Κανόνας του Μπέργκμαν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο κανόνας του Μπέργκμαν στη ζωολογία είναι οικογεωγραφικός κανόνας που συσχετίζει το γεωγραφικό πλάτος με την μάζα σώματος των ζώων.[1] Γενικώς σύμφωνα με τον κανόνα, η μάζα σώματος των ατόμων ενός είδους αυξάνεται όσο αυξάνεται το γεωγραφικό πλάτος και το κλίμα γίνεται πιο κρύο, ή από άτομα στενά συγγενικών ειδών που διαφέρουν μόνο ως προς το μέγεθος, είναι αναμενόμενο το μεγαλύτερο είδος να βρίσκεται σε μεγαλύτερο γεωγραφικό πλάτος. Ο κανόνας πήρε το όνομά του από τον Γερμανό βιολόγο του 19ου αιώνα, Κρίστιαν Μπέργκμαν (Christian Bergmann), ο οποίος τον πρωτοδιατύπωσε το 1847. Ο κανόνας συχνά εφαρμόζεται μόνο σε θηλαστικά και πουλιά (ενδόθερμα), ωστόσο κάποιοι ερευνητές έχουν βρει στοιχεία για την εφαρμογή του κανόνα και σε εκτόθερμα ζώα.[2] Ο κανόνας του Μπέργκμαν είναι αμφιλεγόμενος και η εγκυρότητά του έχει αμφισβητιθεί,[3] ενώ υπάρχει διαφωνία ανάμεσα στους επιστήμονες για το αν ο κανόνας θα πρέπει να εφαρμόζεται στην ποικιλία εντός ενός είδους ή στην ποικιλία ανάμεσα σε διαφορετικά είδη.[1] Αν και έχουν προταθεί πολλοί μηχανισμοί για την εξήγηση του κανόνα δεν υπάρχει ξεκάθαρη εξήγηση για την ύπαρξη αυτού του μοτίβου.

Εξηγήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη εξήγηση, η οποία δόθηκε από τον Μπέργκμαν όταν πρωτοδιατύπωσε τον κανόνα, είναι ότι τα μεγαλύτερα ζώα έχουν μικρότερη αναλογία επιφάνειας προς όγκο από ότι τα μικρότερα, έτσι εκπέμπουν λιγότερη θερμότητα ανά μονάδα μάζας, και παραμένουν θερμότερα σε κρύα κλίματα. Από την άλλη, τα θερμότερα κλίματα επιβάλουν την αντίθετη αντιμετώπιση: η θερμότητα σώματος που παράγεται από τον μεταβολισμό πρέπει να εκλύεται γρήγορα παρά να αποθηκεύεται. Έτσι η μεγαλύτερη αναλογία επιφάνειας προς όγκο στα μικρότερα ζώα σε θερμά και ξηρά κλίματα διευκολύνει την απώλεια θερμότητας μέσω του δέρματος και βοηθά την ψύξη του σώματος.

Ωστόσο υπάρχουν κάποιες σημαντικές εξαιρέσεις ειδών με μεγάλη μάζα και μικρή αναλογία επιφάνειας-όγκου που διαβιούν σε θερμά κλίματα, όπως ο Αφρικανικός ελέφαντας. Σε αυτή την περίπτωση ενδέχεται να λειτουργούν παρόμοιες θερμορυθμιστικές βελτιστοποιήσεις, όπως η ομοιοθερμία της μάζας για την αντίσταση σε σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος στα θερμά κλίματα. Αναφέρεται ότι οι ελέφαντες βρίσκονται πιο συχνά στις σκιές όταν έχουν μικρά, τα οποία έχουν σημαντικά μεγαλύτερη αναλογία επιφάνειας-όγκου, και έτσι είναι πιο επιρρεπή σε αλλαγές της θερμοκρασίας τους εξαιτίας του περιβάλλοντος.[4]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Tim M. Blackburn; Kevin J. Gaston; Natasha Loder (1999). «Geographic Gradients in Body Size: A Clarification of Bergmann's Rule». Diversity and Distributions 5 (4): 165–174. 
  2. Miguel Á. Olalla-Tárraga, Miguel Á. Rodríguez, Bradford A. Hawkins (2006). «Broad-scale patterns of body size in squamate reptiles of Europe and North America». Journal of Biogeography 33 (5): 781–793. doi:10.1111/j.1365-2699.2006.01435.x. 
  3. Geist V (1987). «Bergmann's rule is invalid». Canadian Journal of Zoology 65 (4): 1035–1038. doi:10.1139/z87-164. https://archive.org/details/sim_canadian-journal-of-zoology_1987-04_65_4/page/1035. 
  4. Για παρόμοια επιχειρήματα με τις αναφορές, δείτε G.S. Paul (19 Νοεμβρίου 1996). «Thermoregulation in Land Giants (long)». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Φεβρουαρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2010. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Bergmann, Carl (1847). «Über die Verhältnisse der Wärmeökonomie der Thiere zu ihrer Grösse». Göttinger Studien 3 (1): 595–708. 
  • Roberts DF (1953). «Body weight, race and climate». American Journal of Physical Anthropology 11: 533–558. doi:10.1002/ajpa.1330110404. 
  • Roberts DF (1978). Climate and Human Variability (2nd έκδοση). Menlo Park, CA: Cummings. 
  • Ruff CB (1994). «Morphological adaptation to climate in modern and fossil hominids». Yearbook of Physical Anthropology 37: 65–107. doi:10.1002/ajpa.1330370605. 
  • Schreider E (1950). «Geographical distribution of the body-weight/body-surface ratio». Nature 165: 286. doi:10.1038/165286b0.