Shopping therapy

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Shopping therapy ή Retail therapy ονομάζεται η πρακτική βελτίωσης της διάθεσης εν είδει αγορών με πρωταρχικό σκοπό τη βελτίωση της διάθεσης του καταναλωτή.

Το όνομα είναι ειρωνικό, αναγνωρίζοντας ότι ο καταναλωτισμός δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ως θεραπεία με την ιατρική ή ψυχοθεραπευτική έννοια. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1980, με την πρώτη δημόσια αναφορά να είναι στο Chicago Tribune την Παραμονή Χριστουγέννων του 1986: «We've become a nation measuring out our lives in shopping bags and nursing our psychic ills through retail therapy».[1][απέτυχε η επαλήθευση]

Το 2001, η Ευρωπαϊκή Ένωση διεξήγαγε μελέτη που διαπίστωσε ότι το 33% των καταναλωτών που ερωτήθηκαν είχαν "υψηλό επίπεδο εθισμού στην κατανάλωση".[2] Αυτή η συνήθεια προκαλούσε προβλήματα βιωσιμότητας σε πολλούς. Η ίδια μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι οι νέοι Σκωτσέζοι ήταν οι πιο επιρρεπείς. Μια έρευνα του 2013 σε δείγμα 1000 Αμερικανών ενηλίκων διαπίστωσε ότι λίγο περισσότεροι από τους μισούς είχαν "υποβληθεί" σε shopping therapy (63,9% των γυναικών και 39,8% των ανδρών). Οι γυναίκες ήταν πιο πιθανό να αγοράσουν ρούχα ενώ οι άνδρες ήταν πιο πιθανό να αγοράσουν τρόφιμα.[3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Schmich, Mary (24 Δεκεμβρίου 1986). «A Stopwatch On Shopping». Chicago Tribune. Ανακτήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2012. 
  2. Summerskill, Ben (6 Μαΐου 2001). «Shopping can make you depressed». The Guardian. Guardian News and Media Limited. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2017. 
  3. «Ebates Survey: More Than Half (51.8%) of Americans Engage in Retail Therapy - 63.9% of Women and 39.8% of Men Shop to Improve Their Mood». Business Wire. Business Wire, Inc. 2 Απριλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2017.