Εμπόριο οργάνων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το εμπόριο οργάνων είναι η αγοραπωλησία ανθρώπινων οργάνων με τελικό σκοπό τη μεταμόσχευσή τους σε αρρώστους. Η πρακτική είναι παράνομη στις περισσότερες χώρες, ωστόσο η πώληση του ενός νεφρού στο Ιράν, με σκοπό το κέρδος, επιτρέπεται, ενώ στην Κίνα συνηθίζεται να λαμβάνονται όργανα από νεκρούς ή εκτελεσμένους φυλακισμένους. Οι νεφροί είναι το πιο κοινό αντικείμενο του εμπορίου οργάνων, καθώς ο ανθρώπινος οργανισμός διαθέτει δυο από αυτούς και έτσι κάποιος που βρίσκεται σε ένδεια μπορεί να πωλήσει τον έναν. Τα χρήματα που λαμβάνουν οι δότες νεφρού αυτής της κατηγορίας κυμαίνονται από 800-10.000 δολάρια, ενώ ο λήπτης του οργάνου καταβάλει αρκετά περισσότερα χρήματα. Επίσης υπάρχουν κίνδυνοι για την υγεία τόσο του δότη όσο και του λήπτη, λόγω μετεγχειρητικών επιπλοκών ή ανοσολογικής ασυμβατότητας.

Το φαινόμενο έχει παρουσιαστεί επειδή η ζήτηση οργάνων προς μεταμόσχευση από ασθενείς είναι μεγαλύτερη από την προσφορά είτε από ζωντανούς είτε από νεκρούς δότες. Έτσι, το εμπόριο οργάνων ανθεί ειδικά στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπως στην Ινδία, το Πακιστάν, τη Βραζιλία και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που θεωρούνται "εξαγωγείς" οργάνων, ενώ κυριότεροι λήπτες ("εισαγωγείς") είναι χώρες όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία κ.α.· σε ορισμεσωτερικό τους. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται "τουρισμός μεταμοσχεύσεων", όρος που περιγράφει τη μετακίνηση είτε του δότη, είτε του λήπτη είτε και των δυο στο εξωτερικό προκειμένου να λάβει χώρα η μεταμόσχευση. Στη Βραζιλία και τη Νότια Αφρική έχει διαπιστωθεί ότι δραστηριοποιούνται κυκλώματα διακίνησης ανθρώπων (trafficking) με σκοπό το παράνομο εμπόριο οργάνων.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]