Συμμοριτοπόλεμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο όρος συμμοριτοπόλεμος (συνθ: συμμορίτης+πόλεμος) είναι υποτιμητική έκφραση που χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν πόλεμο μεταξύ των στρατευμάτων της επίσημης κυβέρνησης μιας χώρας εναντίον ανταρτικών ομάδων.[1] Οι ανταρτικές ομάδες παρουσιάζονται ως ληστρικές συμμορίες και οι αντάρτες ως συμμορίτες.

Χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην ελληνική ιστοριογραφία χρησιμοποιήθηκε ως έκφραση επισήμως από την Ελληνική Κυβέρνηση για να περιγράψει κατά την διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου στην μεταπολεμική Ελλάδα, τον πόλεμο των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) εναντίον των ελληνικών στρατευμάτων της επίσημης Κυβέρνησης. Η έκφραση χρησιμοποιήθηκε και μεταγενέστερα ενώ οι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού χαρακτηρίστηκαν και ως κομμουνιστοσυμμορίτες ("Κ/Σ").

Το ελληνικό κράτος σταμάτησε να χρησιμοποιεί τον όρο «συμμοριτοπόλεμος» στα κρατικά έγγραφα που παρήγαγε και διακινούσε μόλις το 1989 με τον Ν.1863/ΦΕΚ 204.Α΄/18-9-1989 σχετικό με την «Άρση των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου 1944/1949» της Κυβέρνησης Τζαννετάκη.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Λεξικό της κοινής νεοελληνικής». www.greek-language.gr. Ανακτήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2024.