Η ποντικοπαγίδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η ποντικοπαγίδα
Το θέατρο St Martin's στο Λονδίνο
ΣυγγραφέαςΑγκάθα Κρίστι
ΤίτλοςThe Mousetrap
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1952
Ημερομηνία δημοσίευσης1947
Μορφήθεατρικό έργο
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η ποντικοπαγίδα (αγγλικός τίτλος: The Mousetrap) είναι θεατρικό έργο της Αγκάθα Κρίστι με αστυνομική πλοκή. Παίζεται καθημερινά στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου από τις 25 Νοεμβρίου 1952, με διακοπές λόγω της πανδημίας του COVID-19,[1] και είναι η μακροβιότερη παράσταση στον κόσμο.[2]

Καθώς διαδίδονται τα νέα για έναν φόνο στο Λονδίνο, μια ομάδα επτά αγνώστων βρίσκεται αποκλεισμένη από τη χιονοθύελλα σε έναν απομακρυσμένο ξενώνα στην εξοχή. Όταν φτάνει ένας αστυνομικός, πληροφορούνται με τρόμο ότι ένας δολοφόνος βρίσκεται ανάμεσά τους. Ένας ένας, οι ύποπτοι αποκαλύπτουν το παρελθόν τους καθώς ο αστυνομικός αναζητά τον δολοφόνο. [3]

Το έργο έχει μεταφραστεί σε 50 γλώσσες και παίζεται σε όλο τον κόσμο με τεράστια επιτυχία. Στην Ελλάδα ανέβηκε το 1963 από τον θίασο του Δημήτρη Παπαμιχαήλ, σε σκηνοθεσία Μήτσου Λυγίζου, σκηνογραφία Γιώργου Ανεμογιάννη και μετάφραση της Δέσπως Διαμαντίδου.[4]Οι παραστάσεις συνεχίζονται μέχρι την εποχή μας. [5]

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Η Ποντικοπαγίδα αρχικά δημιουργήθηκε ως ραδιοφωνικό έργο. Η βασίλισσα Μαρία ρωτήθηκε σε μια συνέντευξη το 1947 τι θα ήθελε για τα γενέθλιά της αν ήταν ελεύθερη να επιλέξει και απάντησε: «Ένα έργο της Αγκάθα Κρίστι». Η Αγκάθα Κρίστι έγραψε προς τιμήν της το ραδιοφωνικό έργο Τρία τυφλά ποντίκια. Η εικοσάλεπτη ραδιοφωνική παράσταση μεταδόθηκε από το BBC στις 26 Μαΐου 1947, στα 80ά γενέθλια της βασίλισσας. Ο τίτλος αναφέρεται σε ένα γνωστό παιδικό τραγούδι που τραγουδούσε ο δολοφόνος.
  • Η Αγκάθα Κρίστι αργότερα μετέτρεψε το ραδιοφωνικό έργο σε μικρό αστυνομικό μυθιστόρημα και στη συνέχεια σε θεατρικό έργο δύο πράξεων. Αφού ολοκλήρωσε το έργο, ανακάλυψε ότι υπήρχε ήδη ένα θεατρικό έργο με τον τίτλο Τρία τυφλά ποντίκια. Το νέο όνομα Η Ποντικοπαγίδα προτάθηκε από τον σύζυγο της κόρης της και προέρχεται από την τρίτη πράξη του έργου του Σαίξπηρ Άμλετ, όπου μια θεατρική ομάδα ετοιμάζει μια παράσταση. Όταν ο Κλαύδιος ρωτά ποιο έργο παίζεται, ο Άμλετ απαντά «μια ποντικοπαγίδα», με το οποίο υπαινίσσεται την παγίδα που του στήνει σκοπεύοντας να αποκαλύψει το έγκλημά του.
  • Η ιστορία των παιδιών αντλήθηκε από την πραγματική υπόθεση του 12χρονου Ντένις Ο'Νιλ, ο οποίος το 1945 ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου από τον θετό πατέρα του. Ο Ντένις και ο αδελφός του Τέρενς βρίσκονταν στην ανάδοχη οικογένεια ενός αγρότη και της συζύγου του και είχαν υποστεί για καιρό ακραία κακοποίηση. Η υπόθεση πήρε μεγάλη δημοσιότητα και οδήγησε σε αναθεώρηση της διαδικασίας των αναδοχών στη Μεγάλη Βρετανία.
  • Το έργο έχει ανατρεπτικό τέλος, το οποίο το κοινό από τη βραδιά της πρώτης παράστασης καλείται να μην αποκαλύψει μετά την αποχώρησή του από το θέατρο. Υπάρχουν οκτώ ρόλοι και μέχρι το 2012 περισσότεροι από 400 ηθοποιοί τους έχουν υποδυθεί. Ο Ρίτσαρντ Ατένμπορο ήταν ο πρώτος αστυνομικός Τρότερ και η σύζυγός του Σίλα Σιμ, η πρώτη Μόλι Ράλστον – ιδιοκτήτρια του ξενώνα.[3]
  • Οι όροι του συμβολαίου του έργου ανέφεραν ότι καμία κινηματογραφική διασκευή δεν μπορεί να γίνει μέχρι να κλείσει η παράσταση του Γουέστ Εντ για τουλάχιστον έξι μήνες (ίσως κανείς δεν περίμενε την επιτυχία της παράστασης), ωστόσο μια μη εγκεκριμένη ρωσική κινηματογραφική ταινία έγινε το 1990 με τίτλο Ποντικοπαγίδα. [6]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μόλι Ράλστον έχει κληρονομήσει το παλιό αρχοντικό σπίτι Μόνκσγουελ Μάνορ και το μετέτρεψε σε ξενώνα με τον σύζυγό της Τζάιλς. Καθώς περιμένουν τους πρώτους πελάτες τους, ακούνε στο ραδιόφωνο για τη δολοφονία της Μωρίν Λιόν που συνέβη στο Λονδίνο, και την περιγραφή του δράστη που εθεάθη στον τόπο του εγκλήματος. Τέσσερις πελάτες φθάνουν - ο νεαρός, κάπως νευρωτικός φοιτητής αρχιτεκτονικής Κρίστοφερ Ρεν, η αυστηρή ηλικιωμένη κυρία Μπόιλ, η νεαρή δεσποινίς Κέιζουελ και ο απόστρατος αξιωματικός Μέτκαλφ. Εμφανίζεται και ένας απροσδόκητος επισκέπτης, ο κύριος Παραβιτσίνι του οποίου το αυτοκίνητο αναποδογύρισε στη χιονοθύελλα εκείνο το βράδυ. Ο καιρός συνεχίζει να χαλάει, σύντομα οι δρόμοι είναι αδιάβατοι και το σπίτι είναι εντελώς αποκομμένο από τον έξω κόσμο. Η Μόλι Ράλστον δέχεται ένα τηλεφώνημα από τον επιθεωρητή Χόγκμπεν, ο οποίος της ανακοινώνει ότι ένας από τους αστυνομικούς του θα φτάσει σύντομα στον ξενώνα, χωρίς να εξηγήσει τον λόγο. Ο αστυνομικός Τρότερ φθάνει στους αποκλεισμένους με σκι. Λίγο μετά την άφιξή του, η τηλεφωνική γραμμή χαλάει.

Ο Τρότερ ενημερώνει τους εγκλωβισμένους ότι βρέθηκε το σημειωματάριο του δραπέτη δολοφόνου της Μορίν Λυόν, το οποίο περιλάμβανε τη διεύθυνση του ξενώνα και επίσης ένα σημείωμα είχε αφεθεί στο πτώμα που έγραφε ότι υπήρχαν «τρία τυφλά ποντίκια» που θα δολοφονούνταν και «αυτό ήταν το πρώτο». Υποψιάζεται ότι ο δολοφόνος βρίσκεται ήδη στο σπίτι. Αποκαλύπτει επίσης την πραγματική ταυτότητα της Μορίν Λυόν: το πραγματικό της όνομα είναι Μορίν Στάνινγκ και μόλις πρόσφατα απελευθερώθηκε από τη φυλακή, στην οποία καταδικάστηκε επειδή τρία παιδιά, τα αδέρφια Κόριγκαν, που είχαν ανατεθεί στη φροντίδα της κατά τη διάρκεια του πολέμου, κακοποιήθηκαν και μάλιστα ένα παιδί πέθανε. Η αστυνομία υποπτεύεται ότι το μεγαλύτερο παιδί, ηλικίας περίπου 22 ετών, σκότωσε τη Μορίν για εκδίκηση και τώρα ο δολοφόνος ίσως έρθει στο ξενοδοχείο..[7]

Σύντομα αποδεικνύεται ότι η κυρία Μπόιλ, ως υπάλληλος της πολεμικής υπηρεσίας, ήταν αυτή που τοποθέτησε τα τρία παιδιά στην οικογένεια Στάνινγκ. Λίγο αργότερα τη βρίσκουν στραγγαλισμένη στη βιβλιοθήκη. Όλοι καταλαβαίνουν ότι ο δολοφόνος βρίσκεται ήδη ανάμεσά τους. Η ανακάλυψη του δράστη είναι δύσκολη. Τα δύο επιζώντα παιδιά Κόριγκαν, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, είναι πλέον ενήλικες και κανείς δεν ξέρει πώς ονομάζονται ή πώς μοιάζουν σήμερα, ενώ πιθανός δράστης είναι και ο πατέρας τους. Οι υποψίες πέφτουν πρώτα στον Κρίστοφερ Ρεν, που ταιριάζει με την περιγραφή του δολοφόνου. Αλλά σύντομα αποδεικνύεται ότι ο δολοφόνος θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε από τους πελάτες, ή ακόμα και ένας από τους ιδιοκτήτες, που και οι δύο ταξίδεψαν κρυφά στο Λονδίνο την ημέρα της δολοφονίας της Λιόν. Ο Τρότερ αρχίζει να ανακρίνει όλους τους παρόντες, αποφασίζοντας να στήσει παγίδα στον δολοφόνο. Σε μια τελική ανατροπή, αποδεικνύεται ότι ο δολοφόνος είναι ο Τρότερ, που υποδύεται τον αστυνομικό και εκδικείται τον θάνατο του αδελφού του, η δεσποινίς Κέιζουελ είναι η αδερφή του και ο ταγματάρχης Μέτκαλφ είναι πραγματικός αστυνομικός ντετέκτιβ που τελικά συλλαμβάνει τον Τρότερ πριν δολοφονήσει το τρίτο θύμα του.[8]

Χαρακτήρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Η Μορίν Λυόν (δεν εμφανίζεται στο έργο) είναι το πρώτο θύμα. Το πραγματικό της όνομα είναι κυρία Στάνινγκ και εξέτισε ποινή φυλάκισης επειδή, μαζί με τον σύζυγό της, κακομεταχειρίστηκαν τρία αδέλφια που είχαν είχαν αναλάβει ως ανάδοχη οικογένεια, εκ των οποίων το ένα παιδί υπέκυψε σε ξυλοδαρμό. Ο άνδρας της πέθανε στη φυλακή και μετά την αποφυλάκισή του η χήρα προσπάθησε να κάνει μια νέα ζωή στο Λονδίνο με το όνομα Μορίν Λυόν. Εκεί τη δολοφόνησαν.
  • Μόλι Ράλστον: ιδιοκτήτρια με τον σύζυγό της Τζάιλς του ξενώνα, εμφανίζεται υπεράνω υποψίας μέχρι που γίνεται γνωστό ότι είχε ταξιδέψει ασυνήθιστα και κρυφά στο Λονδίνο την ίδια μέρα της δολοφονίας της Μορίν Λυόν.
  • Τζάιλς Ράλστον: ο σύζυγός της, διευθυντής του ξενώνα, είναι ο πρώτος ύποπτος επειδή εμφανίζεται στη σκηνή ντυμένος πανομοιότυπα με τον δολοφόνου. Αποκαλύπτεται ότι και ο Τζάιλς πήγε κρυφά στο Λονδίνο την ημέρα του θανάτου της Μορίν Λυόν. Ακόμη και η Μόλι αρχίζει να τον υποψιάζεται όταν συνειδητοποιεί ότι, καθώς τον γνωρίζει μόνο ένα χρόνο, δεν ξέρει πραγματικά πολλά για αυτόν.
  • Κρίστοφερ Ρεν: ο πρώτος πελάτης του ξενώνα. Υπερκινητικός, συμπεριφέρεται με περίεργο τρόπο. Παραδέχεται ότι κρύβεται, αλλά αρνείται να πει από ποιον ή κάτι άλλο. Η συμπεριφορά του υποδηλώνει ότι ήταν ένα από τα τρία παιδιά-μάρτυρες των οποίων η κακομεταχείριση τα έκανε σχιζοφρενικά και επικίνδυνα.
  • Κυρία Μπόιλ: δυσάρεστη ηλικιωμένη κυρία που δεν σταματά να επικρίνει τα πάντα. Πρώην υπάλληλος της πολεμικής υπηρεσίας, είναι υπεύθυνη για την τοποθέτηση παιδιών στην ανάδοχη οικογένεια Στάνινγκ. Ο θάνατός της τη βγάζει γρήγορα από τη λίστα των υπόπτων.
  • Ταγματάρχης Μέτκαλφ: απόστρατος αξιωματικός, μυστηριώδης χαρακτήρας. Με τη σειρά του γίνεται ύποπτος όταν αποδεικνύεται ότι ο πατέρας των τριών παιδιών βρισκόταν στον στρατό την εποχή του θανάτου της συζύγου του, γεγονός που κατέστησε απαραίτητο να τεθούν σε φροντίδα τα ορφανά.
  • Δεσποινίς Κέιζουελ: μια παράξενη και μοναχική νεαρή γυναίκα που μιλά χωρίς εμφανή συναισθήματα για τις τρομερές εμπειρίες που είχε ως παιδί. Λέει αρκετά ώστε οι θεατές να την υποψιαστούν ότι ήταν ένα από τα τρία νεαρά θύματα της Μωρίν Λιόν και επιζητά εκδίκηση.
  • Κύριος Παραβιτσίνι: Δεν ξέρουμε από πού κατάγεται. Προσποιείται ότι έχει ξένη προφορά και αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του με μακιγιάζ. Το μυστήριο της καταγωγής του παραμένει και αρνείται να απαντήσει σε ερωτήσεις, κάτι που τον κάνει ύποπτο: θα μπορούσε να είναι ο πατέρας των παιδιών, επιστρέφοντας με ψεύτικο όνομα για να εκδικηθεί.
  • Λοχίας Τρότερ: είναι ένας αστυνομικός που φτάνει στη μέση της χιονοθύελλας για να προστατεύσει τους πελάτες και τους ιδιοκτήτες του ξενώνα.[9]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Η ποντικοπαγίδα, μτφ. Τάσος Λαζαρίδης, εκδόσεις Λυχνάρι, 1980 [10]
  • Η ποντικοπαγίδα, μτφ. Αντώνης Γαλέος, εκδόσεις Αιγόκερως, 2013 [11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]