Πολιά Έβρου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 41°26′39.02″N 26°13′30.67″E / 41.4441722°N 26.2251861°E / 41.4441722; 26.2251861

Πολιά
Πολιά is located in Greece
Πολιά
Πολιά
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
Αποκεντρωμένη ΔιοίκησηΜακεδονίας-Θράκης
ΠεριφέρειαΑνατολική Μακεδονία-Θράκη
Περιφερειακή ΕνότηταΈβρου
ΔήμοςΔιδυμοτείχου
Δημοτική ΕνότηταΜεταξάδων
Δημοτική ΚοινότηταΑλεποχωρίου
Γεωγραφία
Γεωγραφικό διαμέρισμαΘράκη
Υψόμετρο50
Πληροφορίες
Παλαιά ονομασίαΑκσακάλ
Ταχ. κώδικας68010
Τηλ. κωδικός25530

Η Πολιά είναι πεδινό χωριό που βρίσκεται στην περιφερειακή ενότητα Έβρου σε υψόμετρο 50 μέτρα.[1]

Ο οικισμός αναφέρεται επίσημα το 1924 στο ΦΕΚ 194Α-14/08/1924 να προσαρτάται στην τότε κοινότητα Τραύας (Ελαφοχώρι)[2]

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το χωριό είναι χτισμένο σε ένα επικλινές μέρος και η περιοχή του είναι κατά πλειοψηφία πεδινή. Έξω από το χωριό, διέρχεται ο Ερυθρόποταμος, ο οποίος είναι παραπόταμος του Έβρου, και έχει τις πηγές του στο βουλγαρικό έδαφος. Το χωριό περιβάλλεται από τα χωριά Αλεποχώρι, Αβδέλλα και Λάδη, και απέχει 28 χιλιόμετρα από το Διδυμότειχο, με το οποίο συνδέεται οικονομικά.[3]

Σύμφωνα με το Πρόγραμμα «Καλλικράτης», μαζί με το Αλεποχώρι αποτελούν την Δημοτική Κοινότητα Αλεποχωρίου που ανήκει στη Δημοτική Ενότητα Μεταξάδων του Δήμου Διδυμοτείχου και σύμφωνα με την απογραφή 2011 έχει πληθυσμό 128 κατοίκους[4].

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με την τοπική παράδοση ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1760 από Τούρκους και με την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 κατοικήθηκε από Θράκες πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης και κυρίως από το χωριό Τσόγγαρα της περιοχής των Σαράντα Εκκλησιών,[5] ωστόσο το έτος ίδρυσης του οικισμού είναι άγνωστο και για την δημιουργία της Πολιάς υπάρχουν δύο εκδοχές.[6]

Η πρώτη εκδοχή, η οποία είναι η πιο παραδοσιακή εκδοχή, για τη δημιουργία της Αβδέλλας και της Πολιάς, αναφέρει ότι στο Αλεποχώρι, τη νύφη που θα παντρευόνταν την Κυριακή το βράδυ την έπαιρνε ο Τούρκος.[7] Την κρατούσε τρεις ημέρες κι ύστερα την έδινε στο γαμπρό. Το γεγονός αυτό είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος και η πιο εξευτελιστική πράξη σε κάθε νέο ζευγάρι που παντρευόταν. Η νύφη περνούσε μαρτυρικές ώρες ομαδικού βιασμού και βιασμού της προσωπικότητάς της. Αυτό διήρκησε για πολλά χρόνια. Κάποια στιγμή όμως οι νέοι του χωριού δεν άντεξαν περισσότερα.

Συννενοήθηκαν και αποφάσισαν, μια επιτροπή από τρεις νεαρούς, να ξεκινήσει από το χωριό και να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν η έδρα του Σουλτάνου. Μέσω των τουρκικών φυλακίων και χωριών μπαίνοντας στην Ανατολική Θράκη μετά από πολλές μέρες έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη. Την ημέρα που έφτασαν στην Πόλη, λέει η παράδοση, γινόταν μια εκδήλωση όπου θα παρευρισκόταν ο Σουλτάνος. Οι άκρες του δρόμου ήταν γεμάτη κόσμο. Πήγαν σ’ ένα Αρμένη στην Κωνσταντινούπολη και ζήτησαν συμβολή τι να κάνουν για να απαλλαγούν από αυτή τη συνήθεια. Ο Αρμένης τους εσυμβούλεψε να πάρουν από ένα μαγκάλι κάρβουνα αναμμένα, να τα βάλλουν επάνω στο κεφάλι και να γυρίζουν. «Ο Σουλτάνος θα σας καλέσει τους είπε και θα του μιλήσετε», τους είπε. Πράγματι τους κάλεσε ο Σουλτάνος και τους ρώτησε γιατί έχουν τα μαγκάλια στο κεφάλι. Εκείνοι του είπαν: «Βασιλιά μου, όπως καίει η φωτιά στο μαγκάλι, έτσι καίει και το δικό μας το κεφάλι». Και του διηγήθηκαν τι γινότανε και τι τραβούσαν.

Εξαγριώθηκε τότε ο Σουλτάνος και διέταξε έναν Τούρκο αξιωματικό με ισχυρή φρουρά να επισκεφθεί το χωριό και αν πράγματι συνέβαινε αυτό που του διηγήθηκαν να τους τιμωρήσει. Την ώρα που ετοιμάστηκαν να φύγουν οι νέοι αφού τον ευχαρίστησαν, τους ζήτησε να του λύσουν την απορία, πως κατόρθωσαν να φτάσουν στην Πόλη, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τα τουρκικά φυλάκια. Εκείνοι του είπαν πως ήρθαν με πολλές προφυλάξεις, κρυβόμενοι και παραπλανώντας τους στρατιώτες με διάφορους πονηρούς τρόπους. Τότε ο Σουλτάνος τους αποκάλεσε «τιλκίκ» (αλεπούδες) και από τότε το χωριό πήρε την τουρκική ονομασία: «Τιλκίκιοϊ».

Όταν επέστρεψαν οι νέοι στο χωριό, διηγήθηκαν τα πάντα στους συγχωριανούς και περίμεναν την άφιξη του Τούρκου αξιωματικού με την φρουρά του για να ερευνήσει το θέμα. Εκείνος ήρθε μεταμφιεσμένος ως καπνέμπορος και τους είπε ότι εμείς στα χωριά μας κάνουμε αυτά και αυτά τους «γκιαούρηδες». Εκείνοι ξεθάρρεψαν και του είπαν ότι κάνουν ακόμη χειρότερα. Γύρισε ο αντιπρόσωπος στην Εντρινέ (Αδριανούπολη) και έκαμε αναφορά στο Σουλτάνο.

Ο Σουλτάνος έστειλε στρατό και έκαψαν όλο το χωριό Γκιουνεκλή. Δεν έμεινε κανένας Τούρκος. Έμειναν μόνον οι Έλληνες που έχτισαν το Αλεποχώρι (Τιλκίκογιου) δηλαδή χωριό των πονηρών (Τιλκί= αλεπού).

Δύο γέροι Τούρκοι κατάφεραν να διαφύγουν. Ο «Ακσακάλ» που σημαίνει «άσπρα γενιά» και ο «Αμπντουλάχ». Αυτοί έφυγαν και ίδρυσαν αντίστοιχα τα χωριά «Ακσακάλ»-(Πολιά) και «Αμπντούλα»-(Αβδέλλα).[8][9]

Ωστόσο υπάρχει και η δεύτερη εκδοχή, όπου αναφέρεται ότι η τουρκική κυβέρνηση εγκαθίστησε στην περιοχή Διδυμοτείχου πρόσφυγες απ’ την Ανατολή και το Πακιστάν (τους λεγόμενους ματζήρηδες), οι οποίοι ίδρυσαν τουρκικά χωριά όπως την Κυανή (Τσιαουσλί), τη Σαύρα (Σουμπάσκιοϊ), το Αβδουλάκι (τη σημερινή Αβδέλλα), το Ελαφοχώρι, την Πολιά και άλλα.[10]

Νεότερη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέχρι το 1922, οι κάτοικοι του χωριού ήταν μόνο Τούρκοι. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι Έλληνες που προέρχονταν από την Ανατολική Θράκη, τη Βουλγαρία και τα γειτονικά χωριά Λάδη και Μεταξάδες.

Στην Πολιά σήμερα κατοικούν μόνιμα περίπου 150 άνθρωποι και η σύνθεση του χωριού έχει αλλάξει ριζικά, καθώς με την ανταλλαγή πληθυσμών οι Τούρκοι αποχώρησαν στην Τουρκία, εκτός από πέντε οικογένειες. Στη θέση τους έχουν εγκατασταθεί Ρομά που μιλούν μια διάλεκτο της τουρκικής γλώσσας και διατηρούν τα ήθη και έθιμα των αποχωρισμένων Τούρκων.[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]