Η ιστορία του επιστάτη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η ιστορία του επιστάτη
Ο επιστάτης Όσβαλντ, από εικονογραφημένο χειρόγραφο των αρχών του 15ου αιώνα
ΣυγγραφέαςΤζόφρι Σώσερ
ΤίτλοςThe Reves Tale
ΓλώσσαΜέση αγγλική γλώσσα
Ημερομηνία δημοσίευσης1389
ΠροηγούμενοΗ ιστορία του μυλωνά
ΕπόμενοΗ ιστορία του μάγειρα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η ιστορία του επιστάτη (Μεσαιωνικά αγγλικά: The Reeve's Tale) είναι η τρίτη από τις ιστορίες που διηγούνται οι προσκυνητές στις Ιστορίες του Καντέρμπερι (1387-1400) του Τζέφρυ Τσώσερ και αναφέρεται στην τιμωρία ενός ανέντιμου μυλωνά από δύο φοιτητές που απέδωσαν ένα χονδροειδές είδος δικαιοσύνης. Την ιστορία αφηγείται ο επιστάτης Όσβαλντ σε απάντηση στην Ιστορία του μυλωνά που τον πρόσβαλε. [1]

Η ιστορία βασίζεται σε ένα δημοφιλές μοτίβο της εποχής, το «κόλπο με την κούνια», όπου η σύζυγος ξαπλώνει στο λάθος κρεβάτι επειδή η κούνια έχει μετακινηθεί, το οποίο επίσης αναφέρεται στην έκτη ιστορία της 9ης ημέρας του Δεκαήμερου του Βοκάκιου και προέρχεται από γαλλικό μεσαιωνικό μύθο του Ζαν Μποντέλ. [2]Ο Τσώσερ βελτιώνει τις πηγές του με λεπτομερείς περιγραφές και πονηρό χιούμορ.

Η βόρεια προφορά των δύο νεαρών είναι η παλαιότερη σωζόμενη προσπάθεια στα αγγλικά καταγραφής μιας διαλέκτου από περιοχή διαφορετική από αυτή του συγγραφέα. Τα έργα του Τσώσερ είναι γραμμένα στη λονδρέζικη προφορά του ίδιου και των γραφέων του, έτσι η εισαγωγή της διαφορετικής προφοράς είναι ένα επί πλέον κωμικό στοιχείο της ιστορίας.[3]

Ο επιστάτης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο επιστάτης Όσβαλντ είναι ο διαχειριστής της περιουσίας ενός γαιοκτήμονα που αποφέρει μεγάλα κέρδη για τον κύριό του και περισσότερα για τον ίδιο, τόσο που ο νεαρός γαιοκτήμονας συχνά δανείζεται από τον επιστάτη, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι δανείζεται από τη δική του περιουσία. Ο επιστάτης περιγράφεται ως κοκαλιάρης, οξύθυμος και ηλικιωμένος. Τα μαλλιά του είναι κομμένα κοντά παραπέμποντας στην κατώτερη κοινωνική του θέση, το μακρύ παλτό του τον κάνει να μοιάζει με μοναχό. Το ξίφος του είναι σκουριασμένο, μια παρωδία των σπαθιών που συνήθως φέρουν οι ιππότες αλλά ιππεύει ένα ωραίο γκρίζο άλογο. Ενώ όλοι οι προσκυνητές διασκέδασαν με τον ευκολόπιστο ξυλουργό στην Ιστορία του μυλωνά, στην οποία ένας ξυλουργός ταπεινώνεται από τη γυναίκα του και τον εραστή της, ο Όσβαλντ τη θεώρησε ως προσωπική προσβολή επειδή κάποτε ήταν ο ίδιος ξυλουργός. Έτσι, ανταποδίδει με μια ιστορία όπου δύο νεαροί εκδικήθηκαν σκληρά έναν ανέντιμο και άπληστο μυλωνά. [4]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σίμκιν είναι ένας μυλωνάς που ζει στο Τράμπινγκτον, κοντά στο Κέιμπριτζ. Είναι γνωστός νταής - δάσκαλος στο σπαθί και το στιλέτο - και εξαπατά τους πελάτες του κλέβοντας από ό,τι του φέρνουν στο μύλο για άλεσμα. Η αλαζονική γυναίκα του είναι εξαιρετικά περήφανη που είναι κόρη κληρικού. [5]Έχουν μια 20χρονη κόρη, τη Μάλιν, και έναν γιο έξι μηνών.[6]

Μια μέρα, ο διαχειριστής ενός κολεγίου του πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ ήταν πολύ άρρωστος για να πάει στον μύλο και να επιβλέψει τον μυλωνά να αλέθει το καλαμπόκι του και ο μυλωνάς τον κλέβει εξωφρενικά. Δύο φοιτητές στο κολέγιο, ο Τζον και ο Άλαν με καταγωγή από τη βόρεια Αγγλία, εξοργίζονται με την κλοπή και προσφέρονται να πάνε ένα σακί με καλαμπόκι στον μύλο για να δουν τι συμβαίνει. Όταν φτάνουν, ανακοινώνουν ότι θα παρακολουθήσουν το άλεσμα. Ο πονηρός μυλωνάς, καταλαβαίνει ότι οι φοιτητές θέλουν να τον αποτρέψουν από την κλοπή και για να αποδείξει ότι οι μελετητές δεν είναι πάντα οι πιο σοφοί ή οι πιο έξυπνοι, λύνει το άλογό τους, ο Τζον και ο Άλαν το κυνηγούν και το βρίσκουν αργά τη νύχτα. Στο μεταξύ, ο μυλωνάς αδειάζει το μισό αλεύρι από το τσουβάλι και το ξαναγεμίζει με πίτουρο. [7]

Καθώς τώρα έχει νυχτώσει, τα αγόρια ζητούν από τον μυλωνά να τους φιλοξενήσει για τη νύχτα. Ο μυλωνάς συμφωνεί και τους βάζει να πληρώσουν για τη διαμονή τους. Επειδή το σπίτι είναι μικρό, κοιμούνται όλοι στο ίδιο δωμάτιο αλλά σε ξεχωριστά κρεβάτια: ο Τζον και ο Άλαν στο ένα κρεβάτι, ο μυλωνάς και η γυναίκα του σε ένα άλλο με την κούνια δίπλα και η κόρη στο τρίτο.[8]

Τα μεσάνυχτα, τελείωσαν το φαγητό και πήγαν για ύπνο, ο μεθυσμένος Σίμκιν και η οικογένειά του αποκοιμήθηκαν βαθιά, ενώ ο Άλαν και ο Τζον βρίσκονται ξύπνιοι, σχεδιάζοντας εκδίκηση. Ο Άλαν πηγαίνει στο κρεβάτι της Μάλιν, ενώ εκείνη κοιμάται βαθιά, ξαπλώνει κοντά της και πολύ γρήγορα πέτυχε τον στόχο του, και συνέχισε να τον πετυχαίνει όλη τη νύχτα. Όταν η γυναίκα του μυλωνά σηκώνεται για να ανακουφιστεί από το κρασί που έχει πιει, ο Τζον μετακινεί την κούνια του μωρού στα πόδια του κρεβατιού του. Επιστρέφοντας στο σκοτεινό δωμάτιο, η γυναίκα βρίσκει την κούνια και υποθέτει λανθασμένα ότι το κρεβάτι του Τζον είναι το δικό της. Ξαπλώνει, ο Τζον την αγκαλιάζει και περνούν μια μαγευτική νύχτα μέχρι το λάλημα του τρίτου πετεινού.[9]

Τα ξημερώματα, ο Άλαν αποχαιρετά την κόρη, η οποία του λέει πού θα βρει το αλεύρι που είχε κλέψει ο πατέρας της. Όταν ο Άλαν πηγαίνει να ξυπνήσει τον Τζον, βρίσκει την κούνια και, υποθέτοντας ότι έχει λάθος, πηγαίνει στο κρεβάτι του μυλωνά και τον σκουντάει να ξυπνήσει. Νομίζοντας ότι μιλάει στον Τζον, ο Άλαν καυχιέται για τα ολονύκτια κατορθώματά του με την κόρη του μυλωνά. Ο μυλωνάς, εξαγριωμένος, του επιτίθεται, προκαλώντας μεγάλο σάλο με αναποδογυρισμένα κρεβάτια και φωνές. Η γυναίκα του μυλωνά αρπάζει ένα ξύλο και χτυπάει κατά λάθος τον μαινόμενο σύζυγό της, νομίζοντας ότι είναι ένας από τους φοιτητές. Ο Άλαν και ο Τζον μάζεψαν το αλεύρι τους, πήραν το άλογό τους και τράπηκαν σε φυγή. Ο επιστάτης τελειώνει την ιστορία του με μια παροιμία: «Όποιος κάνει το κακό δεν πρέπει να περιμένει καλό».[1]

Η επόμενη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την ιστορία ακολουθεί Η ιστορία του μάγειρα, η οποία είναι ημιτελής.

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • 1972: Η ιστορία του επιστάτη είναι μία από τα οκτώ ιστορίες του Τσώσερ που διασκευάστηκαν στην κινηματογραφική ταινία Οι Θρύλοι του Καντέρμπουρι, σε σκηνοθεσία Πιερ Πάολο Παζολίνι. [10]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Οι ιστορίες του Καντέρμπερυ, μτφ: Δημοσθένης Κορδοπάτης, εκδ. Μελάνι, 2014 [11]
  • Οι ιστορίες του Καντέρμπερυ, μτφ: Γιώργος Χαλβατζόγλου, εκδ. Νησίδες, 2018 [12]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]