Εκτήμοροι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Εκτήμορος στην αρχαϊκή Αττική ονομαζόταν ο αγρότης που καλλιεργούσε ένα κομμάτι γης το οποίο δεν του ανήκε, ενώ δικαιούνταν τα 5/6 της παραγωγής που απέδιδε αυτό το κομμάτι γης. Το υπόλοιπο 1/6 της παραγωγής όφειλε να το δώσει στο γαιοκτήμονα έναντι ενοικίου.

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη προέρχεται από το "εκτημόριο", δηλαδή το ένα έκτο (1/6) που αντιστοιχούσε στο ποσοστό της παραγωγής που όφειλε ο αγρότης στο γαιοκτήμονα.

Σύντομη ιστορική αναδρομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο εκτήμορος ήταν ελεύθερος άνθρωπος, αλλά έχανε την ελευθερία του και μπορούσε να πουληθεί ως σκλάβος εάν είχε οφειλές προς το γαιοκτήμονα. Ωστόσο, η λέξη παύει να εμφανίζεται σε αρχαίες αναφορές μετά τον 6ο αιώνα π.Χ. Η "σεισάχθεια", οι νόμοι δηλαδή που εφάρμοσε ο Σόλωνας για τη δικαιότερη ρύθμιση των χρεών που είχαν οι φτωχοί, αποτελεί έναν ικανό λόγο που εξηγεί την εξαφάνιση της λέξης. Σημαντικό ρόλο, όμως, έπαιξε και η οικονομία της πόλης-κράτους της Αθήνας, διότι δεν ήταν οργανωμένη με τρόπο που όριζε σαφώς την παραγωγή της καλλιέργειας. Έτσι, για τις κύριες και πιο σημαντικές καλλιέργειες που ήταν το αμπέλι και η ελιά, οι μεταποιητικές εργασίες διαφοροποιούσαν την αξία της παραγωγής, αφού τα κύρια προϊόντα δεν ήταν το σταφύλι και η ελιά, αλλά το κρασί, η σταφίδα και το λάδι. Έτσι, η ίδια η οικονομία δεν μπορούσε πλέον να στηρίξει τη σχέση του εκτήμορου και του άρχοντα, καθώς οι μεταποιήσεις των προϊόντων οδήγησαν αναγκαστικά στη δημιουργία ανεξάρτητων αγροτικών επιχειρήσεων, αντίστοιχων των σημερινών αγροτικών συνεταιρισμών, που καθόριζαν την αξία του προϊόντος.