.

Την επόμενη χρονιά, το 56 π.Χ., ο Καίσαρας έστρεψε την προσοχή του στις φυλές της ακτής του Ατλαντικού, κυρίως στη φυλή των Βενετών στην Αρμορική, που είχαν συγκεντρώσει μια συνομοσπονδία αντι-ρωμαϊκών φυλών. Οι Βενετοί ήταν ναυτικοί, είχαν κατασκευάσει στόλο στον κόλπο του Μορμπιάν, και ήλεγχαν όλο το ναυτικό εμπόριο της περιοχής. Όταν κατάλαβαν ότι ο Καίσαρας θα εξεστράτευε στη Βρετανία, δυσανασχέτησαν λόγω των εμπορικών συναλλαγών που είχαν μαζί τους και αποφάσισαν να εξεγερθούν. Συνέλαβαν δύο Ρωμαίους απεσταλμένους που είχε στείλει ο νεώτερος Κράσσος που διαχείμαζε σε γειτονική φυλή για να ζητήσουν επισιτιστική βοήθεια. Ο πόλεμος με τις φυλές της Αρμορικής κρίθηκε στη θάλασσα. Ο Καίσαρας ανησυχούσε πολύ για την υπεροχή του στόλου και τη ναυτική τεχνογνωσία των Βενετών. Από την Ιταλία όπου βρισκόταν, διέταξε την κατασκευή στόλου 100 γαλέρων στον Λίγηρα και χάρη στη στρατηγική που αναπτύχθηκε με επιθέσεις στο ένα πλοίο μετά το άλλο και στη συνέχεια στην πτώση του ανέμου, οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν το στόλο των Βενετών που αποτελούνταν από 220 πλοία, εκτέλεσαν τα μέλη της Γερουσίας τους και πούλησαν τους κατοίκους σαν σκλάβους.

Μια ρωμαϊκή γαλέρα

Τον ίδιο χρόνο, ο Πόπλιος Κράσσος, επιτέθηκε στην Ακουιτανία, η οποία αποτελούσε το ένα τρίτο της Γαλατίας.  Ενίσχυσε τον στρατό του, τόσο σε άνδρες όσο και σε προμήθειες, και εισήλθε στο έδαφος των Σοτιατών, οι οποίοι περίμεναν τους Ρωμαίους σε ενέδρα. Οι τελευταίοι κατάφεραν να αντιστρέψουν την κατάσταση και έτρεψαν σε φυγή τον εχθρικό στρατό. Πολιόρκησαν την πρωτεύουσά τους και παρά τις πολλές προσπάθειες, οι πολιορκημένοι δεν κατάφεραν να σπάσουν την πολιορκία και τελικά συνθηκολόγησαν.[11]

Αμέσως μετά οι Ρωμαίοι στράφηκαν κατά των Βασάτων και των Ταρουσάτων. Οι λαοί της Ακουιτανίας ενώθηκαν και κάλεσαν σε βοήθεια φυλές από την Ισπανία. Ο Πόπλιος Κράσσος, επικεφαλής ενός μικρού στρατού, επεδίωξε άμεσα μάχη για να καταστρέψει τον στρατό του εχθρού πριν φθάσουν οι ενισχύσεις. Αλλά οι Ακουιτανοί περίμεναν τις ενισχύσεις και εμπόδιζαν την προμήθεια των Ρωμαίων. Οι τελευταίοι, με επικεφαλής τον νεαρό διοικητή τους, επιτέθηκαν στο εχθρικό στρατόπεδο και κατάφεραν να τους νικήσουν. Στη συνέχεια, το μεγαλύτερο μέρος της Ακουιτανίας δήλωσε υποταγή στον Κράσσο.

Στο τέλος του 56 π.Χ. o Καίσαρ εστράφη κατά των ανυπότακτων Μορινών και των Μεναπίων, που κατοικούσαν στις ακτές της Μάγχης.[12]

Έτος 55 π.Χ. - Γερμανοί και Βρετανοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 55 π.Χ., ο Καίσαρας μετακίνησε τις δυνάμεις του κατά μήκος του Ρήνου σε μια επιθετική αποστολή εναντίον των Γερμανών, αν και οι Σουηβοί, εξ αιτίας των οποίων συνέβησαν τα γεγονότα, ποτέ δεν ενεπλάκησαν σε μάχη.

Η γέφυρα του Καίσαρα στον Ρήνο

Οι Ουσίποι και οι Τεντερίτες, γερμανικές φυλές, περιπλανούνταν για τρία χρόνια στη Γερμανία, αφού εκδιώχθηκαν από τη γη τους από τους Σουηβούς, και πιεζόμενοι από τους τελευταίους διείσδυσαν στο έδαφος των Μεναπίων, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί και στις δύο πλευρές του ποταμού στην κάτω κοιλάδα του Ρήνου, αναγκάζοντάς τους να εκκενώσουν τη δεξιά όχθη του ποταμού, όπου και εγκαταστάθηκαν οι ίδιοι. Ο Καίσαρας φοβήθηκε αυτή τη γερμανική εγκατάσταση γιατί οι Γαλάτες θα μπορούσαν να συμμαχήσουν με τους Γερμανούς και αποφάσισε να επιτεθεί στους τελευταίους, παρόλο που αυτοί δήλωναν ότι δεν επιθυμούσαν παρά μόνο μια ειρηνική εγκατάσταση. Επιτέθηκε στις δύο φυλές όσο διαρκούσαν ακόμη οι διαπραγματεύσεις και επικρατούσε εκεχειρία, με αφορμή μια λανθασμένη κίνηση μικρού τμήματος του ιππικού των δύο γερμανικών φυλών που επετέθη στο ρωμαϊκό ιππικό. Τους εκδίωξε από την περιοχή, αυτοί πολεμούσαν χωρίς αρχηγούς, επειδή ο Καίσαρας τους είχε συλλάβει όταν πήγαν στο στρατόπεδό του να απολογηθούν για τη λανθασμένη κίνηση του ιππικού τους, φονεύοντας μεγάλο τμήμα τους, εξουδετερώνοντας έτσι κάθε προσπάθεια Γερμανών να εγκατασταθούν σε εδάφη της Γαλατίας.

Στη συνέχεια ο Καίσαρας εισέβαλε στην ίδια τη Γερμανία, κατασκευάζοντας γέφυρα στο Ρήνο, όπου οι περισσότερες φυλές έστειλαν πρεσβείες επιθυμώντας την εύνοια της Ρώμης, εκτός των Σουηβών και Σουγάμβρων, στη γη των οποίων τα ρωμαϊκά στρατεύματα εισέβαλαν και κατέστρεψαν τα έρημα χωριά και καλλιέργειες. Στη συνέχεια οι Ρωμαίοι επέστρεψαν στη Γαλατία, έχοντας παραμείνει στη Γερμανία 18 ημέρες.[13]

Πρώτη απόβαση στη Βρετανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εικονογράφηση της ρωμαϊκής απόβασης στη Βρετανία

Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς ο Καίσαρας διέσχισε τη Μάγχη με δύο λεγεώνες στα πλοία του για να πραγματοποιήσει μια παρόμοια εκστρατεία εναντίον των Βρετανών. Ο ίδιος αναφέρει ότι αυτή η εκστρατεία έγινε για αναγνωριστικούς λόγους και για να τιμωρήσει τους Βρετανούς επειδή είχαν βοηθήσει τα γαλατικά φύλα. Όταν τα ρωμαϊκά πλοία έφθασαν στις βρετανικές ακτές συνάντησαν τους Βρετανούς έτοιμους να υπερασπιστούν τη γη τους. Τα ρωμαϊκά στρατεύματα κατάφεραν να αποβιβασθούν και απώθησαν τους Βρετανούς χωρίς όμως να τους καταδιώξουν στην ενδοχώρα. Οι Βρετανοί αποφάσισαν να συνάψουν ειρήνη με τους Ρωμαίους και τους παρέδωσαν ομήρους, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής. Μόλις όμως οι Βρετανοί αντιλήφθηκαν ότι η κακοκαιρία κατέστρεψε μεγάλο μέρος του αγκυροβολημένου ρωμαϊκού στόλου και ότι οι Ρωμαίοι ήταν αποδυναμωμένοι, επιτέθηκαν στα ρωμαϊκά στρατεύματα. Οι Βρετανοί ηττήθηκαν, έκαναν νέα έκκληση για σύναψη ειρήνης και οι Ρωμαίοι επέστρεψαν στη Γαλατία.

Όταν επέστρεψαν στη Γαλατία, βρήκαν τους Μορίνους, που είχαν υποταχθεί πριν την αναχώρηση του Καίσαρα για τη Βρετανία, να έχουν επαναστατήσει. Ο Καίσαρ έστειλε στρατεύματα και τους υπέταξε. Επίσης οι Ρωμαίοι έκαναν επιθέσεις και κατά των Μεναπίων, καταστρέφοντας τις σοδειές και τις αγροικίες τους.

Οι εκστρατείες του 55 π.Χ. και των αρχών του 54 π.Χ. προκάλεσαν διαμάχες εδώ και πολλούς αιώνες. Ήταν αμφιλεγόμενες ακόμη και εκείνη την εποχή μεταξύ των σύγχρονων του Καίσαρα, και ιδιαίτερα μεταξύ των πολιτικών αντιπάλων του, όπως του Κάτωνα, που τις χαρακτήριζαν ως δαπανηρή άσκηση για την προσωπική του προβολή.

Έτος 54 π.Χ. Βρετανοί - Εβούρωνες - Τρέβηροι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεύτερη απόβαση στη Βρετανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 54 π.Χ., ο Καίσαρας εξεστράτευσε κατά της Βρετανίας για δεύτερη φορά συνοδευόμενος από πολλούς Γαλάτες ηγέτες με ένα στόλο 800 πλοίων. Λόγω κακοκαιρίας όμως ο στόλος υπέστη ζημιές και κατά το διάστημα των επισκευών οι Βρετανοί πρόλαβαν και συγκέντρωσαν ισχυρές δυνάμεις υπό την ηγεσία του Κασσιβελαύνου. Οι μάχες που ακολούθησαν ήταν σκληρές και οι απώλειες και στα δύο στρατόπεδα πολύ μεγάλες. Οι Ρωμαίοι απώθησαν τους Βρετανούς και τους κατεδίωξαν έως τον Τάμεση. Πολλές βρετανικές φυλές προτίμησαν να συνθηκολογήσουν, όπως και ο ίδιος ο Κασσιβελαύνος, πληρώνοντας ετήσιο φόρο.

Εξεγέρσεις στη Γαλατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άγαλμα του Αμβιόριγα στο Τόνγκερεν

Επιστρέφοντας στη Γαλατία, ο Καίσαρ διέσπασε τις λεγεώνες του για την περίοδο του χειμώνα σε διάφορες περιοχές της βόρειας Γαλατίας, λόγω επισιτιστικής πίεσης εξαιτίας κακής ετήσιας συγκομιδής, και κατευθύνθηκε στην Ιταλία. Τότε σημειώθηκαν ξεσηκωμοί πολλών γαλατικών φυλών υπό την ηγεσία του Εβούρωνα Αμβιόριγα, ο οποίος έδωσε την ψευδή πληροφορία στους Ρωμαίους ότι οι Γερμανοί είχαν περάσει τον Ρήνο και κατευθύνονταν προς την περιοχή τους, οπότε κατά τη διάρκεια της μετακίνησής των Ρωμαίων σε άλλο στρατόπεδο έπεσαν στην ενέδρα του Αμβιόριγα. Περιφερόμενοι μεγάλοι στρατοί εξαπέλυαν επιθέσεις κατά των ρωμαϊκών στρατοπέδων, οπότε και σκότωσαν τους Ρωμαίους διοικητές Κόττα και τον Τιτύριο μαζί με τους στρατιώτες τους και πολιόρκησαν δύο άλλες λεγεώνες. Στο ρωμαϊκό στρατόπεδο του Κόιντου Τύλλιου Κικέρωνα, που πολιορκούνταν από 60.000 εξεγερμένους, όλοι είχαν τραυματιστεί και αμύνονταν καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες. Μόλις ενημερώθηκε ο Καίσαρας έσπευσε με 7.000 άνδρες και κατέστειλε την εξέγερση.

Στη συνέχεια, ήταν η σειρά των Τρεβήρων να εξεγερθούν κατά της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Οι Ρωμαίοι τους καταδίωξαν και σκότωσαν τον αρχηγό τους. Τελικά ο Καίσαρας κατέστειλε τα επαναστατικά κινήματα των Γαλατών αλλά αντελήφθη ότι θα έπρεπε να παραμένει σε επιφυλακή κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Από την Ιταλία έφθασαν τρία τάγματα για να αντικαταστήσουν αυτούς που είχαν σκοτωθεί.

Έτος 53 π.Χ. Οι εξεγέρσεις συνεχίζονται[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ρωμαϊκή Γαλατία μετά το 50 π.Χ.

Ο Καίσαρας επιτέθηκε και υπέταξε τους Νερβίους και στη συνέχεια έκανε σύγκληση συνεδρίου όλων των αρχηγών της Γαλατίας στη Λουτέτια, πόλη της φυλής των Παρισίων, στο οποίο συνέδριο ήταν απόντες οι Σέσωνες, οι Καρνούτοι, οι Μενάπιοι και οι Τρεβήροι. Με το τέλος του συνεδρίου και τη δήλωση στήριξης της Ρώμης από τις παρούσες φυλές, ο Καίσαρας στράφηκε εναντίον των Σεσώναν αρχικά και των Καρνούτων, οι οποίοι συνθηκολόγησαν φοβισμένοι από τις ρωμαϊκές λεγεώνες που τους απειλούσαν και οι Μενάπιοι νικήθηκαν εύκολα. Οι Τρεβήροι όμως, έχοντας συγκεντρώσει σημαντικές δυνάμεις και γερμανική βοήθεια, αποφάσισαν να αντισταθούν. Επιτέθηκαν στο στρατόπεδο του Λαβηινού, αλλά αυτός, προσποιούμενος με το στράτευμά του ότι προσπαθούν να δραπετεύσουν, παρέσυρε τους Γαλάτες σε δυσμενές γι'αυτούς έδαφος και τους νίκησε, τους κατεδίωξε στα εδάφη τους και κατέστρεψε τις καλλιέργειες της φυλής. Ο σύμμαχοι των Τρεβήρων Σουηβοί, οι οποίοι έπρεπε να είχαν έρθει ως ενίσχυση, προτίμησαν να μην αναμιχθούν και επέστρεψαν στα εδάφη τους πέρα από τον Ρήνο. Αυτό όμως ήταν αρκετό για να αποφασίσει ο Καίσαρ να τους τιμωρήσει και έτσι πέρασε για δεύτερη φορά τον Ρήνο.

Πληροφορήθηκε από τους Ούβιους ότι οι Σουηβοί είχαν απομακρυνθεί στα απρόσιτα εδάφη της περιοχής τους και τον περίμεναν σε ενέδρα σε δάσος. Ο Καίσαρας προτίμησε να μην τους ακολουθήσει στα άγνωστα γι'αυτόν μέρη. Έπειτα, χώρισε το στράτευμα σε τρις ομάδες και η πρώτη ομάδα υπό τον Λαβιηνό κινήθηκε κατά των Μεναπίων, η δεύτερη ομάδα υπό τον Τριβώνιο κατευθύνθηκε προς τα εδάφη των Ατουατούκων και ο ίδιος κινήθηκε προς το δυτικό τμήμα των Αρδενών. Στο φρούριο της Ατουατούκας άφησε μία λεγεώνα υπό τον Κικέρωνα, η οποία δέχθηκε επίθεση από τα γερμανικά φύλα, που την απέκρουσε. Προσπαθώντας να συλλάβει τον Αμβιόριγα και να εξοντώσει τη φυλή του στράφηκε κατά των Εβουρώνων. Κατέστρεψαν καλλιέργειες και χωριά και ο Καίσαρας διέταξε τη σύλληψη όσων Γαλατών επαναστατών είχαν διαφύγει. Για την περίοδο του χειμώνα ο Καίσαρας άφησε τις λεγεώνες του να στρατοπεδεύσουν στις περιοχές των Σηνόνων, των Τρεβήρων και των Λιγγόνων και έφυγε για την Ιταλία να διευθετήσει τις υποθέσεις του.

Έτος 52 π.Χ. Η τελευταία μεγάλη εξέγερση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βερκιγγετόριξ παραδίδει τα όπλα του στον Ιούλιο Καίσαρα

Η εξέγερση του Αμβιόριγα ήταν, ωστόσο, απλώς το προοίμιο μιας πολύ μεγαλύτερης εξέγερσης με επικεφαλής τον Βερκιγγετόριγα, μέλος της φυλής των Αρβέρνων της κεντρικής Γαλατίας, ο οποίος συνάσπισε πολλές γαλατικές φυλές υπό την ηγεσία του. Αναγνωρίζοντας ότι οι Ρωμαίοι είχαν την υπεροχή στο πεδίο της μάχης λόγω της οργάνωσης και της εκπαίδευσής τους, απέφυγε να αγωνιστεί εναντίον τους και αντ' αυτού πολέμησε με την τακτική της «καμένης γης» για να τους στερήσει τις προμήθειες. Ο Καίσαρ επέστρεψε βιαστικά από την Ιταλία για να αναλάβει την εκστρατεία, καταδίωξε τους Γαλάτες και κατέλαβε την πόλη Αβαρίκουμ (σύγχρονη πόλη Μπουρζ) αλλά υπέστη ήττα στη Ζεργκόβια. Ο Βερκιγγετόριξ, αντί να μείνει σε ανοιχτό πεδίο, επέλεξε να κλειστεί με τα γαλατικά στρατεύματα από 80.000 άνδρες στην οχυρωμένη πόλη Αλεσία. Ο Καίσαρ πολιόρκησε την Αλεσία με επιτυχία και νίκησε μια τεράστια γαλατική δύναμη που κατέφθασε για ενίσχυση των πολιορκημένων, οι οποίοι παραδόθηκαν, καθώς είχαν εξαντληθεί τα αποθέματά τους και υπέφεραν από πείνα. Αυτό σηματοδότησε ουσιαστικά το τέλος των Γαλατικών Πολέμων, αν και εξεγέρσεις έλαβαν χώρα καθ 'όλη τη διάρκεια του 51 π.Χ. αλλά ο ρωμαϊκός έλεγχος της Γαλατίας δεν αμφισβητήθηκε σοβαρά ξανά μέχρι τον 2ο αιώνα μ.Χ.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. De Bello Gallico, I, 3
  2. De Bello Gallico, I, 4
  3. De Bello Gallico, Ι, 5 και 6
  4. De Bello Gallico, I, 7 και 8
  5. De Bello Gallico, I, 8 και 9
  6. De Bello Gallico, I, 10
  7. De Bello Gallico, I, 11 και 12
  8. De Bello Gallico, I , 25 έως 29
  9. De Bello Gallico, 2.32-33
  10. Γαλατικός πόλεμος, 2.35
  11. Δίων Κάσσιος, Ρωμαϊκή ιστορία, βιβλίο XXXIX, 46.
  12. De Bello Gallico, 3.28-29
  13. Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ιούλιος Καίσαρ, τομ. 3, σελ 439, εκδ. ΖΗΤΡΟΣ