Ταχότο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ταχότο στο Ισιγιάμα-ντερα, που χρονολογείται από το 1194 και είναι ένας εθνικός θησαυρός. Διακριτικά χαρακτηριστικά είναι η τετράγωνη βάση, το ανάχωμα στούπας, το μοκόσι, η ανώτερη πυραμιδική στέγη και το σόριν ή επίστεψη
Ένα χότο
Κάτοψη του ντάιτο στο Νεγκόρο-τζι. Πολλά χαρακτηριστικά είναι κοινά με το ταχότο. Το ντάιτο είναι μεγαλύτερο, με πέντε εσοχές σε κάθε πλευρά αντί για τρεις
Στούπα στο Ριούκο-τζι, στο Νομό Καναγκάβα . Χωρίς προστατευτική στέγη, ο σοβάς φθείρεται γρήγορα
Χάλκινο σόριν ή επίστεψη στο Ιβαβάκι-ντερα, Νομός Οσάκα, που περιλαμβάνει ένα ανεστραμμένο μπολ, πέταλα λωτού, εννέα δαχτυλίδια, φλόγα και κόσμημα

Το Ταχότο (多宝塔, κυριολεκτικά σημαίνει παγόδα διακοσμημένη με πολλά κοσμήματα) είναι μια μορφή ιαπωνικής παγόδας, που βρίσκεται κυρίως στους βουδιστικούς ναούς της σχολής Βατζραγιάνα Σίνγκον και Τεντάι. Είναι μοναδικό μεταξύ των παγόδων, γιατί έχει ζυγό αριθμό ορόφων (δύο). (Ο δεύτερος όροφος έχει κιγκλίδωμα και φαίνεται κατοικήσιμος, αλλά παρ' όλα αυτά είναι απρόσιτος και δεν προσφέρει χρησιμοποιήσιμο χώρο.) [1] Το όνομά του παραπέμπει στον Ταχό Νιοράι, ο οποίος εμφανίζεται καθισμένος σε μια παγόδα στολισμένη με πολλά κοσμήματα στο ενδέκατο κεφάλαιο της Σούτρα του Λωτού. [2] [3] Με τετράγωνο κάτω και κυλινδρικό επάνω μέρος, μια «στέγη μοκόσι σε στυλ φούστας», μια πυραμιδοειδή οροφή και μία επίστεψη, το ταχότο ή το μεγαλύτερο ντάιτο ήταν μία από τις επτά αίθουσες ενός ναού Σίνγκον. [4] Μετά την περίοδο Χεϊάν, η κατασκευή παγόδων γενικά παρήκμασε και τα νέα ταχότο έγιναν σπάνια. Έξι παραδείγματα, από τα οποία αυτό στο Ισιγιάμα-ντερα (1194) είναι το παλαιότερο, έχουν χαρακτηριστεί Εθνικοί Θησαυροί. [5] Δεν υπάρχουν παραδείγματα στην Κίνα, είτε αρχιτεκτονικά είτε εικονογραφικά, που να μοιάζουν με το ταχότο, αν και υπάρχει μια αναφορά σε κείμενα της δυναστείας Σονγκ σε ένα «ταχότο με μια κυκλική αίθουσα». [6]

Προδρομική μορφή: Χοτό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το χοτό (宝塔, hōtō) ή παγόδα θησαυρού είναι ο πρόγονος του ταχότο και χρονολογείται από την εισαγωγή στην Ιαπωνία του βουδισμού Σίνγκον και Τεντάι τον ένατο αιώνα. [2] [6] Δεν έχει διασωθεί κανένα ξύλινο χότο, αν και υπάρχουν σύγχρονα αντίγραφα, και το δείγμα πέτρας, μπρούτζου ή σιδήρου είναι πάντα μινιατούρες, που περιλαμβάνουν έναν θεμέλιο λίθο, σώμα σε σχήμα βαρελιού, οροφή πυραμίδας και μία επίστεψη. [7]

Ντάιτο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενώ το ταχότο έχει μήκος 3x3 κεν, υπάρχει μια μεγαλύτερη έκδοση 5x5 κεν, γνωστή ως ντάιτο (大塔) ή «μεγάλη παγόδα». [4] Αυτός είναι ο μόνος τύπος ταχότο, που διατηρεί την αρχική δομή με μια σειρά από πυλώνες ή έναν τοίχο που χωρίζει τον διάδρομο (χισάσι) από τον πυρήνα της κατασκευής, που καταργείται σε μικρότερες παγόδες. [7] [8] Το ντάιτο ήταν συνηθισμένο, αλλά από όλα αυτά που κατασκευάστηκαν ποτέ, μόνο λίγα σώζονται ακόμη. Το ένα είναι στο Νεγκόρο-τζι στο νομό Βακαγιάμα, ένα άλλο στο Κονγκόμπου-τζι, και πάλι στο νομό Βακαγιάμα, ένα άλλο στο Κιριχάτα-ντερα, στο νομό Τοκουσίμα, ένα άλλο στο Ναρίτα-σαν στην Τσίμπα.Ο ίδιος ο Κουκάι, ο ιδρυτής της σχολής Σίνγκον, έχτισε το περίφημο ντάιτο για το Κονγκόμπου-τζι, στο Κόγιασαν. Σχεδόν πενήντα μέτρα ύψος, τα χρονικά αναφέρουν ότι «η δύναμη του μονώροφου κτίσματος ξεπερνά αυτή των πολυώροφων παγόδων». [3] [6] [9] Το δείγμα, που βρέθηκε στο Νεγκόρο-τζι έχει ύψος 30,85 μέτρα και αποτελεί Εθνικό Θησαυρό.

Δομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μονώροφο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ιαπωνικές παγόδες έχουν μονό αριθμό ορόφων. [10] Ενώ το ταχότο μπορεί να φαίνεται ότι είναι διώροφο, με κιγκλίδωμα, το επάνω μέρος δεν είναι προσβάσιμο, και δεν έχει χρησιμοποιήσιμο χώρο. [1] Η κάτω οροφή, γνωστή ως μοκόσι, παρέχει καταφύγιο και την στήριξη ενός επιπλέον ορόφου. [6]

Ισόγειο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ισόγειο, που υψώνεται πάνω από την καμεμπάρα ή «κοιλιά χελώνας» (亀腹), έχει τετράγωνη κάτοψη, διαστάσεων 3x3 κεν, με κυκλικό πυρήνα. [7] [11] Στο εσωτερικό, ένα δωμάτιο χαρακτηρίζεται από τους σιτενμπασίρα ή «τέσσερεις πυλώνες του ουρανού» (四天柱), μια αναφορά στους Τέσσερις Ουράνιους Βασιλιάδες. [1] Τα κύρια αντικείμενα λατρείας είναι συχνά τοποθετημένα μέσα. [12]

Ανώτερο τμήμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πάνω είναι ένα δεύτερο καμεμπάρα, σε μια υπολειπόμενη αναφορά στη στούπα. [6] Δεδομένου ότι ο εκτεθειμένος σοβάς φθείρεται γρήγορα, μια φυσική λύση ήταν να το εφοδιάσουν με μια στέγη, το μοκόσι. [6] Πάνω πάλι είναι ένα κοντό, κυλινδρικό τμήμα και μια πυραμιδοειδής οροφή, που στηρίζεται σε βραχίονες τεσσάρων βαθμίδων. [1] [13]

Επίστεψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως όλες οι ιαπωνικές παγόδες, το ταχότο καλύπτεται από έναν κατακόρυφο στύλο γνωστό ως σόριν (相輪). [14] Αυτό περιλαμβάνει τη βάση ή τη «λεκάνη δρόσου», ένα ανεστραμμένο μπολ με προσκολλημένα πέταλα λωτού, εννέα δαχτυλίδια, «φλόγα νερού» και κόσμημα. [14] Η διαίρεση της επίστεψης σε τμήματα έχει συμβολική σημασία και η ίδια η δομή του ως σύνολο αντιπροσωπεύει μια παγόδα. [15]

Μινιατούρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι γνωστές πολλές μικρότερες εκδοχές του ταχότο, από πέτρα, μπρούτζο, σίδηρο ή ξύλο, και παρόμοιες με το χότο. [16] [17]

Σημασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας αριθμός μάνταλα δείχνει τη Σιδερένια Στούπα στη νότια Ινδία, όπου ο πατριάρχης Ναγκαρτζούνα έλαβε τις Εσωτερικές γραφές, ως μία μονώροφη παγόδα με κυλινδρικό σώμα, πυραμιδοειδή στέγη και πυργίσκο με αιχμηρή απόληξη. [6] Οι μορφές, που χρησιμοποιούνται στο ταχότο, δηλαδή το τετράγωνο, ο κύκλος, το τρίγωνο, το ημικύκλιο και ο κύκλος, μπορεί να αντιπροσωπεύουν τα Πέντε Στοιχεία ή τις Πέντε Αρετές. [3] [6] Η στούπα σε σχήμα αυγού ή άντα (aṇḍa) μπορεί να αντιπροσωπεύει το όρος Σουμέρου, με την επίστεψη ως τον άξονα του κόσμου ή, σύμφωνα με μια λαϊκή ερμηνεία, η τετράγωνη βάση μπορεί να αντιπροσωπεύει μια διπλωμένη ρόμπα, ο τρούλος μια αναποδογυρισμένη φιάλη επαιτείας και ο πυργίσκος ένα μπαστούνι περιπάτου. [3] Το ταχότο δεν χρησίμευε ως πύργος λειψανοθήκης αλλά συχνά ως αίθουσα εικόνων. [7]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εικόνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

 

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Fujita Masaya, Koga Shūsaku, επιμ. (10 Απριλίου 1990). Nihon Kenchiku-shi (στα Ιαπωνικά) (30 September 2008 έκδοση). Shōwa-dō. ISBN 4-8122-9805-9. 
  2. 2,0 2,1 «Houtou». Japanese Architecture and Art Net Users System. Ανακτήθηκε στις 25 Αυγούστου 2010. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Nicoloff, Philip L. (2008). Sacred Koyasan: A pilgrimage to the Mountain Temple of Saint Kōbō Daishi and the Great Sun Buddha. State University of New York Press. σελίδες 124–131, 301–3. ISBN 978-0-7914-7259-0. 
  4. 4,0 4,1 «Daitou». Japanese Architecture and Art Net Users System. Ανακτήθηκε στις 25 Αυγούστου 2010. 
  5. «Database of National Cultural Properties (多宝塔)». Agency for Cultural Affairs. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Μαρτίου 2009. Ανακτήθηκε στις 23 Μαΐου 2011. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 6,6 6,7 Soper, Alexander Coburn (1942). The Evolution of Buddhist Architecture in Japan. Princeton University Press. σελίδες 194–7. 
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 «Tahoutou». Japanese Architecture and Art Net Users System. Ανακτήθηκε στις 25 Αυγούστου 2010. 
  8. Hamashima, Masashi (1999). Jisha Kenchiku no Kanshō Kiso Chishiki (στα Ιαπωνικά). Tokyo: Shibundō. σελ. 74. 
  9. Bogel, Cynthea J. (2009). With a Single Glance: Buddhist Icon and Early Mikkyō Vision. University of Washington Press. σελίδες 256f. ISBN 978-0-295-98920-4. 
  10. «Tasoutou». Japanese Architecture and Art Net Users System. Ανακτήθηκε στις 23 Μαΐου 2011. 
  11. «Kamebara». Japanese Architecture and Art Net Users System. Ανακτήθηκε στις 23 Μαΐου 2011. 
  12. «Shitenbashira». Japanese Architecture and Art Net Users System. Ανακτήθηκε στις 23 Μαΐου 2011. 
  13. Parent, Mary (1983). The Roof in Japanese Buddhist Architecture. Weatherhill. σελίδες 128, 292f. ISBN 0-8348-0186-8. 
  14. 14,0 14,1 «Sourin». Japanese Architecture and Art Net Users System. Ανακτήθηκε στις 23 Μαΐου 2011. 
  15. Hamashima, Masashi (1999). Jisha Kenchiku no Kanshō Kiso Chishiki (στα Ιαπωνικά). Tokyo: Shibundō. σελ. 224. 
  16. «Database of National Cultural Properties». Agency for Cultural Affairs. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 23 Μαΐου 2011. 
  17. «Database of National Cultural Properties». Agency for Cultural Affairs. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 23 Μαΐου 2011.