Το φεγγάρι και έξι πένες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το φεγγάρι και έξι πένες
ΣυγγραφέαςΟυίλιαμ Σόμερσετ Μομ
ΤίτλοςThe Moon and Sixpence
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1919
Ημερομηνία δημοσίευσης1919
Μορφήμυθιστόρημα
ΤόποςΠαρίσι
LC ClassOL20341137W[1]
Πρώτη έκδοσηHeinemann
ΠροηγούμενοΑνθρώπινη δουλεία
Αριθμός Σελίδων263

Το φεγγάρι και έξι πένες (αγγλικός τίτλος: The Moon and Sixpence) ή Το φεγγάρι και μια πεντάρα είναι μυθιστόρημα του Άγγλου συγγραφέα Ουίλιαμ Σόμερσετ Μομ, που δημοσιεύθηκε το 1919. [2]

Πρόκειται για μια βιογραφία του φανταστικού χαρακτήρα Τσαρλς Στρίκλαντ, ενός Άγγλου χρηματιστή που, σε ηλικία σαράντα ετών, εγκαταλείπει τη γυναίκα και τα παιδιά του απροειδοποίητα για να κυνηγήσει το όνειρό του να γίνει ζωγράφος. Η ιστορία βασίζεται, εν μέρει, στη ζωή του ζωγράφου Πωλ Γκωγκέν και είναι μια μελέτη ενός ανθρώπου που διακατέχεται από την ανάγκη της καλλιτεχνικής δημιουργίας – ανεξάρτητα από το κόστος για τον εαυτό του και για τους άλλους. Αφηγητής είναι ένας νεαρός συγγραφέας, ο οποίος φέρεται «απλώς να απαριθμεί τα γεγονότα που του ήταν γνωστά από τη ζωή ενός ασυνήθιστου ανθρώπου». Τα επεισόδια διανθίζονται με σκέψεις του αφηγητή και άλλων χαρακτήρων για τον Στρίκλαντ.[3]

Ο τίτλος του μυθιστορήματος, το νόημα του οποίου δεν αποκαλύπτεται ρητά στο βιβλίο, προέρχεται από μια κριτική του μυθιστορήματος του Μομ Ανθρώπινη δουλεία, στο οποίο ο πρωταγωνιστής Φίλιπ Κάρεϊ, περιγράφεται ότι είχε «Τόση λαχτάρα για το φεγγάρι, που δεν είδε ποτέ ούτε έξι πένες (μια πεντάρα) στα πόδια του». Επίσης, σε επιστολή του ο συγγραφέας το 1956 αναφέρει: «Αν κοιτάζεις στη γη για έξι πένες, δεν σηκώνεις το βλέμμα σου και χάνεις το φεγγάρι». [4]

Η διήγηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πλοκή εξελίσσεται για περισσότερα από 20 χρόνια κάπου στα τέλη του 19ου ή στις αρχές του 20ού αιώνα. Την ιστορία αφηγείται ένας πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ένας νεαρός επίδοξος συγγραφέας που έχει σπουδάσει ιατρική και αναζητά πρόσβαση στους λογοτεχνικούς κύκλους στο Λονδίνο. Ορισμένα κεφάλαια περιλαμβάνουν αφηγήσεις γεγονότων από άλλους χαρακτήρες, τους οποίους ο αφηγητής ανακαλεί στη μνήμη του. Ο αφηγητής γνωρίζει αρχικά τη γυναίκα του Τσαρλς Στρίκλαντ σε μια λογοτεχνική συγκέντρωση και αργότερα συναντά τον ίδιο τον Στρίκλαντ, ο οποίος φαίνεται να είναι ένας ασυνήθιστος επιχειρηματίας που δεν ενδιαφέρεται για τα λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά γούστα της συζύγου του. Εκείνη την εποχή, ο Στρίκλαντ ήταν περίπου 40 ετών.[5]

Περίληψη πλοκής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην αρχή το μυθιστόρημα αναφέρεται στον λαμπρό καλλιτέχνη Τσαρλς Στρίκλαντ, ο οποίος πέθανε στην αφάνεια και μόνο ένα άρθρο κριτικής τον έσωσε από τη λήθη. Πολλά άρθρα για τον ζωγράφο και τους πίνακές του ακολούθησαν, αλλά ταυτόχρονα ήρθαν στο φως σκανδαλώδεις λεπτομέρειες της ζωής του. Τότε αρχίζει η αφήγηση.

Η γνωριμία του αφηγητή με τον εύπορο χρηματιστή Τσαρλς Στρίκλαντ έγινε σε μια κοινωνική δεξίωση. Έδινε την εντύπωση ενός ευγενικού και έντιμου, αλλά βαρετού ανθρώπου. Λίγους μήνες αργότερα, ο αφηγητής έμαθε ότι ο Στρίκλαντ είχε αφήσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του, φεύγοντας με κάποια γυναίκα και ζούσε μαζί της σε ένα πολυτελές, ακριβό ξενοδοχείο. Η σύζυγός του ζήτησε από τον αφηγητή να συναντήσει τον Στρίκλαντ για να τον πείσει να επιστρέψει στην οικογένεια. Αποδείχθηκε ότι το ξενοδοχείο ήταν βρώμικο και φθηνό, δεν υπήρχε γυναίκα και ο Στρίκλαντ εγκατέλειψε την οικογένειά του για να αφοσιωθεί στη ζωγραφική. Η μοίρα της γυναίκας και των παιδιών του του είναι αδιάφορη και δεν θα επιστρέψει σε αυτά. Επίσης δεν ενδιαφέρεται για την οικονομική κατάσταση ή τη φήμη του. Ζωγραφίζει γιατί «πρέπει να ζωγραφίσει».[4]

Για τα επόμενα πέντε χρόνια, ο Στρίκλαντ ζωγράφιζε ενώ ζούσε πάμπτωχος σε άθλιες συνθήκες και έκανε περίεργες δουλειές για να επιβιώσει, ξεναγεί Άγγλους τουρίστες και μεταφράζει διαφημιστικά άρθρα από τα αγγλικά. Ο Ολλανδός Ντιρκ Στρέβε, μέτριος ζωγράφος αλλά εμπορικά επιτυχημένος εκείνη την εποχή, είδε την ιδιοφυΐα στα έργα του Στρίκλαντ και άρχισε να τον φροντίζει, λαμβάνοντας μόνο προσβολές σε αντάλλαγμα. Όταν ο Στρίκλαντ αρρώστησε βαριά, ο Ντιρκ πήρε τον ασθενή στο σπίτι του (παρά τις αντιρρήσεις της συζύγου του Μπλανς, που τον αντιπαθούσε) και τον φρόντισε. Αφού τον βοήθησε να ανακάμψει από την απειλητική για τη ζωή του ασθένεια, ο Ντιρκ ανταμείφθηκε βλέποντας τη γυναίκα του να τον εγκαταλείπει με τον Στρίκλαντ. Αυτός στη συνέχεια έδιωξε τη Μπλανς, γιατί το μόνο που ήθελε πραγματικά από αυτήν ήταν να γίνει μοντέλο για να τη ζωγραφίσει, όχι σοβαρή σχέση. Υπονοείται ότι της το υπέδειξε, αλλά εκείνη τον ακολούθησε ούτως ή άλλως. Στη συνέχεια, η Μπλανς αυτοκτονεί, άλλο ένα ανθρώπινο θύμα στην αναζήτηση της τέχνης και της ομορφιάς του Στρίκλαντ, με τα πρώτα θύματα να είναι η ίδια η ευυπόληπτη ζωή του και η γυναίκα και τα παιδιά του.[6]

Η ιστορία προχωρά 15 χρόνια αργότερα. Ο Στρίκλαντ πέθανε πριν από πολύ καιρό και ο αφηγητής, που βρίσκεται στην Ταϊτή, προσπαθεί να ανασυνθέσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του από τις ιστορίες ανθρώπων που τον γνώρισαν. Μαθαίνουμε ότι είχε εγκατασταθεί για λίγο στη Μασσαλία πριν ταξιδέψει στην Ταϊτή. Αποδεικνύεται ότι εκεί έζησε σαν αλήτης, κοιμόταν στον δρόμο ή σε καταφύγια αστέγων, αλλά συνέχιζε να ζωγραφίζει. Ο Στρίκλαντ πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Ταϊτή, όπου έζησε με μια ιθαγενή γυναίκα, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, και πέθανε από λέπρα. Άφησε πίσω του πολλούς πίνακες, που μετά τον θάνατό του βρήκαν έμποροι τέχνης από το Παρίσι και το Βερολίνο, αλλά το αριστούργημα της ζωής του - ο πίνακας στους τοίχους της καλύβας του πριν χάσει την όρασή του λόγω λέπρας - κάηκε από τη σύζυγό του μετά τον θάνατό του, σύμφωνα με τις εντολές του.[7]

Σχετικά με τον Γκωγκέν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ζωή του Γάλλου καλλιτέχνη Πωλ Γκωγκέν είναι η έμπνευση για την ιστορία, αλλά ο χαρακτήρας του Στρίκλαντ που παρουσιάζεται ως μοναχική, κοινωνιοπαθητική και καταστροφική ιδιοφυΐα σχετίζεται περισσότερο με μια μυθολογική εκδοχή της ζωής του Γκωγκέν, την οποία ανέπτυξε και προώθησε ο ίδιος ο καλλιτέχνης, παρά με την πραγματική πορεία της ζωής του. Ο πραγματικός Γκωγκέν συμμετείχε στις καλλιτεχνικές εξελίξεις στη Γαλλία τη δεκαετία του 1880, εκθέτοντας τακτικά τη δουλειά του με τους ιμπρεσιονιστές και ήταν φίλος και συνεργάτης πολλών καλλιτεχνών. Ο Γκωγκέν εργάστηκε ως χρηματιστής, άφησε τη γυναίκα του και την οικογένειά του για να αφιερώσει τη ζωή του στην τέχνη και έφυγε από την Ευρώπη για την Ταϊτή για να ολοκληρώσει την καριέρα του. Ωστόσο, τίποτε από αυτά δεν συνέβη με τον βάναυσο τρόπο του χαρακτήρα του μυθιστορήματος. Ο Μομ εμπνεύστηκε από τα δημοσιευμένα γραπτά για τον Γκωγκέν που ήταν διαθέσιμα εκείνη την εποχή, καθώς και από την προσωπική εμπειρία που έζησε στην καλλιτεχνική κοινότητα στο Παρίσι το 1904 και από μια επίσκεψη στην Ταϊτή το 1914. Ο Στρίκλαντ δημιουργήθηκε ως μια ακραία εκδοχή του «ιδιοφυούς καλλιτέχνη» ο οποίος είναι αδιάφορος και συχνά εχθρικός προς τους ανθρώπους γύρω του. Άλλωστε, ο Σόμερσετ Μομ δήλωσε σχετικά στον πρόλογο:

«Το μυθιστόρημα δεν είναι, φυσικά, μια βιογραφία του Πωλ Γκωγκέν σε μορφή μυθοπλασίας. Βασίζεται σε όσα είχα ακούσει για αυτόν, αλλά χρησιμοποίησα μόνο τα κύρια γεγονότα της ιστορίας του και για τα υπόλοιπα εμπιστεύτηκα το δώρο της έμπνευσης».[8]

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το 1925 διασκευάστηκε σε θεατρικό έργο στο Λονδίνο και το 1957 χρησίμευσε ως βάση για την ομώνυμη όπερα του Τζον Γκάρντνερ.
  • Το 1942 το βιβλίο διασκευάστηκε σε κινηματογραφική ταινία σε σκηνοθεσία Άλμπερτ Λιούιν με τον Τζορτζ Σάντερς στον ρόλο του Στρίκλαντ. [9]
  • Το 1959 κυκλοφόρησε η ομώνυμη αμερικανική τηλεοπτική ταινία του Ρόμπερτ Μάλιγκαν με πρωταγωνιστή τον σερ Λώρενς Ολίβιε.[10]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Γκωγκέν, μτφ. Λ. Λυμπέρη, εκδ. Μέλισσα, 1954
  • Γκωγκέν, μτφ. Μ. Πολίτη, εκδ. Γκοβόστης, 1969 - εκδ. Σκαραβαίος, 1972
  • μτφ. Αλίκη Βρανά εκδ. Άγκυρα,1973
  • Το φεγγάρι και μια πεντάρα, μτφ. Λουκάς Θεοδωρακόπουλος εκδ. Αρσενίδης, 1988 [11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]