Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Άβελ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Άβελ
Λειτουργία στη Μονή Άβελ, παραμονή Δεκαπενταύγουστου
Χάρτης
Είδοςμοναστήρι
Γεωγραφικές συντεταγμένες39°56′40″N 20°32′56″E
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Πωγωνίου
ΤοποθεσίαΒήσσανη Ιωαννίνων
ΧώραΕλλάδα
Έναρξη κατασκευής1760
Προστασίαδιατηρητέο κτήριο στην Ελλάδα[1]
Commons page Πολυμέσα

Η Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Άβελ, ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης.[2]

Είναι ένα ιστορικό μοναστήρι που ιδρύθηκε το έτος 1760, αξιοσημείωτης πολιτισμικής αξίας και βρίσκεται έξω από το χωριό Βήσσανη στο Πωγώνι του νομού Ιωαννίνων.

Ίδρυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη ίδρυσή της πιθανολογείται ότι έγινε από μοναχούς της παρακείμενης μονής «Γιουρχάν»,  οι οποίοι, αφού την εγκατέλειψαν λόγω επιδρομών, ίδρυσαν την μονή Άβελ.

Η επωνυμία της, κατά την επικρατέστερη άποψη, οφείλεται σε κάποιον γαιοκτήμονα Άβελη, ο οποίος χρηματοδότησε την ανακαίνισή της, λίγο πριν το 1770.

Η μονή διέθετε μεγάλη κτηματική περιουσία και συντηρούσε μεταξύ των άλλων και τοπικά σχολεία.

Έτος οικοδομήσεως του καθολικού (κυρίως ναού) και ίδρυσης, της μονής, είναι το 1760 όπως αναγράφεται στην κτητορική επιγραφή εντός του, ενώ ιστορήθηκε (αγιογραφήθηκε) το 1770.

Η μονή διαλύθηκε (έμεινε άδεια από μοναχούς) πριν από την απελευθέρωση της Ηπείρου το 1912-13 και το έτος 1934 υπάχθηκε ως μετόχι στην Ιερά Μονή Μακραλέξη.

Κατά τον Σπύρο Στούπη η Μονή Άβελ χτίστηκε λίγο πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453), καταστράφηκε σε άγνωστη εποχή και ξαναχτίστηκε το 1770. Σύμφωνα με μια ανορθόγραφη επιγραφή, η οποία υπάρχει στο υπέρθυρο της δυτικής πλευράς του κυρίως ναού, το μοναστήρι χτίστηκε εκ βάθρων το έτος 1770:

«ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΟΥ ΚΕ ΥΣ(Τ)ΟΡΙΘΗ Ο ΘΗΟC ΚΕ ΠΑΝCΕΠΤΟC (ΝΑΟC) ΟΥΤΟC ΤΗC ΥΠΕΡΑΓΙΑC ΕΝΔΟΞΟΥ ΔΕΣΠΗΝΗΣ ΗΜΩΝ Θ(Ε)ΟΤΟΚΟΥ ΚΕ Α / ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑC ΑΒΕΛΗ ΟΝΟΜΑΤΗ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟC / Κ(UΡΙΟ)U ΠΑUCΙΟΥ ΚΕ ΔΗΑ CΙΝΔΡΟΜΗC ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ UΕΡΟΜΟΝΑΧΟU / ΗΓΟΥΜΕΝΟU CΕΡΑΦΙΜ ΗΕΡΟΜΟΝΑΧΟU ΘΕΟΦΑΝΗ / ΗΕΡΟΜΟΝΑΧΟU – ΚΕ ΔΗΑ ΕΞΟΔΟΥ ΔΕΟΝΗCΙΟU UΕΡΟΜΟΝΑΧΟU / ΤΟU ΠΟΤΕ ΗΓΟUΜΕΝΟU ΔΙΑ ΧΙΡΟC ΚΟΝSΑΝΤΗΝΟU – ΜΙΧΑΗΛ – ΜΙΧΑΙΛ ΚΟΜΗC ΧΙΟΝΑΔΟΥC / κατά του 1770 Uουνίου 25»

ήτοι: «Ανηγέρθη εκ βάθρων και ιστορήθη ο θείος και πάνσεπτος (ναός) ούτος της Υπεραγίας Ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, Άβελη ονόματι, αρχιερατεύοντος Κυρίου Κυρίου Παϊσίου και διά συνδρομής Νικοδήμου ιερομονάχου, ηγουμένου Σεραφείμ ιερομονάχου, Ανθίμου ιερομονάχου, Θεοφάνη ιερομονάχου και διά εξόδων Διονυσίου Ιερομονάχου του ποτέ ηγουμένου. (Ιστορήθη) διά χειρός Κωνσταντίνου και Μιχαήλ Μιχαήλ εκ κώμης Χιονάδων κατά το 1770 Ιουνίου 25».[3]

Ονομασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιωάννης Λαμπρίδης γράφει ότι η Μονή Άβελ πήρε την ονομασία από τον ιδρυτή της: «Η της Βησσάνης (μονή) η επιλεγομένη Άβελ, ίσως (έλαβε την ονομασίαν) εκ του κτίτορος αυτής…»

Με τον Ιωάννη Λαμπρίδη συμφωνεί και ο Βησσανιώτης ιστοριοδίφης Σπύρος Στούπης: «Η Μονή Άβελ πήρε το όνομά της από κάποιον γαιοκτήμονα Άβελη ή Αβελή, ο οποίος χρηματοδότησε την ανέγερσή της».

Ο πλούσιος κτήτωρ πρέπει να αναζητηθεί στον αυτοκράτορα της Ρωσίας Αλέξανδρο τον Παύλου, ο οποίος στις 25 Οκτωβρίου 1753 καθιέρωσε με χρυσόβουλο να δίνεται ετήσια επιχορήγηση από 35 μέχρι 45 ασημένια ρούβλια το χρόνο σε κάθε μία από τις Μονές Γιουρχάν, Άβελ, Προδρόμου (Φραστανών) και Μολυβδοσκεπάστου για τη σωτηρία της ψυχής του.

Είναι πιθανόν οι δύο παραπάνω εκδοχές να μην ευσταθούν και η Μονή Βήσσανης να πήρε την ονομασία της από κάποιον ηγούμενο που την ίδρυσε και έφερε το εβραϊκό όνομα του αδικοσκοτωμένου αδελφού του Κάιν, Άβελ.

Τέλος, πρέπει να αναφερθεί και η εκδοχή που πρεσβεύει ότι η ονομασία έχει αρχαιοελληνική προέλευση. Σύμφωνα μ’ αυτή την εκδοχή η Μονή Άβελ είναι χτισμένη στη θέση όπου βρισκόταν κατά την αρχαιότητα ναός του θεού Ηλίου, που έφερε το λατρευτικό τίτλο Αβέλιος: «Αβέλιος, ο Ήλιος» (Ησύχιος).

Διατηρητέο μνημείο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορικό και διατηρητέο μνημείο ανακηρύχθηκε με την ΥΑ34283/1044/20-5-1947 - ΦΕΚ 95/Β/9-7-1947 απόφαση της αρχαιολογικής υπηρεσίας Ιωαννίνων.[4]

Σημερινή κατάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εσπερινός στις 14 Αυγούστου

Σήμερα σώζονται το καθολικό με τις τοιχογραφίες σε πολύ καλή κατάσταση, το ξυλόγλυπτο επίχρυσο τέμπλο της, χωρίς τις πρωτότυπες εικόνες αφού αυτές έχουν κλαπεί κατά τα παρελθόντα έτη και ένα μέρος της παλαιάς οχύρωσης.

Επίσης έχει ανακατασκευαστεί, σύμφωνα με την αρχιτεκτονική της μονής, και ένα τμήμα κελιών με δεξαμενή - στέρνα για τη συλλογή ομβρίων υδάτων.

Στις μέρες μας καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για την αναγέννηση της μονής, τόσο για την ανάδειξη του μνημείου όσο και για την ανακαίνιση - εξωραϊσμό, επισκευή και επέκταση των υφιστάμενων εγκαταστάσεων ώστε να αποτελέσει για την περιοχή πολιτισμικό και πνευματικό κέντρο.

Στις 14 Αυγούστου τελείται στην Μονή ο μέγας πανηγυρικός εσπερινός μετ’ αρτοκλασίας για την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου,

Το καθολικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο τρούλος του καθολικού

Το καθολικό είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα ηπειρώτικης μοναστηριακής αρχιτεκτονικής. Ανήκει στον τύπο του εγγεγραμμένου σταυροειδούς ναού, αθωνίτικου τύπου, με τρίπλευρους πλάγιους χορούς στη νότια και βόρεια πλευρά

Ο τρούλος κοσμείται με τυφλά αψιδώματα και μία οδοντωτή ταινία. Στην ανατολική πλευρά εξέχει πεντάπλευρη αψίδα (κόγχη του ιερού) και στη νοτιοδυτική γωνία υπάρχει μεταγενέστερο κωδωνοστάσιο εφαπτόμενο στον εσωτερικό νάρθηκα (πρόναο).[5]

Η αγιογράφηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο εσωτερικό ο ναός κοσμείται με τοιχογραφίες του 1770, των ζωγράφων Κωνσταντίνου και Μιχαήλ από τους Χιονιάδες Ιωαννίνων, οι οποίοι έδρασαν το 18ο αιώνα στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Δυτική Μακεδονία.[6]

Οι τοιχογραφίες διατηρούνται σε αρκετά καλή κατάσταση και είναι πλούσιες τόσο σε θεματικό περιεχόμενο όσο και σε διάκοσμο, καλύπτοντας όλες τις εσωτερικές επιφάνειες του καθολικού με παραστάσεις και εικόνες αγίων.[7]

Το τέμπλο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ξυλόγλυπτο τέμπλο της Μονής

Το τέμπλο του ναού είναι νεότερο και η χρονολογία του ανάγεται στο 19ο αιώνα.

Είναι επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο με διάτρητο σκάλισμα και φυτικό διάκοσμο ενώ στο άνω μέρος κοσμείται από τέσσερα περιστέρια και έναν ευμεγέθη εσταυρωμένο.

Παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με το τέμπλο του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου στη Βήσσανη, ώστε να θεωρούνται έργα των ίδιων καλλιτεχνών.

Οι δεσποτικές εικόνες απουσιάζουν και έχουν αντικατασταθεί.

Το ηγουμενείο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σήμερα από το αρχικό μοναστηριακό συγκρότημα σώζεται μόνο το καθολικό ενώ το ηγουμενείο είναι σύγχρονο, ανακατασκευασμένο στα ερείπια της μονής και σύμφωνα με την αρχιτεκτονική παράδοση των μοναστηριών της Ηπείρου.

Διαθέτει δύο κελιά, μικρό αρχονταρίκι - μαγειρείο, ενώ από κάτω υπάρχει η στέρνα για τα όμβρια ύδατα και άλλοι βοηθητικοί χώροι.

Παραπλεύρως του ηγουμενείου σώζονται μέχρι σήμερα τα ερείπια των υπόλοιπων εγκαταστάσεων της μονής όπως κελιά, αρχονταρίκι κ.α. τα οποία εν καιρώ πρόκειται να ανακατασκευαστούν για να εξυπηρετήσουν της ανάγκες της μονής και των προσκυνητών της.

Τοποθεσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μονή βρίσκεται κοντά στον οικισμό της Βήσσανης, σε απόσταση 1.500 μέτρων από την πλατεία του χωριού, στο δρόμο που οδηγεί από τη Βήσσανη στα Φραστανά (Κάτω Μερόπη).

Η έκταση που περιβάλλει την μονή είναι καταπράσινη δασώδης περιοχή που ονομάζεται «Μοναστήρια», πλούσια σε βλάστηση και βελανιδιές. Μέσα στην έκταση της μονής και επάνω στον επαρχιακό δρόμο βρίσκεται το παρεκκλήσιο του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου το οποίο αποτέλεσε το πρώτο καθολικό της προτού μεταφερθεί στο σημείο που βρίσκεται σήμερα και λάβει το νέο προσωνύμιο από μονή «Γιουρχάν» σε «Άβελ».

Φωτογραφίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]