Λάβα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ροή διάπυρης λάβας στην Ισλανδία.

Λάβα (αγγλικά Lava, από την λατινική λέξη labes[1][2]), είναι η εξαιρετικά ιξώδης διάπυρη ύλη, από τα έγκατα της Γης, από τηγμένα πετρώματα, που εξέρχεται από τα ηφαίστεια. Λάβα λέγεται επίσης και η ίδια «βραχώδης» ηφαιστειακή ύλη που προκύπτει μετά από τη ψύξη και στερεοποίησή της.

Χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λάβα σχηματίζεται στο εσωτερικό ουρανίων σωμάτων, όπως λ.χ. της Γης, με τη μορφή μάγματος. Αρχικά, όταν εξέρχεται στην επιφάνεια από μια ηφαιστειακή φλέβα, έχει θερμοκρασία από 800 °C έως 1.200 °C. Η λάβα είναι παχύρευστη και έχει 100.000 μεγαλύτερο ιξώδες από ότι έχει το νερό και μπορεί να διανύσει μεγάλη απόσταση πριν ψυχθεί και στερεοποιηθεί.[3]

Λάβα σε παχύρευστη μορφή.

Η πρώτη ακριβής περιγραφή τους μάγματος αυτού (λιωμένη λάβα) περιγράφτηκε από τον Φραντζέσκο Σεράο, κατά την έκρηξη του ηφαιστείου του Βεζούβιου, το 1737.[4] Περιγράφτηκε τότε ως «ρευστή καυτή ύλη σαν μείγμα ύδατος και λάσπης».

Χημική σύσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λάβα καταρχήν συντίθεται από κρυσταλλικά υλικά, ηφαιστειακή ύαλο και ηφαιστειακά αέρια. Ως μάγμα, όσο πλησιάζει να εξαχθεί στην επιφάνεια του πλανήτη, τόσο χαμηλώνει η θερμοκρασία της και αρχίζει να ψύχεται σχηματίζοντας ένα ηφαιστειακό γυαλί. Χημικά, τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται (κατά μέσο όρο) είναι 45-47% οξυγόνο, 27-28% πυρίτιο, 8% αλουμίνιο, 5% σίδηρο και άλλες μικρότερες ποσότητες από μαγνήσιο, ασβέστιο, νάτριο, κάλιο, φώσφορο, τιτάνιο κ.ά.[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Lava». Merriam-Webster Online Dictionary. 31 Αυγούστου 2012. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2013. 
  2. «Lava». Dictionary.reference.com. 7 Δεκεμβρίου 1994. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2013. 
  3. Philpotts, Anthony R.· Ague, Jay J. (2009). Principles of igneous and metamorphic petrology (2nd έκδοση). Cambridge, UK: Cambridge University Press. σελίδες 53–55. ISBN 9780521880060. 
  4. «Vesuvius Erupts, 1738». Lindahall.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαΐου 2016. Ανακτήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2015. 
  5. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2021.