Μάχη του Φορτ Σάμτερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 32°45′09″N 79°52′30″W / 32.75241°N 79.87496°W / 32.75241; -79.87496

Mάχη του Φορτ Σάμτερ
Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος
Artwork depicting a battle scene with a stone fort at center surrounded by water. The fort is on fire and shells explode in the air above it.
Ο βομβαρδισμός του φρουρίου Σάμτερ
Χρονολογία12 Απριλίου 1861 - 14 Απριλίου 1861
(163 χρόνια πριν)
ΤόποςΤσάρλεστον (Νότια Καρολίνα)
ΈκβασηΝίκη των Συνομόσπονδων πολιτειών της Αμερικής
Έναρξη του Αμερικανικού εμφύλιου πολέμου
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Robert Anderson
P. G. T. Beauregard
Δυνάμεις
85[1]
500 (περίπου)[2]
Απολογισμός
0[3]
0[3]

Μάχη του Φορτ Σάμτερ (Battle of Fort Sumter) (12-14 Απριλίου 1861) ονομάζεται ο βομβαρδισμός και η παράδοση του Φρουρίου Σάμτερ κοντά στο Τσάρλεστον (Νότια Καρολίνα), και θεωρείται ως η εναρκτήρια εχθροπραξία του Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου.

Μετά τις ανακηρύξεις απόσχισης από επτά νότιες πολιτείες η πολιτεία της Νότιας Καρολίνας απαίτησε την απομάκρυνση του στρατού της Ένωσης από τις εγκαταστάσεις στο λιμάνι του Τσάρλεστον. Στις 26 Δεκεμβρίου 1860 ο ταγματάρχης Ρόμπερντ Άντερσον μετακίνησε κρυφά μία μικρή ομάδα αντρών από το φρούριο Μάλτρι στα νησιά του Σάλλιβαν στο Φρούριο Σάμτερ, ένα σημαντικό φρούριο που έλεγχε την είσοδο για το λιμάνι του Τσάρλεστον. Μία προσπάθεια από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζέιμς Μπιουκάναν να ενισχύσει τον Άντερσον, χρησιμοποιώντας το εμπορικό πλοίο «Το αστέρι της Δύσης», απέτυχε καθώς αυτό χτυπήθηκε από πυροβόλα εκ των ακτών στις 9 Ιανουαρίου 1861. Αργότερα οι τοπικές αρχές της Νότιας Καρολίνας κατέλαβαν όλες τις ομοσπονδιακές ιδιοκτησίες στην περιοχή του Τσάρλεστον εκτός του φρουρίου Σάμτερ.

Τους πρώτους μήνες του 1861 η κατάσταση στο φρούριο Σάμτερ έμοιαζε όλο και περισσότερο με πολιορκία. Τον Μάρτιο ο Π. Τζ .Τ. Μπέριγκαρντ ο πρώτος γενικός στρατηγός των προσφάτως δημιουργημένων Συνομόσπονδων Πολιτειών της Αμερικής ανέλαβε την ενίσχυση των πυροβόλων γύρω από το λιμάνι του Τσάρλεστον που στόχευαν το φρούριο Σάμτερ. Η κατάσταση του Άντερσον και των ανδρών του στο φρούριο ήταν απελπιστική λόγω έλλειψης ανδρών, τροφίμων και προμηθειών. Ο ανεφοδιασμός του φρουρίου ήταν η πρώτη ένδειξη κρίσης του προέδρου Αβραάμ Λίνκολν. Ο πρόεδρος ενημέρωσε τον κυβερνήτη της Νότιας Καρολίνας Φράνσις Πίκενς (Francis Pickens) ότι θα έστελνε πλοία με εφόδια γεγονός που οδήγησε στο εξής τελεσίγραφο από τη Συνομοσπονδία: εγκαταλείψτε το φρούριο αμέσως. Ο Άντερσον αρνήθηκε να παραδοθεί. Έτσι στις 12 Απριλίου η Συνομοσπονδία βομβάρδισε με πυροβόλα το φρούριο περικυκλώνοντας το λιμάνι. Παρόλο που η φρουρά της Ένωσης ανταπέδωσε πυρ ξέμεινε από πυρομαχικά και έτσι σε 34 ώρες ο Άντερσον συμφώνησε να εκκενώσει το φρούριο. Δεν υπήρχαν νεκροί στο τέλος της σύγκρουσης.

Μετά τη μάχη υπήρχε υποστήριξη και από τον Βορρά αλλά και τον Νότο για επιπλέον πολεμική δράση. Η άμεση έκκληση του Λίνκολν να συγκεντρωθούν 75.000 εθελοντές για να καταπνίξουν την επανάσταση οδήγησε στην απόσχιση άλλων τεσσάρων πολιτειών από την Ένωση και ένταξη τους στην Συνομοσπονδία. Ο εμφύλιος πόλεμος είχε μόλις ξεκινήσει.

Υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απόσχιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο υπεύθυνος της φρουράς της Ένωσης Robert Anderson

Στις 20 Δεκεμβρίου 1860 αμέσως μετά τη νίκη του Αβραάμ Λίνκολν στις προεδρικές εκλογές, η Νότια Καρολίνα υιοθέτησε μία θεσμική διάταξη στην οποία ανακήρυξε την απόσχιση της από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τον Φεβρουάριο του 1861 άλλες έξι νότιες πολιτείες είχαν ανακηρύξει αντίστοιχες θεσμικές διατάξεις απόσχισης. Στις 7 Φεβρουαρίου υιοθέτησαν ένα τοπικό σύνταγμα για τις Συνομόσπονδες Πολιτείες της Αμερικής και εγκαθίδρυσαν την προσωρινή τους πρωτεύουσα στο Μοντγκόμερι (Αλαμπάμα). Μία ειρηνική συνδιάσκεψη ακολούθησε στην Ουάσινγκτον αλλά απέτυχε. Οι εναπομείναντες οκτώ πολιτείες που αναγνώριζαν τη δουλεία αρνήθηκαν την έκκληση να εισέλθουν στη Συνομοσπονδία.

Η λεγόμενη πλέον Συνομοσπονδία κατέλαβε πλήθος ομοσπονδιακής ιδιοκτησίας εντός των ορίων της συμπεριλαμβανομένου κτιρίων, οπλοστασίων και φρουρίων. Ο πρόεδρος της Ένωσης Τζέιμς Μπιουκάναν διαμαρτυρήθηκε αλλά δεν προχώρησε σε στρατιωτική επέμβαση. Ο Τζέιμς Μπιουκάναν πίστευε ότι μία ευθεία πράξη ενάντια στη Συνομοσπονδία θα οδηγούσε και τις υπόλοιπες πολιτείες που υποστήριζαν την δουλεία να ενταχθούν σε αυτήν και ενώ αναγνώριζε ότι δεν υπήρχε συνταγματική άδεια για μία πολιτεία να αποσχιστεί δεν μπόρεσε να βρει καμία συνταγματική άδεια για να εμποδίσει μια πολιτεία από αυτήν την πράξη.

Τα φρούρια του Τσάρλεστον[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φρούριο Σάμτερ

Αρκετά κτίρια είχαν κτιστεί στο λιμάνι του Τσάρλεστον συμπεριλαμβανομένου του φρουρίου Σάμτερ και του φρουρίου Μολτριέ, τα οποία δεν άνηκαν στις αρχικά πολιορκημένες ιδιοκτησίες. Το φρούριο Μολτριέ στα νησιά Σάλιβαν ήταν το παλαιότερο και αποτελούσε το αρχηγείο της φρουράς της Ένωσης. Πάραυτα είχε σχεδιαστεί ως αποβάθρα όπλων για την άμυνα του λιμανιού και έτσι η άμυνα του εναντίων χερσαίων επιθέσεων ήταν ασθενής. Ο Άντερσον διορίστηκε ως υπεύθυνος της φρουράς της Ένωσης η οποία διαλύθηκε λόγω ισχυρής έντασης. Ήταν ντόπιος του Κεντάκι και προστατευόμενος του Γουίνφιλντ Σκοτ του βασικού στρατηγού του στρατού και έτσι θεωρήθηκε ως πλέον υπεύθυνος να ελέγξει μία κρίση από τον προηγούμενο υπεύθυνο Τζων Γκάρντερ ο οποίος ήταν κοντά στην συνταξιοδότηση. Ο Άντερσον είχε υπηρετήσει στο φρούριο Μολτριέ και ο πατέρας του είχε αμυνθεί το φρούριο ενάντια των Άγγλων κατά τη διάρκεια του Πόλεμου της Αμερικάνικης Ανεξαρτησίας. Το φθινόπωρο οι τοπικές αρχές της Νότας Καρολίνας θεωρούσαν την απόσχιση και εκμετάλλευση ομοσπονδιακής ιδιοκτησίας στο λιμάνι αναπόφευκτη. Οι εντάσεις οξύνθηκαν και η κατάσταση έπαιρνε την μορφή πολιορκίας στο σημείου που οι αρχές της Νότιας Καρολίνας έστειλαν πλοία να παρακολουθούν τις κινήσεις των στρατευμάτων και απείλησαν με βία μόλις σαράντα τουφέκια μεταφέρθηκαν σε ένα φρούριο του λιμανιού από το οπλοστάσιο της Ένωσης της πόλης.

Σε αντίθεση με το Μολτριέ το Φρούριο Σάμτερ κυριαρχούσε την είσοδο για το λιμάνι του Τσάρλεστον και ενώ η κατασκευή του δεν είχε ολοκληρωθεί είχε σχεδιαστεί για να γίνει ένα από τα ισχυρότερα φρούρια στον κόσμο. Το φθινόπωρο του 1860 η κατασκευή του είχε σχεδόν ολοκληρωθεί αλλά την φρουρά του αποτελούσαν ένας φύλακας φάρου και μία μικρή ομάδα εργατών. Με την κάλυψη του σκοταδιού στις 26 Δεκεμβρίου έξι ημέρες αφού η Νότια Καρολίνα είχε επισημοποιήσει την απόσχιση της από την Ένωση ο Άντερσον εγκατέλειψε το φρούριο Moultrie και διέταξε τους άνδρες του να ετοιμάσουν τα όπλα, να κάψουν τις άμαξες και κρυφά μετατόπισε την διοίκηση του μέσω μικρών βαρκών στο Σάμτερ.[4]

Ο πρόεδρος Μπιουκάναν και το «Αστέρι της Δύσης»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αρχές της Νότιας Καρολίνας θεώρησαν τις κινήσεις του Άντερσον ως ρήξη της πίστης τους. Ο κυβερνήτης της πολιτείας Φράνσις Πίκενς πίστευσε ότι ο πρόεδρος Μπιουκάναν είχε κάνει αυτονόητες υποσχέσεις ότι θα άφηνε το φρούριο Σάμτερ ανέγγιχτο γεγονός που του προκάλεσε του προκάλεσε πολιτική ντροπή λόγω της εμπιστοσύνης του για τον πρόεδρο. Ο Μπιουκάναν ένας διπλωμάτης πολιτικός είχε χρησιμοποιήσει δεξιοτεχνικά ασαφή γλώσσα και είχε υποσχεθεί ότι δεν θα το πολιορκούσε «αμέσως». Από την άλλη ο Άντερσον απλώς μετακινούσε την φρουρά του από την μία περιοχή κάτω από την κατοχή του στην άλλη. Είχε λάβει τις εξής διαταγές από το τμήμα πολέμου στις 11 Δεκεμβρίου γραμμένες από τον Ντον Κάρλος Μπουέλ βοηθό υπασπιστή του στρατού της Ένωσης:
«...Θα επιχειρήσεις να φέρεις στην κατοχή σου όλα τα φρούρια του λιμανιού και σε περίπτωση αντίστασης να πολεμήσεις μέχρι το έσχατο σημείο. Το μέγεθος της φρουράς σου δεν θα σε εμποδίσει να καταλάβεις τουλάχιστον ένα από τα τρία φρούρια. Μία επίθεση ή απόπειρα κατοχής ενός από αυτά θα θεωρηθεί ως πράξη εχθρότητας και για αυτό τον λόγο πρέπει να επιχειρήσεις να καταλάβεις αυτό με την ισχυρότερη αντίσταση....»[5]
Ο κυβερνήτης Πίκενς διέταξε ότι όλες οι ομοσπονδιακές θέσεις εκτός του φρουρίου Σάμτερ επρόκειτο να πολιορκηθούν. Πολιτειακά στρατεύματα κατέλαβαν το φρούριο Μολτριέ, το φρούριο Τζόνσον και την πυροβολαρχία στο νησί Μόρρις. Στις 27 Δεκεμβρίου μία ομάδα εφόδου 150 ανδρών κατέλαβαν το κάστρο Πίνκνει στο λιμάνι στην κάτω περιοχή του Τσάρλεστον αιχμαλωτίζοντας 24 άνδρες χωρίς αιματοχυσία. Στις 30 Δεκεμβρίου το ομοσπονδιακό οπλοστάσιο του Τσάρλεστον ήρθε στον έλεγχο της Πολιτείας γεγονός που οδήγησε στην απόκτηση 22.000 όπλων από την εθνοφρουρά. Η Συνομοσπονδία έκαναν άμεσες επισκευές στο φρούριο Moultrie και δεκάδες νέα πυροβολικά και αμυντικές περιοχές δημιουργήθηκαν στην περιοχή του λιμανιού συμπεριλαμβανομένου ενός ασυνήθιστου πλεούμενου πυροβολικού ενισχυμένο με όπλα απο το κατεχόμενο οπλοστάσιο.

Ο πρόεδρος Μπιουκάναν εξεπλάγην δυσάρεστα από τις κινήσεις του Άντερσον στο φρούριο Σάμτερ χωρίς να ξέρει για την εξουσιοδότηση που του είχε δοθεί. Παρόλα αυτά αρνήθηκε να εγκαταλείψει το λιμάνι του Τσάρλεστον. Μιας και οι προμήθειες της φρουράς την Ένωσης ήταν περιορισμένες Ο Μπιουκάναν εξουσιοδότησε μία βοηθητική εκστρατεία παροχής προμηθειών,όπλων και 200 στρατιωτών. Η αρχική του πρόθεση ήταν να στείλει το «USS Μπρούκλιν» αλλά ανακαλύφθηκε ότι η Συνομοσπονδία είχε βυθίσει μερικά ερημωμένα πλοία για να εμποδίζουν τον δρόμο για το Τσάρλεστον και έτσι δεν στάλθηκε το «Μπρούκλιν» λόγω του μεγέθους του. Αντίθετα θεωρήθηκε συνετό να σταλθεί ένα άοπλο εμπορικό πλοίο, «Το αστέρι της Δύσης»,που ίσως φαινόταν λιγότερο προκλητικό στην Συνομοσπονδία. Καθώς πλησίαζε στην είσοδο του λιμανιού το «Αστέρι της Δύσης» πυρπολήθηκε από ναύτες από το στρατιωτικό πανεπιστήμιο της πολιτείας και έτσι ανάγκασαν το πλοίο να αποσυρθεί.

Προετοιμασίες για πόλεμο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι συνθήκες στο φρούριο Σάμτερ ήταν δύσκολες τον χειμώνα του 1860-61. Οι μερίδες ήταν ανεπαρκής και τα καύσιμα για την θέρμανση λίγα. Η φρουρά της ένωσης δούλευε πολύ σκληρά για να καταφέρει να προετοιμάσει σωστή άμυνα για τυχόν επίθεση της Συνομοσπονδίας. Το 1861 λόγω έλλειψης χρημάτων μόνο το 90% του φρουρίου ήταν ικανό να αντέξει μία επίθεση. Η φρουρά του Άντερσον αποτελούνταν από μόλις 80 άνδρες,68 βαθμοφόροι αξιωματικούς και 48 εργάτες.

Τον Απρίλιο η Ένωση είχε προετοιμάσει 60 όπλα αλλά δεν είχε αρκετούς άνδρες για να τα διαχειριστούν. Το φρούριο αποτελούνταν από τρεις ορόφους με εσοχές για τοποθέτηση όπλων. Ο δεύτερος όροφος έμεινε χωρίς εφοδιασμό. Η πλειοψηφία των όπλων βρίσκονταν στον πρώτο όροφο στην επάνω μεριά και στο κέντρο. Δυστυχώς για τους αμυνόμενους το φρούριο είχε σχεδιαστεί για την άμυνα του λιμανιού οπότε τα όπλα στόχευαν κυρίως τον Ατλαντικό και όχι περιοχές γύρω από το φρούριο και μέσα στο λιμάνι.

Τον Μάρτιο ο Μπέρενγκαρντ ανέλαβε την διοίκηση της πολιτειακής φρουράς της Νότιας Καρολίνας στο Τσάρλεστον. Στις 1 Μαρτίου ο πρόεδρος Τζέφερσον Ντέιβις τον είχε διορίσει ως βασικό στρατηγό της Συνομοσπονδίας ειδικά για να πάρει την αρχηγία στην πολιορκία του φρουρίου Σάμτερ. Ο Μπέρενγκαρντ απαιτούσε συνεχώς για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα να παραδοθούν ή να υποχωρήσουν ότι κανένας εφοδιασμός δεν θα μπορούσε να διατεθεί στους αμυνόμενους από εντός της πόλης το φαγητό των οποίων άρχισε να τελειώνει. Επίσης άνοιξε οπές μεταξύ της εθνοφρουράς εκπαιδεύοντας τον κόσμο να χρησιμοποιεί τα όπλα με τα οποία ήταν επανδρωμένοι. Όλη την διάρκεια του Μάρτη και οι δύο πλευρές αφιέρωσαν χρόνο στην ενίσχυση των δυνάμεων τους. Εκείνη την περίοδο η Ομοσπονδία είχε στην διάθεση της 6.000 άνδρες στην περιοχή συμπεριλαμβανομένου ηλικιωμένων και νέων αγοριών.[6]

Αποφάσεις για πόλεμο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αβραάμ Λίνκολν σε γραμματόσημο

Στις 4 Μαρτίου 1861 ο Αβραάμ Λίνκολν έγινε ο νέος πρόεδρος της Ένωσης. Λίγες μέρες μετά την αρχή της θητείας του ήρθε αντιμέτωπος με ένα μεγάλο πρόβλημα από το Τσάρλεστον. Ο Άντερσον σε επιστολή του δήλωνε πως είχαν αρκετό φαγητό μόνο για έξι εβδομάδες. Μία παρόμοια κρίση με αυτή στο Φορτ Σάμτερ υπήρχε και στην Πενσακόλα στην Φλόριντα όπου η Συνομοσπονδία απειλούσε άλλο ένα φρούριο της Ένωσης το φρούριο Πίκενς. Ο Λίνκονλ και το υπουργικό συμβούλιο ήρθαν αντιμέτωποι με το αν θα έπρεπε να ενισχύσουν ή να εκκενώσουν το φρούριο και πως. Ήταν ανήσυχοι και για το τι είδους προβλήματα θα προκαλούσαν οι αποφάσεις τους και το ποίος θα θεωρούνταν ως επιθετικός. Παρόμοια προβλήματα υπήρχαν και στην Συνομοσπονδία.

Μετά τον επίσημο σχηματισμό της Συνομοσπονδίας των Ηνωμένων Πολιτειών υπήρχε απορία για το αν το θέμα του φρουρίου θα έπρεπε να αφορά αποκλειστικά την Νότια Καρολίνα η την προσφάτως ιδρυμένη πρωτεύουσα του Μοντγκόμερι. Ο κυβερνήτης Πίκενς είχε την άποψη ότι κάθε ιδιοκτησία και κτίριο εντός της γεωγραφικής περιοχής της Νότιας Καρολίνας θα έπρεπε να ανήκει στην αρχή της πολιτείας μετά την αναγνώριση της ως αυτόνομη πολιτεία. Η απορία για το ποιος ήταν ο πραγματικός επιθετικός της υπόθεσης οξύνθηκαν με τους προέδρους Λίνκολν και Ντέιβις να υποστηρίζουν τις μεριές τους. Η πραγματική ανησυχία μεταξύ των πολιτειών ήταν ότι η μεριά που θα ξεκινούσε την επίθεση θα φαινόταν ως επιθετική και συνεπώς θα έχανε πολιτική υποστήριξη από άλλες πολιτείες σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας. Πριν την εκλογή του Λίνκολν πέντε πολιτείες είχαν ψηφίσει κατά της απόσχισης συμπεριλαμβανομένου της Βιρτζίνια και ο Λίνκολν ανοιχτά δήλωσε υπέρ της εκκένωσης του φρουρίου σε περίπτωση που αυτό εξασφάλιζε την πίστη της πολιτείας.

Ο Νότος έστειλε ομάδα αντιπροσώπων στην Ουάσινγκτον η οποία πρότεινε χρηματική αποζημίωση για τα κτίρια εντός της Νότιας Καρολίνας και υπογραφή συνθήκης ειρήνης με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Λίνκολν αρνήθηκε κάθε είδους συνεργασία με την Συνομοσπονδία καθώς κάθε διπλωματική πράξει με αυτή θα την αναγνώριζε ως αυτόνομο κράτος.

Στις 4 Απριλίου η κατάσταση εφοδιασμού του φρουρίου έγινε κρίσιμη.Ο πρόεδρος Λίνκολν όρισε μία υποστηρικτική φρουρά ηγουμένη από τον πλοίαρχο Γκουστάβους Φοξ ο οποίος πρότεινε ένα σχέδιο νυχτερινής κρυφής αποβίβασης μικρότερων από το Αστέρι της Δύσης πλοιαρίων. Ο Φοξ είχε διαταγές μόνο να μεταφέρει εφόδια και σε περίπτωση επιπλοκής με την Συνομοσπονδία να χρησιμοποιήσει όπλα. Αυτή την φορά ο Άντερσον ήταν ενημερωμένος για την απόβαση αλλά όχι για την ημερομηνία της. Στις 6 Απριλίου ο κυβερνήτης Πίκενς ενημερώθηκε από τον πρόεδρο Λίνκολν ότι μία προσπάθεια εφοδιασμού θα γίνει και ότι δεν θα χρησιμοποιηθούν όπλα παρά μόνο σε περίπτωση επιπλοκών

Η ενημέρωση αυτή έγινε στον κυβερνήτη της πολιτείας και όχι στον Πρόεδρο της Συνομοσπονδίας τον οποίο δεν αναγνώριζε. Ο Πίκενς συμβουλεύτηκε τον τοπικό ομοσπονδιακό διοικητή Μπέρινγκαρντ. Μόλις ο πρόεδρος Ντέιβις ενημερώθηκε διέταξε τον Beauregard να απαιτήσει την παράδοση του φρουρίου και αν δεν γίνει αποδεκτή να επέμβει. Η ομάδα αντιπροσώπων της Συνομοσπονδίας συγκάλεσε συνέδριο στο Μοντγκόμερι και υποστήριξε την απόφαση στις 9 Απριλίου. Ο μόνος που διαφώνησε ήταν ο Υπουργός της Προεδρίας της Κυβέρνησης την Συνομοσπονδίας ο οποίος επανειλημμένα δήλωσε ότι: «...η επίθεση θα μας στερήσει από κάθε φίλο στον Βορρά. Θα χτυπήσετε την φωλιά μίας αγριομέλισσας και οι μέλισσες θα σας ρουφήξουν το αίμα και θα σας σκοτώσουν. Δεν είναι αναγκαίο,μας δείχνει ως επιθετικούς. Είναι θανάσιμο....»[7]

Ο Μπέρινγκερ τους υπαρχηγούς του Τζέιμς Τσέσνατ, Τζέιμς Κίσλομ και τον λοχαγό Στέφεν Λι στο φρούριο για να επιδώσουν το τελεσίγραφο. Ο Άντερσον αρνήθηκε: « Θα περιμένω τον πρώτο πυροβολισμό και αν δεν μας χτυπήσετε με πυρομαχικά θα πεθάνουμε από την πείνα.»
Οι υπαρχηγοί επέστρεψαν στον Μπέρινγκαρντ και του μετέφεραν το μήνυμα. Στη μία το μεσημέρι της ενδέκατης Απριλίου ο Μπέρινγκαρντ απάντησε:«Εάν ορίσετε την ώρα που θα εγκαταλείψετε το φρούρια και δεν χρησιμοποιήσετε όπλα στο ενδιάμεσο δεν θα πάθει κανείς κακό.» Αφού συμβουλεύτηκε τους ανώτερους αξιωματικούς ο Άντερσον απάντησε ότι θα εγκατέλειπε το φρούριο μέχρι το μεσημέρι της 15ης Απριλίου εκτός και αν λάμβανε άλλες οδηγίες από την κυβέρνηση του η άλλες προμήθειες. Ο υπαρχηγός Τσέσνατ έγραψε μία άλλη επιστολή που παρέδωσε στον Άντερσον στην οποία έγραφε:« Κύριε,μέσω του στρατηγού Μπέριγκαρντ ο οποίος διευθύνει την πολιτειακή φρουρά της Συνομοσπονδιακής πολιτείας της Νότιας Καρολίνας σας ενημερώνω ότι δεν θα επιτεθούμε με πυροβολικά στο φρούριο για διάστημα μίας ώρας από τώρα.» Ο Άντερσον συνόδευσε τους απεσταλμένους στις βάρκες έσφιξε τα χέρια τους και δήλωσε :«Εάν δεν ξανασυναντηθούμε ποτέ σε αυτόν τον κόσμο ο Θεός θα μας βάλει μαζί στον επόμενο. »[8]

Βομβαρδισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κανονιοβολισμός του φρουρίου

Στις 4:30 π.μ της 12ης Απριλίου ο Χένρι Φάρλει ακολουθώντας τις διαταγές του Τζορτζ Τζέιμς έριξε την πρώτη σφαίρα από το φρούριο Τζόνσον. Ο πρώτος πυροβολισμός ήταν το σημάδι για τα 43 βαριά πυροβόλα που βρίσκονταν στο φρούριο Τζόνσον, στο φρούριο Μουλτριέ, στο πλωτό πυροβολικό και στο Κάμινγκς Πόιντ, να αρχίσουν την επίθεση. Ο Άντερσον σήμανε πυρ το πρωί. Λόγω της έλλειψης στρατιωτών δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί και τα 60 κανόνια του φρουρίου. Οι ελλείψεις πρώτων υλών και τροφίμων ήταν πολλές. Το Σάμτερ αν και λιθοδομή είχε μέσα εσωτερικά ξύλινα δωμάτια. Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκε η Συνομοσπονδία που βομβάρδισε αυτές τις περιοχές με βολίδες με φωτιά. Το κτήριο άρπαξε φωτιά η οποία εξαπλώθηκε. Μετά από αρκετή ώρα συνεχών βομβαρδισμών το Σάμτερ σταμάτησε να εκτοξεύει.

Παράδοση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σημαία του φρουρίου

Ο ιστός της σημαίας της Ένωσης χτυπήθηκε και έπεσε στη 1 μ.μ της 13ης Απριλίου δημιουργώντας αμφιβολίες μεταξύ των Συνομόσπονδων για το αν το φρούριο ήταν έτοιμο να παραδοθεί. Ο Λούις Γιγκφολ πρώην γερουσιαστής παρακολουθούσε την μάχη και αποφάσισε ότι όλα έδειχναν ότι το φρούριο είχε υποστεί αρκετή τιμωρία. Έτσι επιβιβάστηκε σε μία μικρή βάρκα και από το νησί Μόρρις κρατώντας ένα λευκό μαντήλι από το ξίφος του αποφεύγοντας τις βολές από τα γύρω φρούρια. Συναντώντας τον Άντερσον είπε: «Υπερασπιστήκατε την σημαία σας με τιμή κύριε. Έχετε κάνει ότι περνούσε από το χέρι σας και ο στρατηγός Μπέρινγκαρντ επιθυμεί να σταματήσει αυτή η μάχη. Με τι όρους κύριε Άντερσον θα εκκενώσετε το φρούριο;» Ο Άντερσον ενθαρρύνθηκε με το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε η λέξη εκκενώσετε και όχι παραδώσετε. Δεν είχε αρκετό εξοπλισμό η φωτιά είχε εξαπλωθεί παντού και οι άντρες του ήταν πεινασμένοι και εξουθενωμένοι. Ικανοποιημένος που υπερασπίστηκε το φρούριο με τιμή ο Άντερσον στις 2 συμφώνησε να συνάψει ανακωχή.

Το φρούριο Σάμτερ ύψωσε το λευκό μαντήλι καθώς ο Γουίγκφολ επιβιβάστηκε στην βάρκα του και κατευθύνθηκε προς το νησί Μόρρις όπου τον υποδέχτηκαν ως ήρωα. Το μαντήλι εντοπίστηκε στο Τσάρλεστον και μία αντιπροσωπεία ανδρών από την Συνομοσπονδία που συμπεριλάμβανε εκπροσώπους του Μπέρινγκαρντ, του Στίφεν Λι, του Πόρσερ Μάιλ, ενός πρώην δημάρχου του Τσάρλεστον και του Ρότζερ Πράιορ επισκέφθηκαν το Σάμτερ χωρίς να γνωρίζουν για την προηγούμενη επίσκεψη του Γουίγκφολ. Ο Άντερσον εξοργίστηκε μόλις αυτοί οι εκπρόσωποι αρνήθηκαν την εξουσία του Γουίγκφολ λέγοντας ότι ο πρώην γερουσιαστής δεν είχε μιλήσει στον Μπέρινγκαρντ για δύο ημέρες και απείλησε να συνεχίσει το πυρ. Εντωμεταξύ ο ίδιος ο Μπέρινγκαρντ είδε το ανυψωμένο μαντήλι και έστειλε μία δεύτερη ομάδα αντιπροσώπων η οποία πρόσφερε ακριβώς τα ίδια μέτρα με αυτά του Γουίγκφολ ο οπότε τελικά οι πλευρές συμφώνησαν.

Τελικά η φρουρά της Ένωσης παραδόθηκε στις 14 Απριλίου. Κανένας από τις δύο πλευρές δεν πέθανε κατά την διάρκεια του βομβαρδισμού. Ο Άντερσον πήρε μαζί του την σημαία του φρουρίου η οποία έγινε σύμβολο για τους υποστηρικτές της Ένωσης.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Welcher, p. 699; Kennedy, p. 1.
  2. «Fort Sumter Battle Summary». National Park Service. Ανακτήθηκε στις 10 Μαρτίου 2011. 
  3. 3,0 3,1 «FORT SUMPTER FALLEN». New York Times. 15 Απριλίου 1861. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2015. 
  4. David Detzer : "Allegiance: Fort Sumter, Charleston, and the Beginning of the Civil War", 2001, Harcourt, σελ. 110 έως 120
  5. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαΐου 2011. Ανακτήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2018. 
  6. όπου και παρακάτω, σελ. 136-137
  7. Geoffrey Ward, Ken Burns, Ric Burns. «The Civil War, an Illustrated History» Νέα Υόρκη, 1990, Knopf, σελ. 38
  8. William C Davis: «Brother against Brother: The War Begins». 1983, Time-Life Books, σελ. 139 - 141
CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Battle of Fort Sumter της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).