Συμπεριληπτική εκπαίδευση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο όρος συμπεριληπτική εκπαίδευση αναφέρεται στην προσπάθεια υπερπήδησης κάθε εμποδίου που βρίσκεται μπροστά στη συμμετοχή και μάθηση όλων των παιδιών, ανεξάρτητα από την εθνικότητα τους, το φύλο, το κοινωνικό υπόβαθρο, τη σεξουαλικότητα, την αναπηρία ή την επίδοση τους.

Στα τέλη του 20ου αιώνα υπήρξε μια παγκόσμια κινητικότητα με σκοπό τη δημιουργία μιας ουσιαστικής αλλαγής στο ζήτημα της εκπαίδευσης. Η διεθνής κοινότητα ζητούσε αλλαγές που στόχευαν στην εξάλειψη οποιασδήποτε μορφής διάκρισης. Σημαντικό ρόλο στις αλλαγές αυτές έπαιξε η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του 1948 με όσα ορίζει για τον σκοπό της εκπαίδευσης, η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού του ΟΗΕ το 1989 με την οποία αναγνωρίζονταν ο σεβασμός στα δικαιώματα, την ελευθερία έκφρασης των επιθυμιών και απόψεων του κάθε παιδιού, καθώς επίσης και η Σύμβαση ενάντια στις Διακρίσεις στην εκπαίδευση της UNESCO η οποία εμπόδιζε κάθε διάκριση ή αποκλεισμό στην εκπαίδευση.

Τάξεις Συμπεριληπτικής Εκπαίδευσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα σχολεία συμπερίληψης δείχνουν πλήρη αποδοχή στην διαφορετικότητα του κάθε παιδιού χωρίς να τα αντιμετωπίζουν σαν ένα πρόβλημα. Οι τάξεις συμπεριληπτικής εκπαίδευσης είναι ένας χώρος ενεργητικής μάθησης όπου εφαρμόζονται στρατηγικές διαφοροποίησης (συζήτηση σε ομάδα, αλληλοδιδακτική μέθοδος). Οι τάξεις αυτές πρέπει να αναγνωρίζουν τις ανάγκες του κάθε παιδιού και να προσαρμόζουν το πρόγραμμα ανάλογα με τις δυνατότητές του. Το υλικό θα πρέπει να προωθεί αξίες όπως η διαφορετικότητα, η αποδοχή και να δημιουργεί ένα κίνητρο για το παιδί να συμμετέχει και να δημιουργεί.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αγγελίδης, Π. (2012). Συμπεριληπτική Εκπαίδευση και Βελτίωση Σχολείων σχέση αμφίδρομη . Αθήνα: εκδόσεις Διάδραση