Άλβαρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αλβάρ
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Αλβάρ
27°34′0″N 76°37′0″E
ΧώραΙνδία
Διοικητική υπαγωγήδιαμέρισμα Άλβαρ
Υψόμετρο268 μέτρα
Πληθυσμός341.422 (1  Ιανουαρίου 2011)[1]
Ταχ. κωδ.301001
Τηλ. κωδ.144
Ζώνη ώραςUTC+05:30
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Άλβαρ (αγγλ. Alwar) είναι πόλη της βορειοδυτικής Ινδίας, πρωτεύουσα ομώνυμου διαμερίσματος στην Πολιτεία Ρατζαστάν. Ο πληθυσμός της στην απογραφή του 2011 ήταν 341.422 κάτοικοι. Βρίσκεται 150 χιλιόμετρα νότια από το Δελχί και 150 χιλιόμετρα βορείως της Τζαϊπούρ.

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν αρκετές διαφορετικές θεωρίες σχετικώς με την προέλευση της ονομασίας «Άλβαρ». Ο Αλεξάντερ Κάνινγκαμ είχε τη γνώμη ότι αυτή προέρχεται από τη φυλή Σάλβα και ότι αρχικώς η πόλη ονομαζόταν Σαλβαπούρ, λέξη που σταδιακά παραφθάρηκε σε Σαλβάρ, Χαλάβαρ και τελικώς σε Άλβαρ. Μια άλλη άποψη είναι ότι η πρώτη ονομασία ήταν Αραβαλπούρ, δηλαδή η πόλη των βουνών Αραβάλι. Τρίτη θεωρία είναι ότι η πόλη πήρε το όνομά της από το όνομα του πρίγκιπα Χανζάντα Αλαβάλ Χαν. Από την άλλη, μια έρευνα που έγινε κατά τη βασιλεία του τοπικού μαχαραγιά Τζάι Σινγκ βρήκε ότι ο μαχαραγιάς Αλαγκράτζ, δευτερότοκος γιος του μαχαραγιά Κακίλ του Άμπερ, κυβέρνησε την περιοχή τον 11ο αιώνα και ότι η επικράτειά του εκτεινόταν μέχρι τη σημερινή πόλη Άλβαρ. Φέρεται ότι ίδρυσε την πόλη «Αλπούρ» το 1049 μ.Χ., που τελικώς παρφθάρηκε σε Άλβαρ. Παλαιότερα προφερόταν «Ούλβαρ» (Ulwar), αλλά κατά τη βασιλεία του Τζάι Σινγκ η ονομασία μετατράπηκε σε Άλβαρ.[2]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Διαμέρισμα του Άλβαρ αναφέρεται αρχικώς ως μέρος του βασιλείου των Μάτσυα, ενός από τα 16 αρχαία Μαχατζαναπάντα («Μεγάλα Βασίλεια» των Ινδιών)[3] Στα ύστερα βεδικά κείμενα (όπως η Σαμαβέδα), η φυλή των Σάλβα ή Σάλβι περιγράφεται ως μία «μη βεδική» φυλή που κατείχε την Κουρουκσέτρα και κατέκτησε το Βασίλειο Κούρου[4]. Μετά από την κατάκτηση αυτή, οι Σάλβα εγκαταστάθηκαν κατά μήκος του ποταμού Γιαμούνα και στο σημερινό Διαμέρισμα Άλβαρ, αποδεχόμενοι αργότερα τον βεδικό πολιτισμό, συγκλίνοντας με τους υπολειπόμενους Κούρου και με το μαχατζαναπάντα των Σουρασένα, κοντά στο Βασίλειο των Μάτσυα.[5]

Μεσαιωνική ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από καιρού σε καιρό ένα διαφορετικό γένος των Ρατζπούτ έθετε υπό τον έλεγχό του το Άλβαρ, όπως οι Νικούμπ, οι Χανζάντα του Μεβάτ, οι Μπαργκουτζάρ Ρατζπούτ και τέλος οι Ναρούκα (Κατσβάχα) Ρατζπούτ, που κυριάρχησαν τελικώς στην περιοχή. Για ένα μικρό διάστημα η περιοχή εντάχθηκε και στην Αυτοκρατορία των Μαράτα. Ο Πρατάπ Σινγκ, ένας Κατσβάχα Ρατζπούτ, κατέλαβε το Φρούριο του Άλβαρ και έθεσε τα θεμέλια για τη σημερινή πόλη.

Ο Χέμου (Χεμτσάντρα Βικραμαντίτια), που γεννήθηκε στο χωριό Ματσάρι κοντά στο Άλβαρ, έγινε Αυτοκράτορας σε όλη τη βόρεια Ινδία τον 16ο αιώνα. Την εποχή εκείνη οι Μουγκάλ και οι Αφγανοί αντιπάλευαν για την κυριαρχία της περιοχής. Ο Χέμου κατέλαβε το Δελχί το 1556, αλλά έναν μόλις μήνα αργότερα, μετά την ήττα του στη Δεύτερη Μάχη του Πάνιπατ, συνελήφθη και εκτελέσθηκε από τον εχθρό, οπότε το καθεστώς των Μουγκάλ αποκαταστάθηκε σε όλη τη βόρεια Ινδία.

Αποικιακή εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Φρούριο της Νημράνα

Το Κράτος του Άλβαρ, ένα κρατίδιο κατά τη βρετανική αποικιακή περίοδο, ιδρύθηκε το 1770 από τον προαναφερθέντα Πρατάπ Σινγκ. Ο διάδοχός του, ο Μπαχταβάρ Σινγκ Κατσβάχα, ηττήθηκε κατά την εισβολή του στο γειτονικό Κράτος του Τζαϊπούρ, το οποίο κυβερνούσαν οι μείζονες Κατσβάχα, και υποχρεώθηκε να αποδεχθεί την επακόλουθη συνθήκη, με τη διαμεσολάβηση της Βρετανικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, η οποία του απαγόρευε να έχει πολιτικές σχέσεις με άλλα κρατίδια των Ινδιών χωρίς τη συγκατάθεση των Βρετανών.[6] Σύμφωνα με το Gazetteer of Ulwar που εξέδιδαν οι αποικιακές αρχές, το Κράτος του Άλβαρ υποδιαιρείτο σε 4 περιοχές, τις οποίες διοικούσαν «ζαμιντάρ», δηλαδή αυτόνομοι ή ημιαυτόνομοι κυβερνήτες επαρχιών. Αυτές ήταν οι εξής:

  • Περιοχή Ρατ (Ραθ): Περιελάμβανε τις ιστορικές πόλεις Μπεχρόρ και Νημράνα (Neemrana).
  • Περιοχή Βάι: Περιελάμβανε το Μπανσούρ και το Τάνα Γκαζί (Thana Ghazi).
  • Περιοχή Ναρουχάντ: Περιελάμβανε το Ρατζγκάρ και το Λαξμανγκάρ.
  • Περιοχή Μεβάτ: Περιελάμβανε τις πόλεις Παλβάλ και Νουχ με τα διαμερίσματά τους, και είχε τον μεγαλύτερο πληθυσμό Μουσουλμάνων, της εθνοτικής ομάδας Μέο ή Μεβάτι.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. www.census2011.co.in/census/district/429-alwar.html.
  2. Ram, Maya (1964). Rajasthan District Gazetteer Alwar. Jaipur. σελ. 1. 
  3. «History of Alwar, Origin of Alwar, Alwar History In Rajasthan India». Indiasite.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιουνίου 2012. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2013. 
  4. Witzel, Michael (1997), «Early Sanskritization Origins and Development of the Kuru State», Recht, Staat und Verwaltung im klassischen Indien, Schriften des Historischen Kollegs, Μόναχο: Oldenbourg, σελ. 27-52, doi:10.1524/9783486594355.27, ISBN 978-3-486-56193-7, http://dx.doi.org/10.1524/9783486594355.27, ανακτήθηκε στις 2020-09-26 
  5. Raychaudhuri, Hemchandra, 1892-1957 (1997). Political history of ancient India: from the accession of Parikshit to the extinction of the Gupta dynasty. Oxford University Press. σελίδες 61,736. ISBN 0-19-564376-3. OCLC 38008217. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  6.  Μία ή περισσότερες προτάσεις από το προηγούμενο κείμενο ενσωματώνει κείμενο από έκδοση που είναι πλέον κοινό κτήμαChisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Alwar» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 1 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σελ. 755 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]