Τουμπεκί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Τουμπεκί (τουρκ. tömbeki) λέγεται ο καπνός που χρησιμοποιούν στον αργιλέ. Στα καφενεία μέχρι τον μεσοπόλεμο ήταν διαδεδομένος ο αργιλές. Εκεί το τουμπεκί το έκοβε ο παρασκευαστής του, ο «ταμπής», σε πολύ μικρά κομμάτια. Ο βαθμός στον οποίο το «ψιλοέκοβε» φανέρωνε την τέχνη του, έτσι ώστε όσο πιο ψιλοκομμένο ήταν το τουμπεκί τόσο καλύτερη θεωρούσαν την ποιότητά του.

Εκφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν διάφορες ερμηνείες για την προέλευση της έκφρασης «κάνε τουμπεκί» που μεταφορικά σημαίνει σώπα, βούλωσ' το. Τον αργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα και αργούσαν να τον προσφέρουν στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «Κάνε τουμπεκί», δηλαδή σταμάτησε τις συζητήσεις και φτιάξε τον καπνό.

Η λέξη τουμπεκί ετυμολογικά θυμίζει την ισπανική λέξη tabacco που σημαίνει καπνός και έχει προέλευση από τη γλώσσα Taino της Καραϊβικής[εκκρεμεί παραπομπή].