Ο χρυσός σκαραβαίος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο χρυσός σκαραβαίος
Εικονογράφηση για την έκδοση του 1895
ΣυγγραφέαςΈντγκαρ Άλλαν Πόε
ΤίτλοςThe Gold-Bug
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1843
Ημερομηνία δημοσίευσης1842
Μορφήδιήγημα
ΤόποςΤσάρλεστον
LC ClassOL40983W[1]
Δημοσιεύθηκε στοTales of the Grotesque and Arabesque
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο χρυσός σκαραβαίος (πρωτότυπος τίτλος: The Gold-Bug) είναι διήγημα του Αμερικανού συγγραφέα Έντγκαρ Άλαν Πόε, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1843 σε εφημερίδα της Φιλαδέλφειας και συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή Αλλόκοτες ιστορίες.[2]

Ο Πόε υπέβαλε το διήγημα ως συμμετοχή σε έναν διαγωνισμό συγγραφής που διοργάνωσε η εφημερίδα Dollar. Η ιστορία του κέρδισε το μεγάλο βραβείο και δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες, τον Ιούνιο του 1843. Το βραβείο περιλάμβανε επίσης 100 $, πιθανώς το μεγαλύτερο ποσό που έλαβε ο Πόε για έργο του.

Ο χρυσός σκαραβαίος είναι ένα διήγημα μυστηρίου και περιπέτειας και έχει θεωρηθεί από τους κριτικούς ως πρώιμο δείγμα αστυνομικής λογοτεχνίας, καθώς το κεντρικό μέρος της πλοκής περιστρέφεται γύρω από την επίλυση ενός κρυπτογράμματος για να αποκαλύψει οδηγίες προς έναν θαμμένο θησαυρό. Το διήγημα έκανε δημοφιλή την κρυπτογράφηση και τη μυστική γραφή, αλλά πιο υπόγεια ρεύματα κάτω από τα στοιχεία της περιπέτειας χαρίζουν την αίσθηση του μυστηρίου. Ο φόβος της ψυχικής ασθένειας αποκαλύπτει συμπεριφορές μιας κοινωνίας στην οποία οι συνθήκες ψυχικής υγείας στιγματίζονταν. Η παρουσίαση του αφροαμερικανού υπηρέτη, θεωρείται ότι βασίζεται σε ρατσιστικά στερεότυπα, ειδικά λόγω της ομιλίας του.[3]

Το διήγημα γνώρισε άμεση επιτυχία και ήταν το πιο δημοφιλές και πιο πολυδιαβασμένο από τα έργα του Πόε κατά τη διάρκεια της ζωής του. Διασκευάστηκε για το θέατρο από το 1843 και αργότερα για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τύπος σκαραβαίου που ενέπνευσε το φανταστικό «χρυσό σκαραβαίο» της ιστορίας του Πόε.

Η ιστορία διαδραματίζεται στο νησί Σάλλιβαν κοντά στην πόλη Τσάρλεστον στη Νότια Καρολίνα, όπου μένει ο ανώνυμος αφηγητής που τη διηγείται σε πρώτο πρόσωπο.[4]

Ο Ουίλιαμ Λεγκράν, φίλος του αφηγητή, είναι ο τελευταίος απόγονος μιας πλούσιας οικογένειας Ουγενότων που, λόγω μιας σειράς κακοτυχιών, έχασε την περιουσία του και βρέθηκε στην ανέχεια. Εγκαταλείποντας τη Νέα Ορλεάνη περιορίζεται να ζήσει με τον πιστό μαύρο υπηρέτη του Τζούπιτερ, πρώην σκλάβος απελευθερωμένος από την οικογένεια του Ουίλιαμ, σε μια καλύβα που έχτισε στο νησί Σαλλιβαν, μια στενόμακρη λωρίδα αμμώδους γης καλυμμένη με θάμνους.

Μια μέρα ο Ουίλιαμ, περιπλανώμενος στο νησί, βρίσκει έναν ιδιαίτερο σκαραβαίο, λαμπερού χρυσού χρώματος. Το ίδιο βράδυ, ο αφηγητής τον επισκέπτεται και ο Ουίλιαμ του μιλά με ενθουσιασμό για το εύρημά του αλλά, μη μπορώντας να του το δείξει γιατί το είχε δανείσει σε έναν φίλο του αξιωματικό σε ένα κοντινό οχυρό λίγο πριν, αυτοσχεδιάζει ένα σκίτσο σε ένα τσαλακωμένο χαρτί που βρήκε στην τσέπη του. Ο αφηγητής, καθισμένος κοντά στο τζάκι, κοιτάζει το σκίτσο και του φαίνεται σαν σχέδιο κρανίου, γεγονός που σχολιάζει, χαριτολογώντας τις καλλιτεχνικές επιδόσεις του φίλου του. Ο τελευταίος ετοιμάζεται να το ρίξει στη φωτιά αλλά το ξανακοιτάζει προσεκτικά και το κρατάει στο πορτοφόλι του.

Περίπου ένα μήνα αργότερα ο Τζούπιτερ πηγαίνει στο Τσάρλεστον για λογαριασμό του κυρίου του και ζητά από τον αφηγητή να τον συνοδεύσει το συντομότερο στην καλύβα, δηλώνει επίσης την ανησυχία του για την υγεία του Λεγκράν καθώς φοβάται ότι το ζωύφιο τον δάγκωσε και μάλλον έχει τρελαθεί. Μόλις φτάνουν στο νησί, ο Λεγκράν φανερά ταραγμένος επιμένει ότι το ζωύφιο είναι το κλειδί για την αποκατάσταση της χαμένης του περιουσίας και πείθει τον αφηγητή να τον συνοδεύσει σε μια αποστολή.[5]

Εικονογράφηση του 1864

Με τη βοήθεια ενός τσαλακωμένου χάρτη και έχοντας τον σκαραβαίο μαζί του, ο Ουίλιαμ εντοπίζει ένα συγκεκριμένο δέντρο και βάζει τον υπηρέτη του να σκαρφαλώσει και να βρει ένα κρανίο καρφωμένο στην άκρη ενός κλαδιού. Υπό τις οδηγίες του Λεγκράν, ο Τζούπιτερ ρίχνει τον σκαραβαίο από τη μία κόγχη του ματιού του κρανίου και στο σημείο που πέφτει, αρχίζουν να σκάβουν. Μη βρίσκοντας τίποτα εκεί, ο Λεγκράν βάζει τον Τζούπιτερ να σκαρφαλώσει ξανά στο δέντρο και να ρίξει το ζωύφιο από το άλλο μάτι του κρανίου. Σκάβουν στο νέο σημείο, κι αυτή τη φορά βρίσκουν δύο σκελετούς και ένα μπαούλο γεμάτο με χρυσά νομίσματα και κοσμήματα. Υπολογίζουν τη συνολική αξία σε 1,5 εκατομμύρια δολάρια.

Ο Λεγκράν εξηγεί ότι κοντά στο σημείο που βρήκε τον σκαραβαίο υπήρχε ένα κομμάτι περγαμηνής που το χρησιμοποίησε για να τον τυλίξει. Στο χαρτί αυτό σκιτσάρισε τον σκαραβαίο που έδειξε στον αφηγητή ένα μήνα πριν και αυτός του είπε ότι έβλεπε ένα κρανίο. Πλησιάζοντας στη φωτιά, ο Λεγκράν παρατήρησε ίχνη αόρατης μελάνης, που αποκαλύφθηκαν από τη θερμότητα της φωτιάς που έκαιγε στο τζάκι. Η περγαμηνή αποδείχθηκε ότι περιείχε ένα κρυπτόγραμμα, το οποίο ο Λεγκράν αποκρυπτογράφησε με τη μέθοδο ανάλυσης συχνότητας και διάβασε οδηγίες για την εύρεση του θησαυρού που είχε κρύψει ο διαβόητος πειρατής Κάπτεν Κιντ. Το τελευταίο βήμα περιλάμβανε τη ρίψη βάρους μέσα από το αριστερό μάτι του κρανίου. Η πρώτη τους προσπάθεια απέτυχε επειδή ο Τζούπιτερ έριξε τον σκαραβαίο κατά λάθος από το δεξί μάτι.[6]

Αποδεικνύεται ότι ο σκαραβαίος, από μόνος του, έχει πολύ μικρή σχέση με τον θησαυρό: ο Λεγκράν λέει στον αφηγητή στο τέλος ότι τον χρησιμοποίησε για αθώο αστείο λόγω των υποψιών του για τη διανοητική του κατάσταση.

Ο Λεγκράν σκέφτεται ότι οι σκελετοί πρέπει να ανήκουν σε δύο μέλη του πληρώματος του Κάπτεν Κιντ, που, αφού έθαψαν τον θησαυρό ο πειρατής τους σκότωσε.

Το κρυπτογραφημένο σημείωμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πόε ενδιαφέρονταν για την αποκρυπτογράφηση, μάλιστα το 1840 ως αρθρογράφος σε περιοδικό είχε ζητήσει από τους αναγνώστες του να υποβάλουν δικά τους κρυπτογραφημένα μηνύματα, γράφοντας ότι μπορούσε να τα λύσει όλα με λίγη προσπάθεια. Η δημοσίευση προκάλεσε, όπως έγραψε ο Πόε, «πολύ ζωηρό ενδιαφέρον μεταξύ των πολυάριθμων αναγνωστών του περιοδικού» και ο συγγραφέας τα έλυσε όλα.

Το διήγημα περιλαμβάνει κρυπτογραφημένο σημείωμα και ο Πόε περιγράφει αναλυτικά τη μέθοδο κρυπτανάλυσης που χρησιμοποίησε ο Ουίλιαμ, τη μέθοδο ανάλυσης συχνότητας, μελετώντας τη συχνότητα εμφάνισης των γραμμάτων. Το κωδικοποιημένο μήνυμα είναι:

53‡‡†305))6*;4826)4‡.)4‡·80
6*;48†8¶60))85;1‡(;:‡*8†83(88)
5*†;46(;88*96*?;8)*‡(;485);5*†
2:*‡(;4956*2(5*-4)8¶8*;40692
85);)6†8)4‡‡;1(‡9;48081;8:8‡1
;48†85;4)485†528806*81(‡9;48
;(88;4(‡?34;48)4‡;161;:188;‡?;

Το αποκωδικοποιημένο μήνυμα:

Ένα καλό γυαλί στο σπίτι του επισκόπου στο κάθισμα του Διαβόλου

σαράντα μία μοίρες και δεκατρία πρώτα λεπτά βορειοανατολικά και προς βορράν

κεντρικός κλώνος έβδομο παρακλάδι ανατολική πλευρά

σημάδεψε από το αριστερό μάτι της νεκροκεφαλής

μια τεντωμένη κλωστή από το δέντρο περνώντας πενήντα πιθαμές έξω τον στόχο.

Ο Λεγκράν βρήκε με τη βοήθεια ντόπιων την τοποθεσία το «σπίτι του επισκόπου», όπου βρήκε μια στενή προεξοχή που έμοιαζε κατά προσέγγιση με καρέκλα: το «κάθισμα του διαβόλου». Χρησιμοποιώντας ένα τηλεσκόπιο: το «γυαλί» και παρατηρώντας, εντόπισε κάτι λευκό ανάμεσα στα κλαδιά ενός μεγάλου δέντρου. Αυτό αποδείχθηκε ότι ήταν το κρανίο μέσα από το οποίο έπρεπε να πέσει ένα βάρος από το αριστερό μάτι για να βρεθεί ο θησαυρός.

Επίδραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο χρυσός σκαραβαίος ενέπνευσε τον Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον την αναζήτηση του θησαυρού στο μυθιστόρημά του Το νησί των θησαυρών (1883). Ο Στίβενσον αναγνώρισε αυτή την επιρροή.
  • Η ανάλυση συχνότητας γραμμάτων που χρησιμοποιήθηκε στο διήγημα ενέπνευσε τον Άλφρεντ Μόσερ Μπατς, έναν λάτρη της λογοτεχνίας, όταν δημιούργησε στη Νέα Υόρκη το 1931 ένα παιχνίδι το οποίο αρχικά ονομάζονταν Lexiko και Criss-Cross Words και έμοιαζε με παιχνίδι σταυρόλεξου, και το οποίο το 1948 εξελίχθηκε και μετονομάστηκε σε Σκραμπλ.[7]
  • Αν και η ιστορία περιλαμβάνεται συχνά στη σύντομη λίστα των αστυνομικών ιστοριών του Πόε, το διήγημα δεν είναι τεχνικά αστυνομικό έργο. Ωστόσο, ο χαρακτήρας του Λεγκράν συγκρίνεται συχνά με τον φανταστικό ντετέκτιβ του Πόε Αύγουστο Ντυπέν λόγω της μεθόδου επίλυσης του μυστηρίου του κρυπτογραφημένου σημειώματος.
  • Ο Πόε είχε μείνει στο νησί Σάλλιβαν για τη στρατιωτική του θητεία από τον Νοέμβριο του 1827 έως τον Δεκέμβριο του 1828 και αναδημιούργησε το σκηνικό για το διήγημα.  Εδώ επίσης ο Πόε άκουσε για πρώτη φορά για χαμένους θησαυρούς και ιστορίες πειρατών όπως ο Κάπτεν Κιντ. Οι κάτοικοι του νησιού Σάλλιβαν τιμώντας τον συγγραφέα έχουν ονομάσει οδούς και τη δημόσια βιβλιοθήκη προς τιμήν του.

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το διήγημα έχει μεταφραστεί αρκετές φορές στα ελληνικά, πάντα με τίτλο Ο χρυσός σκαραβαίος. Μερικές μεταφράσεις:

  • μετάφραση: Στέλλα Βουρδουμπά, εκδόσεις Ερμείας, 1982
  • μετάφραση: Π. ΑΚΡΙΒΟΣ με πρόλογο του Κοσμά Πολίτη, εκδόσεις ΚΟΡΟΝΤΖΗΣ, [8]
  • μετάφραση: Στέφανος Μπεκατώρος, εκδόσεις Πατάκης, 2012, πρώτη έκδοση το 1849.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]