Μεγάλη Δυσωδία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γελοιογραφία της εποχής όπου απεικονίζεται ο Πατέρας Τάμεσης να παρουσιάζει τα τέκνα του –διφθερίτιδα, χοιράδωση και χολέρα– στην Πόλη του Λονδίνου.

Με τη φράση η μεγάλη δυσωδία (αγγλ. The Great Stink) περιγράφεται το καλοκαίρι του 1858 στο Λονδίνο, μια περίοδος που στιγματίστηκε από την έντονη οσμή ανθρώπινων περιττωμάτων στον ποταμό Τάμεση.

Ιστορικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα η ύδρευση του Λονδίνου είχε ως κύρια πηγή τον ποταμό Τάμεση και τα διάφορα παρακλάδια του, πηγάδια σε κοντινή απόσταση από τις όχθες του καθώς και ορισμένες φυσικές πηγές. Υπήρχε μάλιστα και ένας μολύβδινος αγωγός που κατέληγε σε υδραγωγείο, η πρόσβαση στον οποίο ήταν σχεδόν αποκλειστικά για τους εύπορους. Τα αστικά λύματα της πόλης κατέληγαν ως επί το πλείστον σε σηπτικούς βόθρους, με αντίτιμο για την κάθε εκκένωση ένα σελίνι. Το απαγορευτικό αυτό κόστος για τους περισσότερους κατοίκους της εποχής είχε ως αποτέλεσμα την αποχέτευση των λυμάτων κατευθείαν στο ποτάμι, γεγονός που μέχρι τις αρχές του 1800 σήμαινε πως οι παρόχθιες περιοχές κατακλύζονταν από έντονη δυσοσμία.

Μέρος του προβλήματος ήταν και οι καινοτόμες για την εποχή τουαλέτες με καζανάκι, οι οποίες αντικατέστησαν το ευρείας χρήσης δοχείο νυκτός. Ο όγκος πλέον των λυμάτων, σε συνάθροιση με τα λύματα από εργοστάσια, σφαγεία και όμβρια ύδατα, υπερχείλιζε συχνά τους βόθρους, κάνοντας την κατάσταση εξαιρετικά κρίσιμη.

Το καλοκαίρι του 1858 ήταν ασυνήθιστα ζεστό· τόσο ζεστό μάλιστα που κατέστη πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη βακτηρίων στα λιμνάζοντα λύματα του Τάμεση. Η δυσωδία έκανε τόσο αισθητή την παρουσία της, που το Κοινοβούλιο αναγκάστηκε να εμποτίσει τις κουρτίνες του με χλωριούχο ασβέστιο, ώστε να μειωθεί η δυσωδία. Η δυνατή βροχή κάποτε έριξε τη θερμοκρασία και οι μύτες των Λονδρέζων ανακουφίστηκαν, ωστόσο το πρόσφατο βίωμα αποτέλεσε ευκαιρία για την εξεύρεση μόνιμης λύσης στο πρόβλημα και ακολούθησε ο διορισμός μιας εντεταλμένης επιτροπής.

Το αισθητικό πρόβλημα δεν ήταν η μόνη πληγή του αποχετευτικού προβλήματος· τα κρούσματα χολέρας αυξήθηκαν δραματικά, ενώ επίσης εμφανίστηκαν πολλές δερματικές παθήσεις και άλλες λοιμώξεις. Ιατρικές αναφορές την εποχής καταδεικνύουν τη σχέση αυτών των ασθενειών με την κατανάλωση μολυσμένου νερού και την έκθεση σε βακτήρια, χωρίς ωστόσο πάντα να αντιμετωπίζονται με τη δέουσα σοβαρότητα. Η κυριότερη μέθοδος απολύμανσης του πόσιμου νερού ήταν ο βρασμός του, κάτι που δεν ήταν πάντα προσβάσιμο για τους κατοίκους της εποχής.

Την επιτροπή που ανέλαβε να δώσε λύση διαδέχτηκε η ίδρυση του μητροπολιτικού συμβουλίου δημοτικών έργων (Metropolitan Board of Works), το οποίο αφού απέρριψε αρκετές προτάσεις, κατέληξε το 1859 στην απόφαση να κατασκευάσει ένα κεντρικό αποχετευτικό σύστημα. Το πανάκριβο έργο σε σχέδια του αρχιμηχανικού Joseph Bazalgette έλαβε σάρκα και οστά τα επόμενα έξι χρόνια, και - με την εξάλειψη της δυσωδίας - έδειχνε να λειτουργεί· ένα παράπλευρο όφελος ήταν και η αισθητή μείωση των κρουσμάτων χολέρας, καθώς λανθασμένα κυριαρχούσε η πεποίθηση ότι προκαλείται από την άσχημη μυρωδιά και όχι από το μολυσμένο νερό αυτό καθαυτό.

Τα επόμενα χρόνια έγιναν επιπλέον μελέτες και το δίκτυο αποχέτευσης επεκτάθηκε, αν και με μια δεύτερη επιδημία χολέρας, που αποδόθηκε στην επιμόλυνση ενός υδραγωγείου στο ανατολικό μέρος της πόλης.

Το γεγονός της μεγάλης δυσωδίας αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς σκιτσογράφους της εποχής, οι γελοιογραφίες των οποίων δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και φυλλάδια, διασκεδάζοντας τις εντυπώσεις αλλά ταυτόχρονα παρακινώντας τους αρμόδιους να αναλάβουν δράση. Στις μέρες μας μια έκθεση στην πεζογέφυρα Millenium θυμίζει στη νέα γενιά των Λονδρέζων την «ιστορική μπόχα», με κεντρικό έκθεμα μια γιγαντιαία μύτη.[1]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]