Μητρόπολη Κισινάου και πάσης Μολδαβίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μητρόπολη Κισινάου και
πάσης Μολδαβίας
Καθεδρικός ναός της Γέννησης, Κισινάου
Γενικές πληροφορίες
Ίδρυση1813
1944 (καθεστώς αυτονομίας)
ΙδρυτήςΡωσική Ορθόδοξη Εκκλησία
Xώρα Μολδαβία
ΈδραΚισινάου
ΥπαγωγήΠατριαρχείο Μόσχας
Αρχιερατικές περιφέρειες9
Ενορίες1.231
Μονές46
Μητροπολιτικός ναόςΙερός Καθεδρικός Ναός της Γέννησης, Κισινάου
ΙστοσελίδαΕπίσημος ιστότοπος
Ιεραρχία
ΜητροπολίτηςΒλαδίμηρος
Διάκονοι107

Η Μητρόπολη Κισινάου και πάσης Μολδαβίας (ρουμανικά: Mitropolia Chișinăului și a întregii Moldove‎‎; ρωσικά: Кишинёвско-Молда́вская митропо́лия‎‎), αναφερόμενη και ως Ορθόδοξη Εκκλησία της Μολδαβίας (ρουμανικά: Biserica Ortodoxă din Moldova‎‎; ρωσικά: Правосла́вная це́рковь Молдо́вы‎‎), είναι ημιαυτόνομη εκκλησιαστική δικαιοδοσία, υπό το Πατριαρχείο Μόσχας και πάσης Ρωσίας.[1] Κανονική επικράτεια της Εκκλησίας είναι το κράτος της Δημοκρατίας της Μολδαβίας.

Η Μητρόπολη Κισινάου και πάσης Μολδαβίας είναι η μεγαλύτερη εκκλησία της χώρας και μία από τις δύο κύριες ορθόδοξες δικαιοδοσίες στη χώρα (μαζί με την Μητρόπολη της Βεσσαραβίας, επίσης αυτόνομη, δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Ρουμανίας). Στην απογραφή του 2004 στη Μολδαβία, 3.158.015 άνθρωποι ή το 95,5% αυτών που δηλώνουν θρησκεία, δήλωσαν ότι είναι Ανατολικοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί.

Προκαθήμενος της Εκκλησίας είναι ο Μητροπολίτης Βλαδίμηρος, που είναι μόνιμο μέλος της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επισκοπές της Μητρόπολης Κισινάου και πάσης Μολδαβίας

Πιστεύεται ότι ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός έφθασε για πρώτη φορά σε Ρουμανία και Μολδαβία από τον Απόστολο Ανδρέα. Ούτως ή άλλως, μέχρι τον 14ο αιώνα η Ορθόδοξη Εκκλησία στο Πριγκιπάτο της Μολδαβίας- σήμερα βορειοανατολική Ρουμανία, Μολδαβία και νοτιοδυτική Ουκρανία- ήταν υπό την εξουσία του Μητροπολίτη της Γαλικίας. Το 1391, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, που είχε την δικαιοδοσία στην περιοχή, εξέλεξε Μητροπολίτη ειδικά για την Μητρόπολη Μολδαβίας και Μπουκοβίνας. Μέχρι τον 15ο αιώνα ο Μητροπολίτης εκλεγόταν από την ιστορική αυτοκέφαλη Αρχιεπισκοπή Αχριδών αλλά, μετά την κατάργησή της, επέστρεψε στην δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τον 17ο αιώνα, η Μητρόπολη της Μολδαβίας άλλαξε από τη χρήση της εκκλησιαστικής σλαβονικής στη ρουμανική γλώσσα.

Το 1812, το ανατολικό μισό της Μολδαβίας (μετονομάστηκε σε Βεσσαραβία) προσαρτήθηκε από το Ρωσική Αυτοκρατορία, η οποία έθεσε τις ορθόδοξες εκκλησίες σε αυτή την περιοχή υπό τη δικαιοδοσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το 1813, ιδρύθηκε η επαρχία του Κισινέφ (Κισινάου) και του Χότιν, υπό τον Ρουμάνο Αρχιεπίσκοπο Γαβριήλ (Μπανουλέσκου-Μποντόνι). Μετά το 1821, το ρωσικό κράτος και η Ρωσική Εκκλησία ξεκίνησαν μια πολιτική συγκεντρωτισμού και εκρωσισμού, που περιλάμβανε την επιβολή της εκκλησιαστικής σλαβονικής αντί της ρουμανικής, ως λειτουργικής γλώσσας, και όλων των Αρχιεπισκόπων ως Ρώσων.[2][3] Ωστόσο, οι ιθαγενείς ιερείς συνέχισαν να υπηρετούν στις αγροτικές ενορίες (καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Μολδαβίας) καθώς οι περισσότεροι δεν μιλούσαν ρωσικά, ενώ οι προσπάθειες ίδρυσης μιας ρωσικής σχολής απέτυχε και ο αγροτικός κλήρος απομονώθηκε όλο και περισσότερο από την ηγεσία της εκκλησίας. Κατά συνέπεια, μετά το 1867, οι εκκλησιαστικές αρχές άρχισαν να χρησιμοποιούν τόσο τη ρουμανική όσο και τη ρωσική γλώσσα στις εκδόσεις τους και το 1905 υπήρξε μια βραχύβια πρωτοβουλία για να γίνει η ρουμανική γλώσσα της εκπαίδευσης.[4]

Το 1858, αφού η νότια Βεσσαραβία επέστρεψε στη Μολδαβία, η οποία σύντομα ενώθηκε με την Βλαχία για να σχηματίσουν την Ρουμανία, οι ορθόδοξες εκκλησίες στο Καχούλ, το Μπολγκράντ και το Ισμαήλ επανήλθαν υπό τη ρουμανική εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μητρόπολης Μολδαβίας και Βουκοβίνας, η οποία ίδρυσε την Επισκοπή του Κάτω Δούναβη, το 1864.[3][5] Το 1878, αφού η Ρωσία προσάρτησε εκ νέου τη νότια Βεσσαραβία, η δικαιοδοσία της Ρωσικής Εκκλησίας αποκαταστάθηκε.

Το 1918, αφότου η περιοχή περιήλθε σε ρουμανική κυριαρχία, η Αρχιεπισκοπή του Κισινάου περιήλθε, αψηφώντας τις διαμαρτυρίες της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, υπό την υποταγή της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.Απρόθυμος να δεχτεί τις αλλαγές που ήρθαν, ο επίσκοπός του αντικαταστάθηκε.[6][7] Το 1922, η Ιερά Σύνοδος της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ίδρυσε δύο ακόμη επισκοπές στη Βεσσαραβία -την Επισκοπή του Χοτίν, με έδρα το Μπάλτσι, και την Επισκοπή του Cetatea Albă, με έδρα το Ισμαήλιο- ενώ, το 1927 η Ορθόδοξη Εκκλησία στη Βεσσαραβία ανυψώθηκε στο βαθμό και ονομάστηκε Μητρόπολη της Βεσσαραβίας. Το ρουμανικό κράτος και η εκκλησία ξεκίνησαν μια αντεπίθεση ρουμανοποίησης, ώστε να επιβληθεί η ρουμανική ως λειτουργική γλώσσα, και την χρήση του Αναθεωρημένου Ιουλιανού ημερολογίου.[2]

Ακολουθώντας το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης, η Σοβιετική Ένωση προσάρτησε την Βεσσαραβία και ανακήρυξε το Μολδαβική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία. Η Μητρόπολη της Βεσσαραβίας αναγκάστηκε να διακόψει τη δραστηριότητά της.[6] Την ίδια περίοδο, το Πατριαρχείο Μόσχας ίδρυσε στο έδαφος της νέας Σοβιετικής Δημοκρατίας μια νέα Επισκοπή, αυτήν του Κισινάου, που το 1990 ανυψώθηκε στο βαθμό της Αρχιεπισκοπής.[8]

Ένα χρόνο μετά την ανεξαρτησία από την ΕΣΣΔ και την διακήρυξη της ανεξαρτησίας της ως Δημοκρατία της Μολδαβίας το 1991, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία παραχώρησε αυτονομία στη δικαιοδοσία της στη νέα χώρα και ανύψωσε τον βαθμό της Αρχιεπισκοπής σε Μητρόπολη Κισινάου και Πάσης Μολδαβίας.[9]

Δομή και οργάνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μητρόπολη Κισινάου και πάσης Μολδαβίας διεκδικεί αποκλειστική δικαιοδοσία επί της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Μολδαβία, αν και αυτό αμφισβητείται από τη Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία και τη Μητρόπολη Βεσσαραβίας. Η Μητρόπολη Κισινάου και πάσης Μολδαβίας αποτελείται σήμερα από πέντε Επαρχίες ή Επισκοπές και το 2010 είχε 1.231 ενορίες, 46 μοναστήρια, 9 σκήτες, μία θεολογική ακαδημία, και δύο θεολογικές σχολές που εξυπηρετούνται από 7 Ιεράρχες, 1,395 ιερείς, και 107 διακόνους.

Μετά την παραχώρηση αυτονομίας στην Μητρόπολη Κισινάου και πάσης Μολδαβίας από το Πατριαρχείο Μόσχας, η Εκκλησία διαχειρίζεται τις τοπικές της υποθέσεις μέσω τοπικής Ιεράς Συνόδου της οποίας προεδρεύει ο προκαθήμενός της και συμμετέχουν οι επισκόποι της.

Η θέση της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί ότι, κατά τη διάρκεια του χρόνου, η δικαιοδοσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην πρώην επικράτεια της Βεσσαραβίας ήταν μια άδικη και καταχρηστική πράξη όσον αφορά την ιστορική πραγματικότητα και το κανονικό δίκαιο και το δικαίωμα δικαιοδοσίας της Ρωσικής Μητρόπολης Κισινάου και πάσης Μολδαβίας  μπορεί να ασκηθεί μόνο στη ρωσική εθνότητα της Μολδαβίας.[10]

Ενόψει της ανεξαρτησίας της Μολδαβίας, η Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία επανενεργοποίησε τη μεσοπολεμική Μητρόπολη Βεσσαραβίας, της παραχώρησε αυτονομία και της έδωσε δικαιοδοσία στη Δημοκρατία της Μολδαβίας και σε περιοχές της νοτιοδυτικής Ουκρανίας με ρουμανικούς πληθυσμούς. Η Μητρόπολη ξεκίνησε το 1992 από τον Μολδαβό Ορθόδοξο Επίσκοπο της Μπάλτσι, Πέτρο (Păduraru). Το 2006, το Ανώτατο Δικαστήριο της Μολδαβίας αναγνώρισε την Αυτόνομη Μητρόπολη Βεσσαραβίας, ως «ιστορικό, κανονικό και πνευματικό διάδοχο της Μητρόπολης της Βεσσαραβίας που λειτούργησε μέχρι το 1944 συμπεριλαμβανομένου».[6]

Η Μητρόπολη Βεσσαραβίας είχε 84 ενορίες στη Μολδαβία κατά τη στιγμή της οργάνωσής της και θεωρείται σχισματική οργάνωση από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Από την άλλη πλευρά, η Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία τάσσεται υπέρ μιας "ειρηνικής συνύπαρξης και αδελφικής συνεργασίας μεταξύ των δύο Ορθοδόξων Μητροπόλεων που λειτουργούν υπό τη δικαιοδοσία των δύο αδελφών Ορθοδόξων Πατριαρχείων".[6]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]