Οίκος της Γασκώνης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οικόσημο των κομήτων της Τουλούζης: ερυθρός λέων ορμώμενος, επί αργυρού πεδίου.

Ο Οίκος της Γασκώνης (γαλλ.: Maison de Gascogne) ήταν ένας ευγενικός οίκος φραγκικής ή βασκικής καταγωγής, οι εκπρόσωποι του οποίου κυβέρνησαν πρώτα το δουκάτο της Βασκωνίας, αργότερα το δουκάτο της Γασκώνης. Από τον Οίκο της Γασκώνης, οι ιστορικοί συνάγουν την προέλευση πολλών δυναστειών, που κυβέρνησαν τις επαρχίες και κομητείες της Γασκώνης, όπως ο Οίκος του Αρμανιάκ, και επίσης πρόσφατα συνήγαγαν την προέλευση του βασιλικού Οίκου της Παμπλόνας (Ναβάρρας) των Iνίγεθ.

Προέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με το «Καταστατικό του Aλαόν», η προέλευση του Οίκου της Γασκώνης συνάγεται από τον Μεροβίγγειο βασιλιά της Ακουιτανίας, Χαριβέρτο Β΄. Το έγγραφο αναφέρει ότι ο βασιλιάς Χαριβέρτος Β΄ νυμφεύτηκε τη Γκίζελα, κληρονόμο του δούκα της Βασκονίς Άρνo (Aμάντα) και από αυτόν τον γάμο γεννήθηκαν τρεις γιοι: Χιλπέριχος, Μπόγκις και Μπερτράν. Μετά το τέλος του Χαριβέρτου Β΄ και αργότερα του Χιλπέριχου, ο βασιλιάς Δαγοβέρτος Α΄ έδωσε το δουκάτο της Ακουιτανίας στον Μπόγκις και τον Μπερτράν, μετά το τέλος των οποίων η Aκουιτανία κληρονομήθηκε από τον γιο του Μπόγκις, δούκα της Aκουιτανίας, Eύδη τον Μεγάλο. Ωστόσο, οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν ότι το Καταστατικό του Aλαόν είναι πλαστό, που συντάχθηκε τον 17ο αι., και αμφισβητούν την ύπαρξη των νεότερων γιων του Χαριβέρτου. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, ο πατέρας του Εύδη ήταν ο δούκας της Ακουιτανίας Λούπος Α΄, τον οποίο πιθανότατα διαδέχθηκε ο Εύδης.

Επίσης, δεν υπάρχει τεκμηριωμένη επιβεβαίωση της καταγωγής του δούκα της Βασκονίας Λούπου Β΄: η γενεαλογία του Οίκου της Γασκώνης εντοπίζεται λίγο πολύ αξιόπιστα, από τον Εύδη της Ακουιτανίας.

Ιστορία του Οίκου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανεξάρτητοι δούκες της Βασκωνίας και της Ακουιτανίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη εκδοχή τώρα, ιδρυτής του οίκου ήταν ο Λούπος Α', δούκας της Ακουιτανίας και της Βασκωνίας από το 670 περίπου. Η ακριβής προέλευση του Λούπου Α΄ δεν είναι γνωστή. Ωστόσο, σύμφωνα με ονοματολογικά στοιχεία, είναι πιθανό ο Λούπος Α΄ να προέρχεται από οικογένεια, που ζούσε στην περιοχή της σύγχρονης Καμπανίας, και αργότερα μετακόμισε στην περιοχή της Τουλούζης. Από αυτή την οικογένεια τον 5ο - 7ο αι. προέρχονταν αρκετοί επίσκοποι και άρχοντες, που έφεραν το όνομα Λούπους.

Το 673-676 ο Λούπος Α΄ εκμεταλλεύτηκε τις εμφύλιες διαμάχες στο Φραγκικό βασίλειο για να αυξήσει τις κτήσεις του. Κατέλαβε στην Αυστρασία τις πόλεις Ροντέζ και Aλμπί. Το 675/676 ο Λούπος Α΄ προσπάθησε να καταλάβει στη Νευστρία την πόλη της Λιμόζ, αλλά τραυματίστηκε σοβαρά, όπως αναφέρεται στο Miracula Sancti Martialis Lemovicensis. Δεν είναι γνωστό αν ο Λούπος Α΄ επέζησε μετά από αυτό, αλλά μετά το 676 οι πληροφορίες γι' αυτόν εξαφανίζονται. Μόλις το 700 αναφέρεται ένας νέος δούκας της Ακουιτανίας, ο Εύδης ο Μέγας, που μπορεί να ήταν γιος ή εγγονός του Λούπου Α΄. Το αποτέλεσμα της βασιλείας του Λούπου Α΄ ήταν η δημιουργία του αχανούς δουκάτου της Ακουιτανίας, που εκτείνεται από το Βιέν μέχρι τον Γαρούνα (Garonne). Επίσης, η Ακουιτανία υποτάχθηκε τελικά στη Βασκονία. Η υποταγή αυτή συνεχίστηκε μέχρι το β' μισό του 8ου αι.

Ο διάδοχος του Λούπου Α΄, ο Εύδης ο Μέγας (απεβ. 735), επέτυχε την ανεξαρτησία παίρνοντας τον τίτλο «πρίγκιπας της Ακουιτανίας» (λατινικά: Aquitaniae princeps‎‎) και, σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, έφερε και τον βασιλικό τίτλο. Το 721 νίκησε τους Βησιγότθους, που πολιορκούσαν την Τουλούζη. Πολέμησε εναντίον του μαγιορδόμου του φραγκικού βασιλείου Καρόλου Μαρτέλου. Σύντομα όμως ο Εύδης έπρεπε να πολεμήσει ενάντια στους Άραβες, που εισέβαλαν από την Ισπανία, πράγμα για το οποίο αναγκάστηκε να ζητήσει βοήθεια από τον Κάρολο Μαρτέλο, ο οποίος νίκησε τον αραβικό στρατό στη μάχη του Πουατιέ.

Ο Εύδης άφησε τρεις γιους και μία κόρη, τη Λαμπαγκίγια, παντρεμένη με τον Βέρβερο εμίρη Ουτμάν ιμπν Ναϊσά, με το παρωνύμιο Mουνουζά. Μετά το τέλος του Mουνουζά, η Λαμπαγκίγια περιήλθε στο χαρέμι του χαλίφη της Δαμασκού Ισάμ ιμπν Αντ αλ-Μαλίκ και δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες γι' αυτήν. Από τους γιους, ο νεότερος, ο Ρεμιστάν, ορκίστηκε πίστη στον Φράγκο βασιλιά Πεπίνο τον Βραχύ, λαμβάνοντας από αυτόν το 766 την πόλη Aργκεντόν και μέρος της κομητείας Μπουρζ (το μετέπειτα δουκάτο του Μπερύ) στον ποταμό Σερ. Το Χρονικό του Φρεδεγάρ προσθέτει ότι ο Ρεμιστάν έλαβε πλούσια δώρα από τον βασιλιά, αλλά λανθασμένα υποδεικνύει τον βαθμό συγγένειάς του με τον Ουάιφερ/Βαϊφάρ: εκ μητρός θείος του ("λατινικά: avunculus‎‎") αντί του εκ πατρός θείου του ("λατινικά: patruus‎‎"). Ωστόσο, σύντομα πήγε στο πλευρό τού ανιψιού του Ουάιφερ, ο οποίος επαναστάτησε κατά των Φράγκων. Σε απάντηση ο Πεπίνος έστειλε στρατό, ο οποίος το 768 αιχμαλώτισε τον Ρεμιστάν μαζί με τη σύζυγό του, και μετά -με εντολή του βασιλιά- ο Ρεμιστάν απαγχονίστηκε στο Μπουρζ. Τίποτε δεν λέγεται για τα παιδιά του Ρεμιστάν, ωστόσο, μεταγενέστερες γενεαλογίες αναφέρουν τον γιο του Μανσιόν Α΄ (απεβ. 765), εγγονού τού δισεγγονού του Αλντάρικ, του Μανσιόν Β΄. Επίσης, ο γιος του Μανσιόν Α΄ εμφανίζεται μερικές φορές ως Σορσόν (Ορσό), κόμης της Τουλούζης το 778-790, αντιβασιλιάς της Ακουιτανίας υπό τον ανήλικο Λουδοβίκο Α΄ τον Ευσεβή από το 781. Το 788 ο Σορσόν αιχμαλωτίστηκε από τους Βάσκους, και αναγκάστηκε να δώσει όρκο πίστης στον δούκα της Βασκωνίας, μετά τον οποίο, το 790, ο βασιλιάς Καρλομάγνος τον καθαίρεσε.

Οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του Εύδη του Μεγάλου, ο Χούναλντ (Γιούναλντ) Α΄ και ο Γκατόν (Aτό), μετά το τέλος του πατέρα τους, κληρονόμησαν τα υπάρχοντά του. Την ίδια στιγμή, ο Γκατόν πήρε το Πουατιέ. Ο μαγιορδόμος Κάρολος Μαρτέλος, εκμεταλλευόμενος το τέλος του Εύδη, εισέβαλε στην Ακουιτανία και ανάγκασε τον Χούναλντ και τον Γκατόν να του ορκιστούν πίστη. Μετά το τέλος του Καρόλου το 741, ο Χούναλντ επαναστάτησε ενάντια στους κληρονόμους του, τον Πεπίνο τον Βραχύ και τον Καρλομάν, οι οποίοι νίκησαν τον Χούναλντ το 742 και το 745. Το 744, οι αδελφοί Χούναλντ και Γκατόν ήρθαν σε αντιαπαράθεση, με αποτέλεσμα ο Γκατόν να τυφλωθεί, και τα υπάρχοντά του να προσαρτηθούν σε αυτά του Χούναλντ. Το 745, μετά από μία νέα εκστρατεία του Πεπίνου και του Καρλομάν, ο Χούναλντ αποσύρθηκε σε ένα μοναστήρι, αφήνοντας το «αρχηγείο» του στον γιο του Ουάιφερ. Υπό τον Ουάιφερ, η Aκουιτανία ανέκτησε ξανά την ανεξαρτησία της. Ο Πεπίνος ο Βραχύς, έχοντας γίνει βασιλιάς, στα χρόνια 760 - 768 ανέλαβε αρκετές εκστρατείες στην Ακουιτανία, λεηλατώντας την και καταστρέφοντάς την. Ο Ουάιφερ, με τη σειρά του, εισέβαλε στο βασίλειο του Πεπίνου περισσότερες από μία φορές. Το 768, ο Ουάιφερ σκοτώθηκε στο Περιγκέ, μετά από το οποίο η Ακουιτανία έχασε τελικά την ανεξαρτησία της και προσαρτήθηκε στο Φραγκικό βασίλειο. Ο Ουάιφερ είχε δύο γιους, τον Χούναλντ Β΄ [1] και πιθανώς τον Λούπους. Ο Χούναλντ Β΄ προσπάθησε να ανακαταλάβει την Ακουιτανία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα: η εξέγερση καταπνίγηκε από τον Καρλομάγνο το 769, και ο ίδιος ο Χούναλντ Β΄ κατέφυγε στον δούκα της Βασκονίας, Λούπο Β΄, ο οποίος παρέδωσε αυτόν και τη σύζυγό του στον Κάρολο, προσπαθώντας να διατηρήσει τις ιδιοκτησίες του. [2]

Δούκες και κόμητες στη Βασκονία υπό τους Καρολίγιους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βασκονία διατήρησε μία ημι-ανεξάρτητη ύπαρξη: ο Λούπος Β', πιθανώς γιος του δούκα του Γκατόν, αναγνωρίστηκε ως δούκας της. Επιπλέον, δύο ακόμη γιοι αποδίδονται στον Γκατόν (Gatton): ο Αρτγάριος (Artgarius), στον οποίο η Αραγωνική οικογένεια των υποκομήτων δε Σόλα έλκει την καταγωγή της, και ο Iκτέριος (Ikterius).

Γενεαλογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λούπος Β΄
δούκας της Γασκώνης
ΟΙΚΟΣ ΓΑΣΚΩΝΗΣ
Σάντσο Α΄
δούκας της Γασκώνης
Σεγκυέν Α΄
δούκας της Γασκώνης
ΣεντούλΑντάλρικ
κύριος στη Γασκώνη
Σάντσο Β΄
δούκας της Γασκώνης
Αθνάρ
δούκας της Γασκώνης
Σεγκυέν Β΄
δούκας της Γασκώνης
Γκαρθία
δούκας της Γασκώνης
Λούπος Γ΄
δούκας της Γασκώνης
Σάντσο Γ΄ Μιτάρα
δούκας της Γασκώνης
Γκαρθία Β΄
δούκας της Γασκώνης
Σάντσο Δ΄
δούκας της Γασκώνης
Γουλιέλμος Γκαρθές
κόμης του Φρεζανσάκ
ΚΛΑΔΟΣ ΑΡΜΑΝΙΑΚ
Άρνολντ
κόμης του Ασταράκ
Σάντσο Ε΄
δούκας της Γασκώνης
Γουλιέλμος Σάντσεθ
δούκας της Γασκώνης
Γκομπάλντ
αρχιεπίσκοπος του Μπορντώ
Βερνάρδος
δούκας της Γασκώνης
Σάντσο ΣΤ΄
δούκας της Γασκώνης
Πρίσκα
Γουλιέλμος Ε΄
δούκας της Ακουιτανίας
Όντο
δούκας της Γασκώνης

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. По мнению ряда историков, Гунальд II — это вернувшийся из монастыря отец Вайфара, Гунальд I.
  2. Существует версия, что Гунальд II погиб в 774 году в битве при Павии.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έρευνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Baqué Z. Histoire comtes D'Armagnac. — Auch: Imprimerie Brevetée F. Cocharaux, 1945.
  • Dillange, Michel. Les comtes de Poitou Ducs d’Aquitaine (778—1204). — La Crèche: Geste éditions, 1995. — 303 p. — ISBN 2-910919-09-9.
  • Higounet, Charles. Bordeaux pendant le haut moyen age. — Bordeaux: Fédération historique du Sud-Ouest, 1963. — 338 p.
  • Lewis, Archibald R. The development of southern french and catalan society, 718—1050. — Austin: University of Texas edition, 1965.
  • Monlezun, Jean Justin. Histoire de la Gascogne = Histoire de la Gascogne depuis les temps les plus reculés jusqu'à nos jours. — J.A. Portes, 1846—1850. (фр.) (русский перевод)
  • Oman, Charles. The Dark Ages, 476—918. — London: Rivingtons, 1914.
  • Rabanis, J. F. Les Mérovingiens d’Aquitaine. — Paris: Durand, 1856. — 234 p.
  • Девиосс Жан, Руа Жан-Анри. Битва при Пуатье = Bataille de Poitieis (octobre 733) / Перевод Саниной А. В. — СПб.: Евразия, 2003. — 288 с. — 2000 экз. — ISBN 5-8071-0132-4.
  • Лебек С. Происхождение франков. V—IX века / Перевод В. Павлова. — М.: Скарабей, 1993. — Т. 1. — 352 с. — (Новая история средневековой Франции). — 50 000 экз. — ISBN 5-86507-001-0.

Πρωταρχικές πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Продолжатели Фредегара = Continuationes chronicarum quae dicuntur Fredegarii // The Fourth Book of the Cronicle of Fredegar with its continuations. — London: Thomas Nelson and Sons Ltd, 1960.
  • Анналы королевства франков (Annales regni Francorum) // Scriptores rerum Germanicarum. — Hannover, 1895.
  • Лоршские анналы = Annales Laurissenses / Pertz, G. H. (ed.) MGH SS I. — Leipzig, 1925. — P. 134—218.
  • Мецские анналы = Annales Metenses / Pertz, G. H. (ed.) MGH SS I. — Leipzig, 1925. — P. 314—336.
  • Петавианские анналы = Annales Petaviani / Monumenta Germaniae Historica. Bd. 1. — Hannover, 1826.
  • Лоббские анналы = Annales Laubachenses / Monumenta Germaniae Historica. Bd. 1. — Hannover, 1826.

Συνδέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]