Μάχη του Ρουσόκαστρου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Μάχη του Ρουσόκαστρου (βουλγαρικά: Битка при Русокастро‎‎) συνέβη στις 18 Ιουλίου 1332 κοντά στο χωριό Ρουσόκαστρο της Βουλγαρίας, ανάμεσα στους στρατούς του Βουλγαρικού βασιλείου και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το αποτέλεσμα ήταν μια βουλγαρική νίκη [1].

Η μάχη του Ρουσόκαστρου.

Το ιστορικό υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1328 ο Μιχαήλ Ασέν Γ΄ της Βουλγαρίας και και Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος, υπέγραψαν μυστική συνθήκη κατά της Σερβίας . Ενώ ο Μιχαήλ Ασέν Γ΄ πολεμούσε εναντίον των Σέρβων το 1330, οι Βυζαντινοί εισέβαλαν στη Θράκη και κατέλαβαν τις βουλγαρικές πόλεις της.

Το προανάκρουσμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Βυζαντινοί ήταν απροετοίμαστοι για πόλεμο. Η Αυτοκρατορία τους ήταν διαχωρισμένη από εμφύλια ταραχή και ο στρατός πολεμούσε εναντίον των Τούρκων στη Μικρά Ασία. Στο Βουλγαρικό βασίλειο, υπήρχαν επίσης εσωτερικοί αγώνες, αλλά ο νέος βασιλιάς Ιβάν Αλεξάνταρ γνώριζε ότι η αποφασιστική αντιπαράθεση με τη Ρωμανία δεν είχε έρθει ακόμη και αποφάσισε να βελτιώσει τις σχέσεις του με τους Σέρβους. Το 1332 συνήψε συνθήκη ειρήνης μαζί τους, που κράτησε μέχρι το τέλος του. Η συνθήκη κατοχυρώθηκε με έναν γάμο μεταξύ του Σέρβου βασιλιά Στέφανου Ντούσαν και της αδελφής του βασιλιά, Έλενας. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους, οι Ρωμαίοι συγκέντρωσαν στρατό και -χωρίς κήρυξη πολέμου- προχώρησαν προς τη Βουλγαρία, λεηλατώντας και λαφυραγωγώντας τα χωριά στον δρόμο τους.

Οι Ρωμαίοι κατέλαβαν αρκετά κάστρα, επειδή η προσοχή του Ιβάν Αλεξάνταρ ήταν στραμμένη στην καταπολέμηση της εξέγερσης του θείου του Μπελάουρ στο Βίντιν. Προσπάθησε να διαπραγματευτεί με τον εχθρό χωρίς επιτυχία. Ο βασιλιάς αποφάσισε να ενεργήσει γρήγορα και κατά τη διάρκεια πέντε ημερών το ιππικό του κάλυψε 230 χλμ. για να φτάσει στο Άιτο και να αντιμετωπίσετε τους εισβολείς.

Η μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιβάν Αλεξαντάρ είχε στρατό 8.000 ανδρών, ενώ οι Ρωμαίοι μόλις 3.000. Υπήρχαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο ηγεμόνων, αλλά ο Βούλγαρος βασιλιάς τις παρέτεινε σκόπιμα, επειδή περίμενε ενισχύσεις. Το βράδυ της 17ης Ιουλίου έφτασαν τελικά στο στρατόπεδό του 3.000 ιππείς και αποφάσισε να επιτεθεί στους Ρωμαίους την επόμενη ημέρα. Ο Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος δεν είχε άλλη επιλογή, από το να αποδεχτεί την αναμέτρηση. [2] Ο Ρωμαϊκός στρατός αποτελείτο από 16 μοίρες και έξι από αυτές αποτελούσαν το κέντρο. Η δεξιά πτέρυγα διοικούνταν από τον πρωτοστράτορα, η αριστερή πτέρυγα ήταν κάτω από τον μέγα παπία Αλέξιο Τζαμπλάκωνα και το κέντρο διοικούνταν προσωπικά από τον Αυτοκράτορα. Ο στρατός σχημάτισε ένα ευρύ μέτωπο σε δύο γραμμές με τις πλευρές τοποθετημένες πίσω από το κέντρο να σχηματίζουν ημισέληνο.

Η μάχη ξεκίνησε στις έξι το πρωί και συνεχίστηκε για τρεις ώρες. Οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να εμποδίσουν το βουλγαρικό ιππικό να τους περιβάλλει, αλλά ο ελιγμός τους απέτυχε. Το ιππικό κινήθηκε γύρω από την πρώτη Ρωμαϊκή γραμμή, αφήνοντάς το για το πεζικό και έπληξε το πίσω μέρος των πλευρών τους. Μετά από έναν άγριο αγώνα οι Ρωμαίοι ηττήθηκαν, εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης και κατέφυγαν στο Ρουσόκαστρο. Ο βουλγαρικός στρατός περικύκλωσε το φρούριο και το μεσημέρι της ίδιας ημέρας ο Ιβάν Αλεξαντάρ έστειλε απεσταλμένους για να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις. [3]

Οι συνέπειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μνημείο της μάχης του Ρουσοκάστρου.

Οι Βούλγαροι ανέκτησαν το χαμένο έδαφός τους στη Θράκη και ενίσχυσαν τη θέση του βασιλείου τους. Ο οκτάχρονος γιος και διάδοχος του Βούλγαρου βασιλιά, ο Μιχαήλ Ασέν (Δ΄) παντρεύτηκε την κόρη του Ανδρόνικου Γ΄, (Μαρία) Ειρήνη Παλαιολογίνα, εδραιώνοντας την ειρήνη μεταξύ των δύο κρατών.

Αυτή η μάχη θεωρήθηκε από τους μεσαιωνικούς Βούλγαρους ιστορικούς ως ένας μεγάλος θρίαμβος του βασιλιά Ιβάν Αλεξαντάρ. Αυτή ήταν η τελευταία μεγάλη μάχη μεταξύ της Βουλγαρίας και της Ρωμανίας, καθώς η αντιπαλότητά τους για επτά αιώνες για κυριαρχία στα Βαλκάνια έληγε σύντομα, μετά την πτώση των δύο επικρατειών στην οθωμανική κυριαρχία.

Το όνομα του Ρουσόκαστρου δόθηκε σε έναν βράχο στη βόρεια είσοδο στο στενό ΜακΦάρλαν στα νησιά Νότια Σέτλαντ, στην Ανταρκτική. Αυτός πήρε το όνομά του από τον «οικισμό και το μεσαιωνικό φρούριο του Ρουσόκαστρου στη νοτιο-ανατολική Βουλγαρία». [4]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Andreev, Y.· M. Lalkov (1996). The Bulgarian Khans and Tsars (στα Bulgarian). Veliko Tarnovo: Abagar. ISBN 954-427-216-X. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link) 954-427-216-Χ
  • Clifford Rogers, The Oxford Encyclopedia of Medieval Warfare and Military Technology: Vol. 1, Oxford University Press, 2010

Αναφορές σε πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Clifford Rogers, 2010, p.288
  2. John Kantakouzenos, Historia. GIBI, vol. Х, p. 270.
  3. John Kantakouzenos, Historia. GIBI, vol. Х, p. 272.
  4. Composite Gazetteer of Antarctica: Rusokastro Rock.