Μπαχάσα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Μπαχάσα, μπάσα, μπασά, ή φάσα είναι η λέξη που σημαίνει γλώσσα σε πολλές Ασιατικές γλώσσες, η οποία προέρχεται από την Σανσκριτική λέξη भाषा (bhāṣā) "ομιλία, ομιλούμενη γλώσσα". Σε πολλές σύγχρονες γλώσσες στη Νότια Ασία και Νοτιοανατολική Ασία που έχουν επηρεαστεί από τα Σανσκριτικά ή Πάλι, ο μπαχάσα και ταυτόσημοι όροι χρησιμοποιούνται με την έννοια "γλώσσα" σε γενικές γραμμές.

Μερικές φορές ο όρος μπαχάσα χρησιμοποιείται λανθασμένα για αναφορά των Ινδονησιακών και Μαλαισιακών ποικιλιών της Μαλαϊκής γλώσσας.

Γλωσσικά ονόματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν οι ομιλητές των μαλαισιακών και των ινδονησιακών αναφέρονται σε άλλες γλώσσες, χρησιμοποιείται η μη-κεφαλαία λέξη "bahasa" ("γλώσσα"). Για παράδειγμα οι λέξεις για τα αγγλικά, ελληνικά και ιταλικά ονομάζονται bahasa Inggris, bahasa Yunani και bahasa Italia αντίστοιχα.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]