Υπόρχημα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Χορός

εἴπερ ἐγὼ μάντις εἰμὶ καὶ κατὰ γνώμαν ἴδρις,
οὐ τὸν Ὄλυμπον ἀπείρων, ὦ Κιθαιρών,
οὐκ ἔσει τὰν αὔριον
πανσέληνον, μὴ οὐ σέ γε καὶ πατριώταν Οἰδίπουν
καὶ τροφὸν καὶ ματέρ᾽ αὔξειν,
καὶ χορεύεσθαι πρὸς ἡμῶν, ὡς ἐπὶ ἦρα φέροντα τοῖς ἐμοῖς τυράννοις.
ἰήϊε Φοῖβε, σοὶ δὲ ταῦτ᾽ ἀρέστ᾽ εἴη.
τίς σε, τέκνον, τίς σ᾽ ἔτικτε τᾶν μακραιώνων ἄρα
Πανὸς ὀρεσσιβάτα πατρὸς πελασθεῖσ᾽;
ἢ σέ γ᾽ εὐνάτειρά τις
Λοξίου; τῷ γὰρ πλάκες ἀγρόνομοι πᾶσαι φίλαι·
εἴθ᾽ ὁ Κυλλάνας ἀνάσσων,
εἴθ᾽ ὁ Βακχεῖος θεὸς ναίων ἐπ᾽ ἄκρων ὀρέων σ᾽ εὕρημα δέξατ᾽ ἔκ του
Νυμφᾶν Ἑλικωνίδων, αἷς πλεῖστα συμπαίζει.

Σοφοκλή Οιδίπους Τύραννος, στ. 1086-1109

Στην αρχαία ελληνική μουσική, υπόρχημα ήταν ζωηρό άσμα που συνοδευόταν με χορό όπως ο διθύραμβος και ήταν αφιερωμένο στο θεό Απόλλωνα. Την ίδια ονομασία έφερε και ο αντίστοιχος χορός.

Ως ύμνος προς τον Απόλλωνα, έμοιαζε σε αρκετά σημεία με τον παιάνα. Ευρετής θεωρείται ο Θαλήτας από τη Γόρτυνα της Κρήτης τον 7ο αιώνα π.Χ., αν και ο Αθήναιος ανάγει στον Όμηρο τις πηγές του ποιητικού αυτού είδους.

Ο Λουκιανός [1] αναφέρει: "Στη Δήλο οι θυσίες όχι μόνο δε γίνονταν χωρίς όρχηση, αλλά γίνονταν και με χορό και με μουσική... τα τραγούδια που σύνθεταν γι' αυτούς τους χορούς λέγονταν υπορχήματα", ενώ ο Πρόκλος [2]: "Υπόρχημα δε το μετ' όρχήσεως αδόμενον μέλος". Στο Ετυμολ. Μέγα[3] σημειώνεται: "Υπορχήματα δε, άτινα πάλιν έλεγον ορχούμενοι και τρέχοντες κύκλω του βωμού, καιομένων των ιερείων".

Το υπόρχημα αρχικά συνοδευόταν από φόρμιγγα, αργότερα από αυλό[4] και κιθάρα ή λύρα[1] και είχε τρεις φάσεις. Στην πρώτη όλα τα μέλη του χορού τραγουδούσαν και χόρευαν μαζί, στη δεύτερη τα μισά τραγουδούσαν και τα μισά χόρευαν και στην τρίτη τραγουδούσε ο κορυφαίος και χόρευαν όλοι οι άλλοι. Το υπόρχημα είχε τρία σχήματα (φιγούρες)· στο πρώτο, όλα τα μέλη του χορού χόρευαν και τραγουδούσαν μαζί· στο δεύτερο, ο χορός μοιραζόταν σε δύο ομάδες, από τις οποίες η μια χόρευε και η άλλη τραγουδούσε· στο τρίτο, ο κορυφαίος τραγουδούσε, ενώ όλοι οι άλλοι χόρευαν.

Κατά τον Πίνδαρο, στον οποίο αναφέρεται ο Αθήναιος, τον χόρευαν οι Λάκωνες, άνδρες και γυναίκες [5], ενώ ο ίδιος ο Αθήναιος τον συγκρίνει με τον κόρδακα, κωμικό χορό[6].

Στην τραγική ποίηση, ο όρος χαρακτηρίζει μερικές λυρικές ωδές για κάποια αίσια έκβαση του δράματος, λίγο πριν την τελική καταστροφή[7], όπως για παράδειγμα σε πολλά έργα του Σοφοκλή.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Ἐν Δήλῳ δέ γε οὐδὲ αἱ θυσίαι ἄνευ ὀρχήσεως ἀλλὰ σὺν ταύτῃ καὶ μετὰ μουσικῆς ἐγίγνοντο. παίδων χοροὶ συνελθόντες ὑπ᾽ αὐλῷ καὶ κιθάρᾳ οἱ μὲν ἐχόρευον, ὑπωρχοῦντο δὲ οἱ ἄριστοι προκρι- θέντες ἐξ αὐτῶν. τὰ γοῦν τοῖς χοροῖς γραφόμενα τούτοις ᾄσματα ὑπορχήματα ἐκαλεῖτο καὶ ἐμπέπληστο τῶν τοιούτων ἡ λύρα. Λουκιανός, Περί ορχήσεως, 16
  2. Χρηστομ. 17
  3. έκδ. Th. Gaisford, σ. 690
  4. Πολυδεύκης, IV 82
  5. ...ορχούνται δε ταύτην παρά τωι Πινδάρωι οι Λάκωνες, και εστίν υπορχηματική όρχησις ανδρών και γυναικών... Αθήναιος, XIV, 631C 30
  6. Αθήναιος, xiv, 630
  7. Dunkle, Roger (1986). The Classical Origins of Western Culture. Brooklyn College Core Curriculum Series (στα Αγγλικά). The Core Studies 1 Study Guide. New York: Brooklyn College. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Δεκεμβρίου 2005. Ανακτήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2010. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]