Σλαβόφωνοι Έλληνες Μακεδόνες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σλαβόφωνοι Έλληνες Μακεδόνες
Συνολικός πληθυσμός
π. 50.000[1][2][3][4][5].
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς
Ελλάδαπ. 50.000
Γλώσσες
Ελληνικά
Σλαβικές διάλεκτοι
Θρησκεία
κυρίως Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Παραδοσιακή φορεσιά από την Άνω Ορεινή Σερρών (συλλογή ΠΛΙ, Ναύπλιο).

Οι Σλαβόφωνοι Έλληνες Μακεδόνες είναι μια δίγλωσση πληθυσμιακή ομάδα της Μακεδονίας που ομιλεί σλαβικές διαλέκτους.[6] Υπάρχουν επίσης, ορισμένοι εντός της Δημοκρατίας των Σκοπίων και Βουλγαρίας που μιλούν μόνο σλαβικά[εκκρεμεί παραπομπή]. Στην Ελλάδα ανέρχονται γύρω στους 50.000 (σε αντιδιαστολή με έναν πληθυσμό της τάξης των περίπου 10.000 με σλαβομακεδονική εθνική συνείδηση).[7][2][8][9]

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας βρίσκονται σε μια γεωγραφική ζώνη από βορειοδυτικά της λίμνης της Καστοριάς, κατά μήκος των συνόρων των Σκοπίων, άλλοτε Γιουγκοσλαβικών, έως το όρος Όρβηλο στα σύνορα με τη Βουλγαρία.[10] Δεν υπάρχουν στοιχεία για τους σλαβόφωνους Έλληνες Μακεδόνες των γειτονικών χωρών.

Οι σπουδαιότεροι λόγοι που συνετέλεσαν στη διαμόρφωση του σλαβικού ιδιώματος (φωνητικά) ανάγονται στην ύστερη βυζαντινή περίοδο και τη τουρκοκρατία που ακολούθησε, όταν αριθμός Βουλγάρων αιχμαλώτων αναζήτησε εργασία στα μεγάλα αγροκτήματα των Βυζαντινών τιμαριούχων.[11] Ο Απόστολος Βακαλόπουλος αναφέρει ότι συναντιώνταν σλαβόφωνοι ως εποχιακοί εργάτες συλλογής βαμβακιού ακόμα και στην περιοχή των Τρικάλων.[12] Η έλλειψη ουσιαστικών συνόρων στην ελληνική χερσόνησο έκανε εύκολο τον συγχρωτισμό με τους άλλους λαούς και οι μετακινήσεις για εργασία πολλών φτωχών Νότιων Σλάβων προς τις εύφορες βόρειες περιοχές του ελληνικού χώρου, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Έτσι προέκυψε το σλαβικό ιδίωμα, και αποτέλεσε μέσο κοινής συνεννόησης Τούρκων, Ελλήνων και Σλάβων εποίκων για να εξυπηρετούνται εμπορικοί και άλλοι σκοποί. Σε πολλές περιπτώσεις, οι περιστάσεις ανάγκαζαν τον ελληνικό πληθυσμό να προτιμά να μαθαίνει το προφορικό ιδίωμα αυτό και να προσποιείται πρόσκαιρα ότι είναι σλαβικός ώστε να αποφεύγει το παιδομάζωμα, τις σφαγές και το μίσος των Τούρκων έπειτα από κάθε επανάσταση του Ελληνισμού.[13] Η σλαβοφωνία αποτέλεσε αργότερα τη βάση της βουλγαρικής προπαγάνδας με την ίδρυση βουλγαρικών εξαρχικών σχολείων και καταλήψεις ελληνικών εκκλησιών, σύμφωνα με σουλτανικό φιρμάνι του 1870,β[›] που όριζε εφόσον οι εξαρχικοί αποτελούσαν το ένα τρίτο του εκκλησιάσματος να λειτουργούν εκ περιτροπής σε εκκλησίες που ποτέ δεν έκτισαν και να δημιουργούν μητροπόλεις αν ήσαν οι μισοί. Κατά την περίοδο των ελληνοβουλγαρικών αναταράξεων οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας χωρίστηκαν σε πατριαρχικούς και εξαρχικούς στα συνοριακά όμως εδάφη της βόρειας σημερινής Μακεδονίας (1895 - 1908) και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946-49) τη σκυτάλη παρέλαβε ο Τίτο που ήδη είχε συστήσει από τις 2 Αυγούστου του 1944 τη Λαϊκή Δημοκρατία της «Μακεδονίας». Μετά όμως τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, τη σκυτάλη την παρέλαβε η Π.Γ.Δ.Μ. - Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας.

Γλώσσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ευαγγέλιο του Κονικόβου, Θεσσαλονίκη, 1852.
«Έκαμα ένα γλωσσάριο που το πλουτίζω, το συμπληρώνω μέρα με τη μέρα. Μιλάνε μια γλώσσα πούναι παρακλάδι σλαβικό, με πολλά τούρκικα και ελληνικά στοιχεία. Η αντρίκεια της φτογγολογία μου δίνει ένα τονωτικό συναίστημα Τα φωνήεντα είναι σπάνια. Η μαλακιά θηλυκάδα τους πνίγεται σ΄ένα κατακρύλισμα από φωνές αδρές και σκληρές. Σας μιλάν ακούς να δρομίζουν τον κατήφορο βότσαλα και χαλίκια στρογγυλεμένα στ΄ ορμητικό ρέμα του Δραγόρα. Μερικές λέξεις έχουν την παρθένα παραστατικότητα των πρωτογέννητων γλωσσών, που δεν ήταν παρά ηχητική μίμηση των κρότων και των θορύβων της ζωντανής ζωής. Για να πούνε πως το πουλί ((πέταξε)) λένε ((π΄ρρλιτς)). Σε καμιά γλώσσα δεν άκουσα τόσο ηχητικά το πέταγμα του πουλιού. Στρατής Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω,[14]

Σλαβικές διάλεκτοι ομιλούνται σήμερα ως δεύτερη γλώσσα από τους σλαβόφωνους της Μακεδονίας, όπως ομιλούνταν στο ευρύτερο βιλαέτι του Μοναστηρίου μέσα σ΄ ένα περιβάλλον με Έλληνες, Αλβανούς, Βουλγάρους, Τούρκους, κ.α. επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πολλές από τις ομιλούμενες διαλέκτους, λόγω των συνθηκών δημιουργίας τους, ως εμπορική γλώσσα που επιβλήθηκε σε αλλόφωνους πληθυσμούς (ελληνόφωνους, αλβανόφωνους, βλαχόφωνους), χαρακτηρίζονται ως απλοποιημένες διάλεκτοι (μια μορφή πίτζιν διαλέκτων ως προς την απλοποίηση της προγενέστερης).[15]

Ιστορική αναδρομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εμφάνιση των σλαβικών φύλων στον ελλαδικό χώρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το τέλος του 6ου αιώνα μ.Χ. στη Βαλκανική βρέθηκαν εγκατεστημένοι σλαβόφωνοι πληθυσμοί. Οι πρώτοι αυτοί πληθυσμοί που επέδραμαν στις Ελληνικές χώρες (Μακεδονία, Ήπειρος, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο), γρήγορα αφομοιώθηκαν από τους ντόπιους πληθυσμούς και κατά τον 13ο αιώνα με την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Σταυροφόρους απουσιάζουν από οποιεσδήποτε αναφορές. Προς τα μέσα του 19ου αιώνα η σλαβοφωνία είχε επικρατήσει στην ύπαιθρο χώρα της Οθωμανικής Μακεδονίας βορείως μιας νοητής γραμμής που από την περιοχή βόρεια της Καστοριάς κατέληγε στη Θεσσαλονίκη. Οι σλαβόφωνοι κάτοικοι της Μακεδονίας ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και ζούσαν σε τσιφλίκια στα πεδινά ή σε ελεύθερα χωριά στα ορεινά. Γνωστοί την περίοδο αυτή με βάση τη γλώσσα τους ως «Βούλγαροι», όρο που είχε κοινωνικές συνδηλώσεις, αυτοπροσδιορίζονταν με βάση τη θρησκευτική τους ταυτότητα ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι.

Σλαβόφωνοι Έλληνες στην Ελληνική Επανάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι σλαβόφωνοι Έλληνες της Μακεδονίας συμμετείχαν μαζικά στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και πολλοί διακρίθηκαν. Γνωστοί σλαβόφωνοι Έλληνες Μακεδόνες αγωνιστές, ήταν ο Σωτήριος Δαμιάνοβιτς, ο Γεώργιος Ντέμπρελης, ο Στάικος, ο Αγγελίνας, και άλλοι. Οι αγώνες τους στη Μακεδονία και στη νότια Ελλάδα (Στερεά, Πελοπόννησο, Κρήτη κ.α.), καθώς και η αθρόα συμμετοχή τους συνέβαλε τα μέγιστα στην έκβαση του αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας και τους συνέδεσε με δεσμούς αίματος στον κοινό αγώνα, με τους λοιπούς Έλληνες. Πολλοί σλαβόφωνοι αγωνιστές, που μετά το τέλος της επανάστασης, εγκαταστάθηκαν στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, υιοθέτησαν το επώνυμο "Βούλγαρης", το οποίο ήταν συνηθισμένο προσωνύμιο και κατέδειχνε τη σλαβοφωνία και όχι την εθνότητα.[εκκρεμεί παραπομπή]

Η διεκδίκηση των σλαβόφωνων της Μακεδονίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενώ μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, σύσσωμοι οι σλαβόφωνοι της μεσαίας ζώνης της Μακεδονίας (και κάποιοι της βόρειας ζώνης[εκκρεμεί παραπομπή]) θεωρούνταν από το ελληνικό κράτος ως ομογενείς λόγω της συμπερίληψής τους στο Ρουμ μιλλέτ, την ίδια περίοδο ξεκίνησε και η δυναμική διεκδίκησή τους από το βουλγαρικό εθνικό κίνημα. Παρόλα αυτά, μέχρι την απαρχή της διεκδίκησης της από τον ελληνικό και τον βουλγαρικό εθνικισμό, η πλειοψηφία των σλαβόφωνων της Μακεδονίας δεν είχε διαμορφωμένη εθνική συνείδηση.[16]

Με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και την αριθμητική αύξηση του εξαρχικού στοιχείου, παρατηρήθηκε και η ταυτόχρονη οργάνωση των πατριαρχικών σλαβόφωνων που κατέστησαν σαφή την αντίθεσή τους μέσω της προσήλωσης στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και της ταύτισής τους με τον Ελληνισμό. Η προσήλωση που επέδειξαν, τους προσέδωσε το προσωνύμιο των γραικομάνων, δηλαδή των φανατικών Ελλήνων.[17] Σύμφωνα με μια άποψη, ένα μέρος των Ελλήνων σλαβόφωνων (όπως και των αλβανόφωνων και βλαχόφωνων) που πλαισίωσαν μαζικά την ελληνική πλευρά αποτελείτο από απογόνους πληθυσμών που είχαν εγκατασταθεί στη Μακεδονία κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, προερχόμενοι κυρίως από την Ήπειρο, ιδιότητα που ενίοτε τους έφερνε σε αντιπαράθεση με τους γηγενείς.[17]

Ο Μακεδονικός Αγώνας και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο σλαβόφωνος οπλαρχηγός του Μακεδονικού Αγώνα, Δημήτριος Γκογκολάκης.

Στη συνέχεια λόγω της χρήσης βίας και καταπίεσης από τη Βουλγαρική πλευρά προς τους πληθυσμούς, για μια περίπου γενιά (1870-1904) η κατάσταση περιπλέχτηκε, έως ότου ο Μακεδονικός Αγώνας ως αντιστάθμιση στη βουλγαρική βία διαχώρισε βίαια τους σλαβόφωνους πληθυσμούς σε Έλληνες και Βούλγαρους.

Κατά τη διάρκεια των πολύχρονων συγκρούσεων, στις τάξεις των μακεδονομάχων συμμετείχαν δεκάδες γηγενείς ένοπλοι που προέρχονταν από αμιγώς σλαβόφωνους οικισμούς.[16][18] Αρκετοί από αυτούς παρουσίασαν αξιόλογη δράση ως οπλαρχηγοί (όπως ο Λάκης Νταηλάκης[19] από το Βερνίκι της Κορυτσάς, ο Γκόνος Γιώτας[20] από τα Γιαννιτσά, ο Παντελής Γραικός[21] από το Κολέσινο της Στρώμνιτσας, ο Δημήτριος Γκογκολάκης[22] από την περιοχή των Σερρών κ.ά.), ενώ η υποστήριξη των σλαβόφωνων πατριαρχικών συγκαταλέγεται στους παράγοντες που συνέβαλαν καθοριστικά στις επιτυχίες των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων.[23]

Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους η Οθωμανική Μακεδονία μοιράστηκε μεταξύ της Ελλάδας, τη Σερβίας, της Βουλγαρίας και του νεοσύστατου αλβανικού κράτους. Οι σλαβόφωνοι Έλληνες που παρέμειναν στη Σερβία ή τη Βουλγαρία, είτε προσέφυγαν στην Ελλάδα (κυρίως από τις περιοχές Γευγελής, Στρώμνιτσας, Πετριτσίου και Μελενίκου), είτε ενσωματώθηκαν στα εθνικά κράτη στα οποία πλέον ζούσαν, αναπτύσσοντας σλαβομακεδονική εθνική συνείδηση ή εντασσόμενοι στο βουλγαρικό έθνος.

Πληθυσμιακά δεδομένα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τη στατιστική[24] του Ντίμιταρ Μπρανκόφ, στον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας ζούσαν κατά το 1905 περισσότεροι από 170.000 σλαβόφωνοι πατριαρχικοί («πατριαρχικοί Γραικομάνοι Βούλγαροι» κατά τον συγγραφέα). Με βάση την ίδια στατιστική, η συντριπτική πλειοψηφία της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας κατοικούσε στους καζάδες που κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων περιήλθαν στην Ελλάδα και ανέρχονταν γύρω στα 140.000 με 150.000 άτομα. Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις σλαβόφωνων Ελλήνων εντοπίζονταν στους καζάδες των Σερρών, της Θεσσαλονίκης, της Έδεσσας κ.α.[25]

Το 1913, με βάση έγγραφο που εντοπίστηκε στο αρχείο του πρώτου Γενικού Διοικητή της Μακεδονίας, Στέφανου Δραγούμη, οι σλαβόφωνοι Έλληνες της Μακεδονίας υπολογίζονταν σε περίπου 71.000 άτομα, ενώ παρόμοια στατιστική του 1915 τους ανεβάζει στις 75.000[26]. Σύμφωνα με μεταγενέστερες έρευνες που στηρίχθηκαν σε ελληνικές κρατικές στατιστικές της περιόδου 1915-1924, οι σλαβόφωνοι Έλληνες ανέρχονταν σε 57.000 άτομα, με τους περισσότερους να εντοπίζονται στον νομό Σερρών.[27] Ως ελληνικής εθνικής συνείδησης αναφέρεται και το σύνολο των σλαβόφωνων της περιοχής του Γράμμου και του Νεστορίου.[28] Πέραν από τους Έλληνες σλαβόφωνους, ο συνολικός πληθυσμός των σλαβόφωνων και δίγλωσσων της Μακεδονίας περιλάμβανε ακόμη Βούλγαρους, καθώς και άτομα με ρευστή εθνική συνείδηση.[29]

Η πολιτική των κυβερνήσεων Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως κατά τη βουλγαρική κατοχή μεταξύ των ετών 1916-1918 στην Ανατολική Μακεδονία, οι σλαβόφωνοι Έλληνες, όπως και το υπόλοιπο ελληνικό στοιχείο των κατεχόμενων εδαφών, γνώρισαν εκτεταμένες διώξεις από τις βουλγαρικές στρατιωτικές και πολιτικές δυνάμεις Κατοχής, με τις οποίες συνέπραξαν και γηγενείς Βούλγαροι.[30]

Μέσα στους παράγοντες που περιέπλεξαν την κρατική πολιτική έναντι των σλαβόφωνων ήταν η εγκατάσταση στη Μακεδονία Ελλήνων προσφύγων από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Ρωμυλία, μετά τον Α' Παγκ. Πόλεμο και τη Συνθήκη της Λωζάνης. Το Νοέμβριο του 1924 το ΚΚΕ, παρά τις αντιδράσεις ορισμένων μελών του, αποδέχτηκε τη διακήρυξη της Κομιντέρν για «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία». Αυτή η απόφαση του ΚΚΕ έκανε μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού να συνδέσει τους σλαβόφωνους Έλληνες Μακεδόνες με τους κομμουνιστές. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τους χειρισμούς του ελληνικού κράτους στο προηγηθέν πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ (στους κρατικούς αξιωματούχους υπήρχε σύγχυση σχετικά με τους Έλληνες σλαβόφωνους και τους Βούλγαρους), όξυνε τις τοπικές αντιπαραθέσεις, ενέπλεξε τη Σερβία στις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις και οδήγησε στην άρνηση επικύρωσης του συμφώνου από την Ελληνική Βουλή.

Ακολούθησε το 1925, με πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης, η σύνταξη του σλαβόγλωσσου αλφαβητάριου Αμπεσεντάρ, το οποίο περιείχε λατινικούς χαρακτήρες και προοριζόταν για τα παιδιά των σλαβόφωνων της Ελλάδας. Στο συγκεκριμένο εγχείρημα αντιτάχθηκε μεταξύ άλλων και μερίδα σλαβόφωνων Ελλήνων της Μακεδονίας που θεώρησε τη χρήση του συγκεκριμένου αλφαβηταρίου ως προσβολή της ελληνικότητάς τους.[31]

Στη δικτατορία του Πάγκαλου (1925-26), υπό την πίεση των τότε καταστάσεων, αναγνωρίστηκε η ύπαρξη σερβικής μειονότητας στην Ελλάδα αλλά μετά τη δικτατορία αυτή η απόφαση απορρίφθηκε από την Ελληνική Βουλή. Επί διακυβέρνησης Βενιζέλου (1928-32), η θέση της Ελλάδας ως προς τη σλαβική γλωσσική μειονότητα παρέμεινε ασταθής, λόγω αντιτιθέμενων πιέσεων από τη Σερβία και τη Βουλγαρία, δεδομένου ότι η πρώτη φοβόταν ότι θα δημιουργηθεί αντίστοιχο θέμα στο εσωτερικό της.

Προβλήματα στην ενσωμάτωση των σλαβόφωνων δημιουργούσε και η βουλγαρική πολιτική εκσλαβισμού, εκμεταλλευόμενη τις τότε συνθήκες μετανάστευσης προς Αμερική και Αυστραλία. Λόγω των περιορισμών που έθεταν ορισμένες χώρες υποδοχής για Έλληνες μετανάστες ή για ανήλικους, πολλοί Μακεδόνες (που σε μεγάλο ποσοστό ήταν δίγλωσσοι) αναγκάζονταν να παραμείνουν επί τριετία στη Βουλγαρία και να αποκτήσουν βουλγαρικό διαβατήριο. Ταυτόχρονα, τα ελληνικά κόμματα δεν μπορούσαν να υιοθετήσουν μια κοινή πολιτική έναντι των σλαβοφώνων. Οι τελευταίοι ήταν κυρίως ψηφοφόροι του Λαϊκού Κόμματος, λόγω του ότι συσχέτιζαν τα βενιζελικά κόμματα με τους πρόσφυγες. Στην περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά εφαρμόστηκαν σκληρά μέτρα γλωσσικής αφομοίωσης των περίπου 85.000 απογραφέντων σλαβοφώνων, μέτρα που όπως φαίνεται είχαν εισηγηθεί κρατικοί παράγοντες από την προηγούμενη δεκαετία. Η πολιτική αυτή προκάλεσε δυσαρέσκεια και αναζωπύρωσε τα φιλοβουλγαρικά αισθήματα, κάτι που εκδηλώθηκε στα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν.[32]

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, η δημιουργία του ΣΝΟΦ κατά τον Νοέμβριο του 1943 έφερε την αντίδραση μιας μερίδας των σλαβόφωνων Ελλήνων σε οικισμούς στα Β και ΒΔ της Καστοριάς. Οι συγκεκριμένοι οργανώθηκαν στις αρχές του 1944 στο δίκτυο της εθνικιστικής ΠΑΟ, όμως εξαρθρώθηκαν γρήγορα από τους κομμουνιστές αντάρτες.[33] Άλλη μερίδα της ίδιας πληθυσμιακής ομάδας, προερχόμενη από την ίδια γεωγραφική περιοχή συμμετείχε δυναμικά στις τάξεις του ΕΑΜ.[34]

Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, η ανάπτυξη και διάδοση αποσχιστικών θέσεων εκ μέρους του ΣΝΟΦ προκάλεσε - κυρίως στην περιοχή της Καστοριάς - νέες αντιδράσεις από σλαβόφωνους Έλληνες, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα προς την ηγεσία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ για την αμφισβήτηση της ελληνικής τους ταυτότητας. Ακολούθησε τον Μάιο του ίδιου έτους η διάλυση του ΣΝΟΦ από τον ΕΛΑΣ και η απορρόφησή του από το ΕΑΜ, υπό το πρίσμα και των στενών σχέσεων που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ των σνοφιτών και των ανταρτών της Γιουγκοσλαβίας.[33]

Στη βουλγαροκρατούμενη ζώνη, οι βουλγαρικές αρχές Κατοχής προέβησαν στην καταδίωξη των ντόπιων σλαβόφωνων Ελλήνων, παρέχοντας ταυτόχρονα διευκολύνσεις στο υπόλοιπο σλαβόφωνο στοιχείο της Ανατολικής Μακεδονίας.[35] Αρκετοί σλαβόφωνοι Έλληνες της περιοχής συμμετείχαν ενεργά στην Εθνική Αντίσταση, ως αντάρτες των εθνικιστικών σωμάτων του Αντών Τσαούς.[36] Το 1944 η Ναζιστική Γερμανία είχε κάνει προσπάθειες για να ιδρυθεί το «Ανεξάρτητο Κράτος της Μακεδονίας».

Ο Ελληνικός Εμφύλιος και οι συνέπειές του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου, οι σλαβόφωνοι Έλληνες εντάχθηκαν κυρίως στο στρατόπεδο των κυβερνητικών δυνάμεων[2][37] και ήρθαν σε οξεία αντιπαράθεση με τους Σλαβομακεδόνες που μέσω του ΝΟΦ πολέμησαν στο πλευρό των ανταρτών του ΔΣΕ. Χαρακτηριστικά, η ηγεσία του ΝΟΦ (με κύριο εκφραστή τον Μιχάλη Κεραμιτζίεφ) στοχοποίησε τους σλαβόφωνους Έλληνες ως «γραικομάνους», που από κοινού με τους σλαβόφωνους βουλγαρικού προσανατολισμού, αποτελούσαν εμπόδιο στην ανάπτυξη σλαβομακεδονικής εθνικής συνείδησης στους σλαβόφωνους της Μακεδονίας. Ανάλογες κατηγορίες δεν περιορίστηκαν στην περίπτωση των Ελλήνων σλαβόφωνων που διακατέχονταν εχθρικά έναντι του ΝΟΦ και του ΕΑΜ, αλλά επεκτάθηκαν και σε σλαβόφωνους πρώην εαμίτες, που αντιμετωπίζονταν ως φορείς «γραικομανισμού».[38]

Παραδοσιακά τραγούδια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στίχοι σλαβόγλωσσων τραγουδιών από την περιοχή της ελληνικής Μακεδονίας είχαν καταγραφεί το 19ο αιώνα σε συλλογές βουλγαρικών παραδοσιακών τραγουδιών από τη Μακεδονία και τον 20ο αι. από καταγόμενους από την Ελλάδα που ζούσαν στη Γιουγκοσλαβία.[39] Η μουσική παράδοση της ανατολικής Μακεδονίας μοιάζει με εκείνη της Θράκης, των νοτιοδυτικών τμημάτων της περιοχής με εκείνη της Ηπείρου, ενώ των βορείων τμημάτων της με εκείνη των όμορων κρατών.[40] Εξαιτίας της πολιτικής φόρτισης της σλαβοφωνίας, οι Έλληνες ερευνητές είτε δεν ασχολήθηκαν με τη σλαβόφωνη μουσική παράδοση της περιοχής είτε συναντούσαν ως τη δεκαετία του '90 την απροθυμία συνεργασίας των ντόπιων μουσικών.[41] Στις 200 περίπου καταγραφές παραδοσιακής μουσικής της Μακεδονίας που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα από το 1959 κ.ε. γινόταν προσπάθεια να αποβληθεί οτιδήποτε σλαβικό, που στην περίπτωση αυτή αφορούσε κυρίως τους στίχους των τραγουδιών. Έτσι, τα σλαβόφωνα τραγούδια παραλείπονταν, αναφέρονταν με ελληνικούς τίτλους ή αν και (από τη δεκαετία του 1980) αναφερόταν το σλαβικό τους όνομα, πάντοτε εκτελούνταν ορχηστρικά, χωρίς λόγια.[42] Την περίοδο της όξυνσης του ονοματολογικού τη δεκαετία του 1990, ένας ερασιτέχνης ερευνητής από τα Κουφάλια, ο Κώστας Νοβάκης, ξεκίνησε να συλλέγει παραδοσιακά τραγούδια και την περίοδο 2002-2003 εξέδωσε τρία CD με σλαβόφωνα τραγούδια κυρίως από τη δυτική αλλά και την κεντρική Μακεδονία. Αυτή ήταν η πρώτη κυκλοφορία τραγουδιών με λόγια στις σλαβικές διαλέκτους της Μακεδονίας.[43]

Εξαιτίας της διακοπής της συνέχειας της σλαβόφωνης μουσικής παράδοσης και καθώς η καθημερινή χρήση των σλαβικών διαλέκτων στη Μακεδονία έχει πλέον ατονήσει, οι λιγοστοί που ασχολούνται ενεργά με τα σλαβόφωνα μακεδονικά τραγούδια επηρεάζονται περισσότερο από τη σύγχρονη φολκλορική παραγωγή της Βόρειας Μακεδονίας και λιγότερο από τη ντόπια μουσική παράδοση.[44]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

^ β: Ο Σουλτάνος τελικά έδινε δικαίωμα στη νέα Εκκλησία, εφόσον είχε στο εκκλησίασμα την πλειοψηφία των 2/3 να ιδρύσει Μητρόπολη και αν είχε το 1/3 τουλάχιστον να κατέχει μια εκκλησία.... «Ἀν αὐτό ληφθῇ ὡς πρόσχημα διά τήν ἐνσπορᾶ διχόνοιας καί ἀναταραχής μεταξύ τὢν κατοίκων, οἱ ἔνοχοι τέτοιων ἐνεργειών θά τιμωρηθούν, σύμφωνα μέ τό νόμο».ΑΡΘΡΟ Χ (10ον) του φιρμανιού της 10ης Μαρτίου 1870 που υπέγραψε ο σουλτάνος για τη σύσταση της βουλγαρική εξαρχίας»[45]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Cowan,, Jane K.· Dembour,, Marie-Bénédicte· Wilson, Richard (2001). Culture and rights: anthropological perspectives. Cambridge University Press. σελίδες 167–173. ISBN 0-521-79735-7. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Danforth, Loring M. (1997). The Macedonian conflict: ethnic nationalism in a transnational world. Princeton University Press. σελ. 78. ISBN 0-691-04356-6. 
  3. HRW 1994, σελ. 13.
  4. Bechev, Dimitar (2009). Historical dictionary of the Republic of Macedonia,. Scarecrow Press. σελ. 4. ISBN 0-8108-5565-8. 
  5. Dawisha, Karen· Parrott, Bruce (1997). Politics, power, and the struggle for democracy in South-East Europe. Cambridge University Press. σελίδες 268–269. ISBN 0-521-59733-1. 
  6. «Με τα μέχρι στιγμής επιστημονικά δεδομένα ο χαρακτηρισμός των σλαβικών διαλέκτων της Ελλάδας θα παρέμενε μήλο της έριδος, αν δεν υπήρχε απόφαση της παγκόσμιας γλωσσολογικής επιτροπής για τη σύνταξη σλαβικού διαλεκτολογικού χάρτη, του ''OLA'' (''Obshcheslavjanskij lingvisticheskij atlas''), που να ορίζει ότι όλες οι σλαβικές διάλεκτοι σε επικράτεια μη σλαβικών εθνικών κρατών θα ονομάζονται απλά και μόνο ''σλαβικές''. Πρόκειται ασφαλώς για μια σημαντική απόφαση, που αποκλείει τη χρησιμοποίηση των όρων ''βουλγαρικά'' και ''σλαβομακεδονικά ιδιώματα'' για τις σλαβικές διαλέκτους της ελληνικής Μακεδονίας...», βλ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου (1997) "Τα σλαβικά ιδιώματα στην Ελλάδα. Γλωσσολογικές προσεγγίσεις και πολιτικές αποκλίσεις", στο Β. Γούναρης (επιμ.) Ταυτότητες στη Μακεδονία, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, σελ. 96-97.
  7. Cowan,, Jane K.· Dembour,, Marie-Bénédicte· Wilson, Richard (2001). Culture and rights: anthropological perspectives. Cambridge University Press. σελίδες 167–173. ISBN 0-521-79735-7. 
  8. Bechev, Dimitar (2009). Historical dictionary of the Republic of Macedonia,. Scarecrow Press. σελ. 4. ISBN 0-8108-5565-8. 
  9. Dawisha, Karen· Parrott, Bruce (1997). Politics, power, and the struggle for democracy in South-East Europe. Cambridge University Press. σελίδες 268–269. ISBN 0-521-59733-1. 
  10. Γεώργιος Μίντσης, Η Ιστορία του Μακεδονικού Ζητήματος «Από τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου μέχρι τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, σσ. 39-44, εκδ. ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ 1991
  11. ΙΕΕ, τόμος ΙΔ΄ «Νεώτεροι χρόνοι 1880-1913, σ.»
  12. Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833 «ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» σσ. 139-56, εκδόσεις Βάνιας, 1992
  13. Παύλος Τσάμης, Μακεδονικός Αγών, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1975
  14. Στρατής Μυριβήλης, Η Ζωή εν τάφω, σ. 225, Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 198926η
  15. «Το γλωσσικό ιδίωμα των γηγενών σε περιοχές της Μακεδονίας». Αντίβαρο. 13 Οκτωβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2023. 
  16. 16,0 16,1 Χατζηαναστασίου, Τάσος (2003). Αντάρτες και Καπετάνιοι. Η Εθνική Αντίσταση κατά της βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης 1942 - 1944. Θεσσαλονίκη. σελ. 25. 
  17. 17,0 17,1 Γούναρης, Βασίλης Κ. (1994). «Οι Σλαβόφωνοι της Μακεδονίας. Η πορεία της ενσωμάτωσης στο ελληνικό εθνικό κράτος, 1870 - 1940». Μακεδονικά. Σύγραμμα Περιοδικόν της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (ΕΜΣ) 29: 216. http://media.ems.gr/ekdoseis/makedonika/makedonika_29/ekd_pemk_29_Gounaris.pdf. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2018. 
  18. Χατζηαναστασίου, Τάσος (2018). «Η περιοχή της Δράμας 1870 – 1913. Αλυτρωτικές βλέψεις από την άλλη μεριά των συνόρων». Από τον Μακεδονικό Αγώνα… στην απελευθέρωση της Δράμας. Πρακτικά Συνεδρίου. Δράμα: Κέντρο Πολιτιστικής Ανάπτυξης Ανατολικής Μακεδονίας. σελ. 196. 
  19. Μόδη, Γ. Χ. (2007) [1967]. Μακεδονικός Αγών και Μακεδόνες αρχηγοί. Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. σελ. 196. 
  20. Μόδη (2007). σελ. 294.
  21. Μόδη (2007). σελ. 315.
  22. Μόδη (2007). σελ. 319.
  23. Σφέτας, Σπυρίδων (2006). «Η πορεία προς το Ίλιντεν, ο αντίκτυπος της εξέγερσης του Ίλιντεν στην Ελλάδα και οι απαρχές της ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα». Μακεδονικός Αγών. Εκατό χρόνια από τον θάνατο του Παύλου Μελά. Πρακτικά επιστημονικού συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 12-13 Νοεμβρίου 2004. Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. σελ. 83. 
  24. Πρόκειται για την πρώτη βουλγαρική στατιστική που έκανε διαχωρισμό μεταξύ Βουλγάρων εξαρχικών και σλαβόφωνων πατριαρχικών.
  25. Ιάκωβος, Μιχαηλίδης (1992). Σλαβόφωνοι μετανάστες και πρόσφυγες από τη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη (1912 - 1930). Θεσσαλονίκη: Διδακτορική Διατριβή - ΑΠΘ. σελ. 20 - 22, 27. 
  26. Μιχαηλίδης (1992). σελ. 28, 48.
  27. Μιχαηλίδης (1992). σελ. 49 - 52.
  28. Αλβανός, Ραϋμόνδος (2020). «Τα Γιαννοχώρια του Γράμμου. Δημογραφικές εξελίξεις, πολιτικές συμπεριφορές και εθνικές ταυτότητες κατά τον 20ό αιώνα]». Στο: Συλλογικό. Κατοχή και Εμφύλιος στη Δυτική Μακεδονία. Επίκεντρο. σελ. 448. 
  29. Sfetas, Spyridon (1995). «Autonomist movements of the Slavophones in 1944. The attitude of the Communist Party of Greece and the protection of the Greek-Yugoslav Border». Balkan Studies (Thessaloniki: Institute for Balkan Studies) 36 (2): 298. https://ojs.lib.uom.gr/index.php/BalkanStudies/article/view/2781/2805. 
  30. Μαυρογορδάτος, Γιώργος Θ. (2016) [2015]. 1915. Ο Εθνικός Διχασμός (ζ΄ έκδοση). Αθήνα: εκδόσεις Πατάκη. σελ. 207-208. 
  31. Αλβανός, Ραϋμόνδος (2005). Κοινωνικές συγκρούσεις και πολιτικές συμπεριφορές στην περιοχή της Καστοριάς (1922-1949). Θεσσαλονίκη: Διδακτορική Διατριβή - ΑΠΘ. σελ. 29. 
  32. Γούναρης Κ. Βασίλης, Οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας. Η πορεία ενσωμάτωσης στο ελληνικό εθνικό κράτος, 1870-1940. Μακεδονικά, 29 (1994), 209-237
  33. 33,0 33,1 Αλβανός (2005). σελ. 288 - 294.
  34. Αλβανός (2020). σελ. 447-448.
  35. Λυμπεράτος, Μιχάλης Π. (1998). «ΚΚΕ και σλαβομακεδονική μειονότητα στην κατεχόμενη Δ. Μακεδονία (1941-1944)». Μνήµων (Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού) 20: 71. https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/mnimon/article/viewFile/8361/8522.pdf. Ανακτήθηκε στις 20 Μαρτίου 2018. 
  36. Κωστόπουλος, Τάσος (24 Δεκεμβρίου 2016). «Το σφάξιμο της γκάιντας». efsyn.gr. Η Εφημερίδα των Συντακτών. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Μαρτίου 2018. Ανακτήθηκε στις 22 Μαρτίου 2018. 
  37. Υπήρχαν ακόμη και περιπτώσεις σλαβόφωνων Ελλήνων, όπως π.χ. οι κάτοικοι των λεγόμενων Γιαννοχωρίων της Καστοριάς που συντάχθηκαν - εκούσια ή ακούσια - με τον ΔΣΕ, βλ. Αλβανός (2020). σελ. 448-449.
  38. Σφέτας, Σπυρίδων. «Ανεπιθύμητοι σύμμαχοι και ανεξέλεγκτοι αντίπαλοι: Οι σχέσεις ΚΚΕ και NOF στη διάρκεια του εμφυλίου (1946-1949)». imma.edu.gr. Μακεδονική Κληρονομιά. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Μαρτίου 2018. Ανακτήθηκε στις 22 Μαρτίου 2018. 
  39. Kahl 2010, σελ. 387-8
  40. Kahl 2010, σελ. 391
  41. Kahl 2010, σελ. 388-9
  42. Kahl 2010, σελ. 391-6
  43. Ο ΙΟΣ (27-03-2004). «Τραγούδια -επιτέλους- με λόγια!». http://www.iospress.gr/mikro2004/mikro20040327.htm. Ανακτήθηκε στις 08-05-2016. 
  44. Kahl 2010, σελ. 397-8. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον όρο «σλαβομακεδονικά τραγούδια» (Slavic Macedonian songs).
  45. Ανδρέας Νανάκης, Εκκλησία-Γένος-Ελληνισμός, εκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ, Κατερίνη 1993

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]