Άιφελ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 50°23′N 6°52′E / 50.39°N 6.87°E / 50.39; 6.87

Άιφελ
Η κορυφή Χόχε Αχτ
ΧώρεςΓερμανία, Βέλγιο
Υψηλότερο ΣημείοΧόχε Αχτ
Υψόμετρο747μ.
Συντεταγμένες50°23′N°,6°52′E°

Ο Άιφελ (γερμανικά: Eifel) είναι μια χαμηλή οροσειρά της Γερμανίας και αποτελεί τμήμα του σχιστολιθικού παραρρήνιου ορεινού όγκου (Rheinisches Schiefergebirge). Εκτείνεται στα κρατίδια Ρηνανίας-Παλατινάτου και Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας και καλύπτει το νότιο τμήμα της περιοχής της Γερμανόφωνης κοινότητας του Βελγίου.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περιοχή του Άιφελ έχει τριγωνικό σχήμα, με επιφάνεια 5.300 τ.χλμ. και ορίζεται βορειοανατολικά από τον μέσο Ρήνο, δυτικά από την περιοχή των Αρδεννών και νότια από τον Μοζέλλα. Βόρεια του Άιφελ βρίσκεται η πόλη του Άαχεν, νότια η Τριρ και ανατολικά η Κόμπλεντς.

Ο Άιφελ ανήκει στον σχιστολιθικό παραρρνηνίο ορεινό όγκο και ο σχηματισμός του ανάγεται στην ερκύνια (ή βαρίσκια) ορογένεση, η οποία ξεκίνησε κατά τη Δεβόνια περίοδο. Χαρακτηριστικές του εδάφους του είναι οι ηφαιστειολίμνες Μάαρ, με σημαντικότερη τη λίμνη Λάαχερ, που διαθέτει ιαματικές πηγές[1] και είναι η μεγαλύτερη λίμνη στο κρατίδιο Ρηνανίας-Παλατινάτου. Από τα εδάφη του Άιφελ πηγάζουν οι ποταμοί Ερφτ, Ούρφτ, Κελ, Αρ και άλλοι μικρότεροι, όλοι τους παραπόταμοι του Ρήνου ή του Μοζέλλα. Η υψηλότερη κορυφή του Άιφελ είναι το Χόχε Αχτ με υψόμετρο 747 μέτρα, είναι η μόνη κορυφή που ξεπερνά τα 700 μέτρα, αλλά αρκετές άλλες κορυφές του ξεπερνούν τα 600 μέτρα.

Η περιοχή που καλύπτει ο Άιφελ διαιρείται σε πολλά επιμέρους διαμερίσματα: τον Υψηλό Άιφελ (Hohe Eifel), Χιονώδη Άιφελ (Schnee-Eifel), Βόρειο Άιφελ (Nordeifel), Κάτω Άιφελ (Vordereifel), Ηφαιστειακό Άιφελ (Vulcaneifel), Δυτικό Άιφελ (Westeifel), Άιφελ του Μοζέλλα (Moseleifel).[1] Από το 2004 στους βορινούς πρόποδες του Άιφελ δημιουργήθηκε το Εθνικό Πάρκο του Άιφελ[2], το οποίο καλύπτει μια περιοχή 107 τ.χλμ. Νοτιότερα υπάρχουν 4 ακόμη Εθνικά Πάρκα: το Εθνικό Πάρκο Ρηνανίας[3], το Εθνικό Πάρκο Χόχε Φενς-Άιφελ[4], το Εθνικό Γεωλογικό Πάρκο Ηφαιστειακού Άιφελ[5] και το Εθνικό Πάρκο Νότιου Άιφελ[6].


Οι κύριοι ορεινοί όγκοι της περιοχής του Άιφελ είναι οι εξής:

Το κάστρο στην κορυφή του λόφου Nürburg
Ο λόφος Hochstein
Βουνά/Λόφοι Υψόμετρο
(μ)
Χόχε Αχτ 746.9
Έρνστμπεργκ 699.8
Schwarzer Mann 697.8
Μποτράνζ 694.24
Σάντεμπεργκ 691.4
Weißer Stein 690
Prümscheid 682
Nürburg 676.5
Hochkelberg 674.9
Raßberg 663.8
Steling 658.3
Döhmberg 653.2
Nerother Kopf 651.7
άνευ ονομασίας 651.3
Radersberg 637
Apert 631.3
Aremberg 623.8
άνευ ονομασίας 622.7
Dietzenley 617.6
Asseberg 601.5
Hardtkopf 601.5
Alterfaß/Alter Voß 589.9
Heidenköpfe 595
Hochsimmer 587.9
Michelsberg 586.1
Langschoß 583.5
Gänsehals 575.3
Eigart 565.5
Hochstein 563.0
Mäuseberg 561.2
Stromberg 558.2
Rockeskyller Kopf 554.6
Hoher List 549.1
Roßbüsch 538.6
Knippberg 537.3
Kuhdorn 532.1
Burberg 528.5
άνευ ονομασίας 527.8
Wildbretshügel 525.3
Kalvarienberg 522.8
Verbrannter Berg 516.2
Kopnück 514.4
Rother Hecke 510.5
Häuschen 506.5
Hochthürmen 499.9
Teufelsley 495.9
Krufter Ofen 463.1
Kellerberg 448.8
Herkelstein 434.5
άνευ ονομασίας 434.1
Stockert 433.9
Veitskopf 428.1
Monzeler Hüttenkopf 423.4
Burgberg 400.8
Thelenberg 400.2
Sonnenberg 393.3
Calmont 378.4
Bausenberg 339.8
Landskrone 271.7
Η λίμνη Λάαχερ

Γεωλογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρά το γεωλογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει η περιοχή του Άιφελ, έχουν γίνει μόνο τρεις ολοκληρωμένες γεωλογικές μελέτες. Το 1822, ο Johann Steiniger δημοσίευσε τον πρώτο γεωλογικό χάρτη της περιοχής και, το 1853, την μελέτη του με τίτλο Geognostische Beschreibung der Eifel (Γεωγνωστική περιγραφή του Άιφελ). Το 1915 ο Otto Follmann δημοσίευσε μια νέα μελέτη, το Abriss der Geologie der Eifel (Σύνοψη της γεωλογίας της περιοχής του Άιφελ), επικαιροποιώντας τις γνώσεις για εκείνη την εποχή. Το 1986, ο Wilhelm Meyer δημοσίευσε τον τόμο Geologie der Eifel (Γεωλογία του Άιφελ), του οποίου η τέταρτη, αναθεωρημένη έκδοση θεωρείται πλέον ως το πρότυπο έργο για τη γεωλογία του Άιφελ.

Ο Άιφελ και η δυτική συνέχεια του στο Βέλγιο, οι Αρδέννες, είναι τα υπολείμματα ορεινών όγκων της Βαρίσκιας ορογένεσης, περίπου 400 εκατομμυρίων ετών. Στην περιοχή Stavelot-Venn Saddle (Hohes Venn) βρίσκονται τα παλαιότερα στρώματα πετρωμάτων, τα οποία προέρχονται από την Κάμβρια περίοδο και έχουν ηλικία περίπου 550 εκατομμυρίων ετών. Το γεωλογικό υπόβαθρο στον Άιφελ, όπως και στις άλλες περιοχές του παραρρήνιου ορεινού όγκου, αποτελείται κυρίως από σχιστόλιθους της Δεβόνιας περιόδου, ψαμμίτες και ασβεστόλιθους, που εναποτέθηκαν σε έναν ωκεανό νότια της Ευρωαμερικής και από αναδιπλώσεις της Βαρίσκιας ορογένεσης.[7] Μόνο στη βόρεια άκρη του Άιφελ, στην περιοχή του Hohes Venn και τα περίχωρά της, υπάρχουν πιο παλιά πετρώματα από την Κάμβρια και την Ορδοβίκια περίοδο. Τα πετρώματα της Λιθανθρακοφόρου περιόδου, που ακολούθησαν μετά τη Δεβόνια, δεν εμφανίζονται στον ίδιο τον Άιφελ, αλλά βρίσκονται κατά μήκος του βόρειου ορίου του στην περιοχή του Άαχεν. Οι γεωλογικές δομές του Άιφελ, όπως οι κύριες πτυχώσεις και αναδιπλώσεις, εντοπίζονται σε κατεύθυνση SW-NE πέρα από την κοιλάδα του Ρήνου.

Από την εποχή της αναδίπλωσής του, ο Άιφελ παρέμεινε τμήμα της ηπειρωτικής χώρας. Κατά τη διάρκεια της Πέρμιας περιόδου, μετά το τέλος της ανύψωσης, τα βαρισκιανά όρη υπέστησαν έντονη διάβρωση, αφήνοντας μόνο μια σχετικά επίπεδη, περικομμένη ορεινή έκταση. Για μικρό χρονικό διάστημα, και μόνο εν μέρει, αυτή η έκταση πλημμύρισε αργότερα από τη θάλασσα. Αποθέσεις από τις περιόδους της Τριασικής περιόδου και της Ιουράσιας περιόδου έχουν επιβιώσει στη λεγόμενη Βορειο-νότια ζώνη του Άιφελ. Αυτή είναι μια περιοχή υποχώρησης του εδάφους, η οποία εκτείνεται από την λεκάνη της Τριρ στα νότια, έως την λεκάνη του Κάτω Ρήνου στα βόρεια. Μέσα από αυτή τη ζώνη υπήρχε κάποτε μια θαλάσσια σύνδεση μεταξύ της Βόρειας και της Νότιας Κεντρικής Ευρώπης. Τα υπολείμματα των ιζημάτων εκείνης της εποχής τα συναντάμε σε μεγαλύτερη έκταση στο Τριασικό τρίγωνο Μάουμπαχ-Μίχερνιχ στο βόρειο τμήμα και στην Τριασική τεκτονική τάφρο Όμπερμπετινγκεν, στην περιοχή γύρω από το Χίλεσχαϊμ και το Όμπερμπετινγκεν. Στην Ύστερη Κρητιδική περίοδο και στις αρχές του Καινοζωικού αιώνα ο Άιφελ πλημμύρισε κυρίως από τα βόρεια. Υπολείμματα κρητιδικών πετρωμάτων έχουν ανακαλυφθεί στην περιοχή Hohes Venn. Διάσπαρτες μεμονωμένες ολοκαινικές αποθέσεις μπορούν να βρεθούν εκεί, όπως και στον δυτικό Άιφελ. Από την Πλειστόκαινο εποχή και μετά, ο παραρρήνιος ορεινός όγκος, συμπεριλαμβανομένου του Άιφελ, γνώρισε μια ανύψωση. Αυτό οδήγησε τα ρέματα και τα ποτάμια να χαράξουν το τοπίο έτσι ώστε να έχουμε την παρούσα εμφάνιση μιας χαμηλής οροσειράς με επίπεδα οροπέδια και βαθιές κοιλάδες.

Ηφαιστειότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μάαρ του Άιφελ

Η ηφαιστειακή δραστηριότητα στον Άιφελ ξεκίνησε πριν από 50 εκατομμύρια χρόνια και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Δημιούργησε πολυάριθμες ηφαιστειακές δομές, ροές λάβας και εκτεταμένα στρώματα ηφαιστειακών αναβλημάτων από τόφφο και ελαφρόπετρα, τα οποία αποτέλεσαν τη βάση μιας σημαντικής μεταλλευτικής δραστηριότητας για την εξόρυξη δομικών υλικών από τους ρωμαϊκούς χρόνους. Μερικοί από τους λόφους της περιοχής είναι ηφαιστειακοί πόροι και οι ιδιόμορφες λίμνες κυκλικού σχήματος (Μάαρ) σχηματίστηκαν από ηφαιστειακούς κρατήρες.

Οι πρώτες ηφαιστειακές εκρήξεις έλαβαν χώρα κατά την πρώιμη εποχή της Τριτογενούς Περιόδου και επικεντρωνόταν στον Υψηλό Άιφελ και μάλιστα πριν από την ηφαιστειακή δραστηριότητα των Ζίμπενγκεμπεργκ [Σημ 1] και Βέστεβαλτ [Σημ 2]. Η ηφαιστειακή δραστηριότητα στον Υψηλό Άιφελ έληξε πριν από περίπου 15 έως 20 εκατομμύρια χρόνια, ταυτόχρονα με εκείνη του Ζίμπενγκεμπεργκ. Η ηφαιστειακή δραστηριότητα στον δυτικό και ανατολικό Άιφελ είναι, σε αντίθεση με αυτόν του Υψηλού Άιφελ, πολύ πιο πρόσφατη. Ξεκίνησε στην περιοχή του Δυτικού Άιφελ περίπου 700.000 χρόνια πριν και δημιούργησε μια αλυσίδα από ηφαιστειακές τέφρες, κώνους, μάαρ και κρατήρες κατά μήκος μιας αλυσίδας από τα βορειοδυτικά στα νοτιοανατολικά. Οι νεότερες Μάαρ είναι μόνο λίγο παλαιότερες από 11.000 χρόνια. Στο ανατολικό Άιφελ, η δραστηριότητα ξεκίνησε πριν περίπου 500.000 χρόνια, στην περιοχή της σημερινής λίμνης Λάαχερ και επεκτάθηκε προς τα νότια και διέσχισε το Ρήνο προς τα ανατολικά. Εδώ, η ποσότητα του βασάλτη, της ελαφρόπετρας και του τόφφου ήταν πολύ μεγαλύτερη από ό, τι στο δυτικό Άιφελ. Η ηφαιστειακή δραστηριότητα του Ανατολικού Άιφελ έληξε με μια τεράστια έκρηξη, με αποτέλεσμα ο ηφαιστειακός κώνος να αδειάσει και να καταρρεύσει, δημιουργώντας μια καλδέρα, στην οποία δημιουργήθηκε η Λάαχερ. Οι τέφρες από την έκρηξη μπορούν να ανιχνευθούν σήμερα σε αποθέσεις λεπτού στρώματος σε όλη την Κεντρική Ευρώπη, ως και τη δανέζικη νήσο Μπόρνχολμ. Οι έρευνες έχουν δείξει ότι ηφαιστειακά η περιοχή του Άιφελ είναι ακόμα ενεργή, είναι μάλιστα μία από τις λίγες ηφαιστειακά δραστήριες περιοχές της Γερμανίας. Το έδαφος υψώνεται κατά 1-2 mm ετησίως και υπάρχει διαφυγή αέριων, για παράδειγμα διοξείδιο του άνθρακα (CO2) στη λίμνη Λάαχερ.

Κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Άιφελ βρίσκεται στην κλιματική ζώνη του Ατλαντικού με σχετικά υψηλές βροχοπτώσεις, με σχετικά κρύους χειμώνες, με΄μεγάλες περιόδους με χιόνι και καλοκαίρια υγρά και δροσερά. Τα ύψη του χιονιού κυμαίνονται κατά μέσο όρο μεταξύ 15 cm και 60 cm. Ο ψυχρός αέρας από τη Σιβηρία στις υψηλότερες κορυφές έχει μικρότερο αντίκτυπο στις καιρικές συνθήκες, καθώς η γειτνίαση του Ατλαντικού Ωκεανού με την περιοχή του Άιφελ φέρνει πιο ήπιο θαλάσσιο αέρα ακόμη και το χειμώνα.Ο επικρατέστερος άνεμος είναι δυτικός/νοτιοδυτικός. Η μέση θερμοκρασία στο ψυχρότερο μήνα (Ιανουάριος) είναι -1,5°C σε υψηλά υψόμετρα και +1,5 έως 2°C στις παρυφές των υψωμάτων. Κατά μέσο όρο οι ημέρες παγετού είναι 110. Ο θερμότερος μήνας (Ιούλιος) έχει μέση θερμοκρασία 14°C στις υψηλότερες περιοχές.

Το τραχύ κλίμα και το άγονο έδαφος έδωσαν στην περιοχή την ονομασία «Γερμανική Σιβηρία».[1].

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλές θεωρίες έχουν διατυπωθεί σχετικά με την ετυμολογική προέλευση του ονόματος Άιφελ. Σύμφωνα με μια από αυτές ο Άιφελ συνδέεται με τη λέξη Anfil ή Anfali, της οποίας το νόημα είναι «μη επίπεδη περιοχή», ενώ σύμφωνα με κάποια άλλη προήλθε από την παραφθορά της λέξης Akuella, η οποία προέρχεται από τα προ-Γερμανικά και σημαίνει «γη με κορυφές». Και οι δυο αυτές θεωρίες θεωρούνται σήμερα αμφιλεγόμενες, το ίδιο και η άποψη ότι η ρίζα της λέξης είναι κελτική, ότι σχετίζεται με τις κελτικές θεότητες των υδάτων Matronae Aufaniae, και σε αυτήν την περίπτωση Άιφελ θα σήμαινε «γη των υδάτων». Επικρατέστερη η θεωρία του Heinrich Dittmaier [8] ο οποίος, ξεκινώντας από τη λέξη Aik-fil, δίνει τρεις πιθανές εξηγήσεις: «ελώδης περιοχή», «πεδιάδα», «ρεικότοπος».

Ιστορικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο σπήλαιο Μπούχενλοχ (Buchenloch)[9] βρέθηκαν ίχνη των ανθρώπων του Νεάντερταλ τα δε τεχνουργήματα από ελεφαντόδοντο και οστά ζώων της Σολουτραίας φάσης (21/20.000-18.000 χρόνια πριν) του σπηλαίου Μαγκνταλένα (Magdalenahöhle)[10] φανερώνουν την κατοίκηση της περιοχής κατά τη διάρκεια της τελευταίας εποχής των παγετώνων. Αρκετά είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα που πιστοποιούν την κατοίκηση του Άιφελ κατά την εποχή του Σιδήρου, έχει μάλιστα δημιουργηθεί μια ξεχωριστή φάση με το όνομα «πολιτισμός Χούνσρουκ-Άιφελ», ο οποίος διήρκεσε από τα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα έως περίπου το 250 π.Χ. και τον οποίον ακολούθησε ο πολιτισμός Λα Τεν μέχρι την κατάκτηση από τους Ρωμαίους. Στους ρωμαϊκούς χρόνους, ο Άιφελ ήταν μια σημαντική οικονομική περιοχή λόγω των ορυκτών της πόρων (μόλυβδος, ψευδάργυρος, σίδηρος, ασβεστόλιθος και οικοδομικές πέτρες). Το 80 μ.Χ. οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν εδώ ένα από μακρύτερα υδραγωγεία τους, το Υδραγωγείο του Άιφελ, μήκους 95 χιλιομέτρων, που μετέφερε τα ύδατα από τα υψώματα του Άιφελ στην πόλη της Κολωνίας, που είχε ιδρυθεί από τους Ρωμαίους.

Στα τέλη του Μεσαίωνα, ο Άιφελ ήταν μια συνοριακή περιοχή μεταξύ των Αρχιεπισκοπών του Εκλεκτοράτου της Κολωνίας, του Εκλεκτοράτου της Τριρ , της κομητείας του Λουξεμβούργου και του Δουκάτου του Γύλιχ. Αυτό εξηγεί τον μεγάλο αριθμό των κάστρων, που τώρα βρίσκονται κυρίως ερειπωμένα, τα οποία χτίστηκαν με σκοπό τη φύλαξη των συνόρων[11].

Οι εργασίες εξόρυξης, η μεγάλη ζήτηση για οικοδομική ξυλεία και καυσόξυλα, διαδεδομένη μέχρι τον 19ο αιώνα, οδήγησαν σε σχεδόν πλήρη αποψίλωση των δασών της περιοχής. Ταυτόχρονα, ο πληθυσμός εξασθενούσε όλο και περισσότερο επειδή η φτωχή καλλιεργήσιμη γη δεν παρήγαγε πλούσιες συγκομιδές. Επιπλέον, ο Άιφελ ήταν πέρασμα για τα γαλλικά στρατεύματα σε όλες τις πολεμικές συγκρούσεις με τους ανατολικούς γειτόνους τους, καταστάσεις που οδηγούσαν τον τοπικό πληθυσμό σε περαιτέρω εξαθλίωση. Η Πρωσική διακυβέρνηση, που ξεκίνησε το 1815, ελάχιστα άλλαξε από την άποψη των κοινωνικών συνθηκών: ο Άιφελ, ως μια φτωχή περιφερειακή περιοχή της αυτοκρατορίας είχε ενδιαφέρον μόνο για στρατιωτικούς λόγους. Για τους Πρώσσους αξιωματούχους και αξιωματικούς, κυρίως προτεστάντες, ο διορισμός στην καθολική περιοχή του Άιφελ ήταν ένα είδος ποινής. Ωστόσο, το τοπίο άλλαξε καθώς η Πρωσία προχώρησε σε συστηματική αναδάσωση, αν και με κωνοφόρα δέντρα που δεν ήταν χαρακτηριστικά της περιοχής. Τον 19ο αιώνα, η περιοχή του Άιφελ υπέστη σοβαρές περιόδους λιμού, ιδιαίτερα κατά τα έτη 1816/17, 1847 και 1879/80. Η κατάσταση καλυτέρεψε τον 20ο αιώνα με τη βελτίωση των δρόμων και τη δημιουργία καλού σιδηροδρομικού δικτύου, που βοήθησαν τόσο στη διακίνηση εμπορευμάτων όσο και στην έναρξη του τουρισμού.

Κοντά στην πόλη Νίρμπουργκ βρίσκεται το Νίρμπουργκρινγκ, μια πίστα αγώνων αυτοκινήτων και μηχανών μήκους 24 χιλιομέτρων και χωρητικότητας 150.000 θεατών.

Το όνομα Άιφελ έχει γίνει διάσημο λόγω του μηχανικού Γουστάβου Άιφελ, κατασκευαστή του περίφημου Πύργου του Άιφελ. Ο Άιφελ γεννήθηκε στην πόλη Ντιζόν της Γαλλίας από οικογένεια μεταναστών από την περιοχή του Άιφελ. Το πραγματικό επίθετο της οικογένειας ήταν Bönickhausen και καθώς η προφορά του στα γαλλικά ήταν δύσκολη, διάλεξαν να χρησιμοποιούν ως επίθετο τον τόπο καταγωγής τους.[12]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Siebengebirge: οροσειρά λόφων ηφαιστειακής προέλευσης της κεντρικής Γερμανίας
  2. Westerwald: χαμηλός ορεινός όγκος στη δεξιά όχθη του Ρήνου

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 «Άιφελ». Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 3. Αθήνα: Εκδ. οίκος Χάρη Πάτση. 1967. σελ. 164. 
  2. «Nationalpark Eifel». Επίσημη ιστοσελίδα του Πάρκου. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Μαΐου 2018. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2019. 
  3. «Naturpark Rheinland». Επίσημη ιστοσελίδα του Πάρκου. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2019. 
  4. «Naturpark Hohes Venn – Eifel». Επίσημη ιστοσελίδα του Πάρκου. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Αυγούστου 2016. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2019. 
  5. «Natur-und Geopark Vulkaneifel». Επίσημη ιστοσελίδα του Πάρκου. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Απριλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2019. 
  6. «Naturpark Südeifel». Επίσημη ιστοσελίδα του Πάρκου. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2019. 
  7. «Eifelian Stage». Encyclopaedia Britannica. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2019. 
  8. Heinrich Dittmaier (1961). «Der Name Eifel». Rheinisch-Westfälische Zeitschrift fur Volkskunde 8: 168-175. 
  9. «Buchenloch». Eifelfuehrer. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Δεκεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2019. 
  10. «Magdalenahöhle». Datenbank der Kulturgüter in der Region Trier. Ανακτήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2019. 
  11. «Burgen der Eifel». Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2019. 
  12. «Gustave Eiffel». Σύλλογος απογόνων Γουστάβου Άιφελ. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Απριλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2019.