Βασιλικοί άνθρωποι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο όρος βασιλικοί άνθρωποι εμφανίζεται σε βυζαντινά έγγραφα του 9ου–10ου αιώνα και είχε δύο διαφορετικές σημασίες:[1]

  • ως γενικός όρος, χρησιμοποιείτο από τα εγχειρίδια επί των αυλικών τελετών, όπως το «Κλητορολόγιον» του 899, για τον ορισμό των υψηλότερων ως προς το αξίωμα αυτοκρατορικών αξιωματούχων
  • ως ένας περισσότερο τεχνικός όρος, αναφερόταν σε σχετικά χαμηλότερης τάξεως αυτοκρατορικούς υπηρέτες οι οποίοι πιθανώς να αποτελούσαν ειδικό στρατιωτικό σώμα.

Η δεύτερη ομάδα περιελάμβανε κατόχους ελάσσονος σημασίας τίτλων όπως οι στράτορες και οι σπαθαροκανδιδάτοι και βρισκόταν υπό τον «πρωτοσπαθάριο των βασιλικών ανθρώπων», ο οποίος αργότερα (στο De Ceremoniis και το Τακτικόν του Εσκοριάλ) αναφέρεται και ως «κατεπάνω των βασιλικών».[1] Είχε την βοήθεια ενός δομέστικου, ενώ το επιτελείο του περιελάμβανε και «κανδιδάτους επί του Ιπποδρόμου», «βασιλικούς μανδάτορες» και «σπαθάριους», οι τελευταίοι εκ των οποίων φαίνεται να συμμετείχαν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, γεγονός το οποίο και οδήγησε τον Νικόλαο Οικονομίδη να εκφέρει την άποψη ότι οι «βασιλικοί άνθρωποι» πιθανώς να αποτελούσαν ξεχωριστό στρατιωτικό σώμα.[1] Αρκετοί εκ των κατόχων των χαμηλότερων αξιωμάτων εκείνου του σώματος φαίνεται να ήσαν ξένοι, μεταξύ άλλων Χαζάροι, Άραβες, Φράγκοι κτλ.[1]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Kazhdan 1991, σελ. 266.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Basilikoi anthropoi της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).