Βασιλιάς Χορν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βασιλιάς Χορν
ΓλώσσαΜέση αγγλική γλώσσα[1]
Ημερομηνία δημιουργίας13ος αιώνας[2][1]
Ημερομηνία δημοσίευσης1225
Μορφήποίημα

Ο Βασιλιάς Χορν (Μεσαιωνικά αγγλικά:King Horn) είναι έμμετρη ιπποτική μυθιστορία αγνώστου συγγραφέα που χρονολογείται γύρω στο 1225 και σώζεται σε τρία χειρόγραφα. Η πλοκή βασίζεται στο αγγλο-νορμανδικό έργο Μυθιστορία του Χορν (1170) και επαναλήφθηκε συχνά σε μεταγενέστερες μυθιστορίες και μπαλάντες της αγγλικής μεσαιωνικής λογοτεχνίας. Είναι το παλαιότερο σωζόμενο ειδύλλιο στα μεσαιωνικά αγγλικά.[3]

Η ιστορία αναφέρεται στον Χορν, γιο ενός βασιλιά που σκοτώθηκε κατά την κατάκτηση της χώρας του από τους Σαρακηνούς, εξορίστηκε και μεγάλωσε σε μια βασιλική οικογένεια όπου η κόρη του ηγεμόνα και μοναδική του κληρονόμος τον ερωτεύτηκε. Ο Χορν κατηγορήθηκε άδικα και εξορίστηκε. Μετά από πολλές περιπέτειες και κατορθώματα σε άλλες χώρες, παντρεύτηκε την αγαπημένη του, επέστρεψε στην πατρίδα του, από όπου εκδίωξε τους Σαρακηνούς κατακτητές και στέφτηκε βασιλιάς.[4]

Ο Βασιλιάς Χορν και το μεταγενέστερο Χάβελοκ ο Δανός (1270) είναι μεσαιωνικές μυθιστορίες που βασίζονται σε παλαιότερα αγγλο-νορμανδικά έργα και εν μέρει στον προφορικό λαϊκό πολιτισμό που επέζησε της Νορμανδικής κατάκτησης. [5]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βασιλιάς Μάρρυ του Σάντεν, πατέρας του 15χρονου Χορν, σκοτώνεται όταν η χώρα του δέχεται εισβολή από Σαρακηνούς. Η βασίλισσα καταφεύγει σε μια έρημη σπηλιά, ο Χορν αιχμαλωτίζεται μαζί με συντρόφους του, μεταξύ των οποίων οι δύο αγαπημένοι του φίλοι, ο Άθουλφ και ο Φίκενχιλντ, αλλά ο εμίρης των Σαρακηνών, εντυπωσιασμένος από την ομορφιά του Χορν, τους αφήνει ελεύθερους σε μια βάρκα χωρίς πηδάλιο. Φτάνουν στο Ουέστερν, όπου τους υποδέχεται ο βασιλιάς Άιλμαρ. Η κόρη του βασιλιά, η Ρίμενχιλντ, τον ερωτεύεται και όταν ο νεαρός απορρίπτει την πρότασή της γιατί δεν είναι άξιός της, αυτή και ο οικονόμος Άθελμπρους ανακηρύσσουν τον Χορν και τους συντρόφους του ιππότες. Η πριγκίπισσα του δίνει ένα δαχτυλίδι ως ένδειξη αρραβώνα. Αποφασισμένος να αποδείξει την ανδρεία του πριν τον γάμο τους, ο Χορν υπερασπίζεται τη γη τους από επίθεση Σαρακηνών. [6]

Ο Φίκενχιλντ, κυριευμένος κρυφά από φθόνο, αποκαλύπτει τα σχέδια γάμου και ο Χορν εξορίζεται. Πριν φύγει, υπόσχεται στη Ρίμενχιλντ να επιστρέψει σε επτά χρόνια, διαφορετικά να παντρευτεί κάποιον άλλο. Πλέει στην Ιρλανδία όπου υπηρετεί στην αυλή του βασιλιά Θέρστον, με ψεύτικο όνομα, και ορκίζεται αιώνια φιλία με τους δύο γιους του βασιλιά. Εδώ αντιμετωπίζει για άλλη μια φορά τους Σαρακηνούς και τους νικά στη μάχη. Οι δύο πρίγκιπες σκοτώνονται στη μάχη και ο βασιλιάς Θέρστον προσφέρει στον Χορν το βασίλειό του και την κόρη του Ρέινιλντ. Ο ιππότης δίνει μια διφορούμενη απάντηση και ζητά να περιμένει επτά χρόνια. Ο βασιλιάς συμφωνεί.[7]

Περνούν επτά χρόνια και η πριγκίπισσα Ρίμενχιλντ ετοιμάζεται να παντρευτεί τον βασιλιά Μόντι του Ρέινς. Απελπισμένη, στέλνει γράμματα στον Χορν, παρακαλώντας τον να επιστρέψει και να τη διεκδικήσει. Ένα από αυτά τα γράμματα έφτασε τελικά σε αυτόν. Ο Χορν, πολύ αναστατωμένος από όσα διάβασε, ζητά από τον αγγελιοφόρο να επιστρέψει στην πριγκίπισσα και να της πει ότι σύντομα θα ήταν εκεί. Ο αγγελιοφόρος, ωστόσο, πνίγηκε σε μια καταιγίδα στο δρόμο της επιστροφής στο Ουέστερν και το μήνυμα δεν έφτασε ποτέ σε αυτήν.

Ο Χορν αποκαλύπτει την ταυτότητά του στον Θέρστον και πλέει στο Ουέστερν με μια ομάδα Ιρλανδών ιπποτών, φτάνοντας την ημέρα του γάμου της Ρίμενχιλντ. Μεταμφιεσμένος σε γέροντα, παρευρίσκεται στη γιορτή, όπου προσπαθεί να επιστρέψει το δαχτυλίδι που του είχε δώσει η Ρίμενχιλντ, η οποία καλεί τον γέροντα για να μάθει πού το βρήκε. Ο Χορν δοκιμάζει την πίστη της ισχυριζόμενος ότι είχε γνωρίσει τον Χορν και ότι ήταν πλέον νεκρός. Στη θλίψη της, η Ρίμενχιλντ προσπαθεί να αυτοκτονήσει. Τελικά, ο Χορν αποκαλύπτει την ταυτότητά του και ο στρατός του σκοτώνει τον Μόντι και τους καλεσμένους του γάμου. Παντρεύεται τη Ρίμενχιλντ, αλλά ορκίζεται να μην κοιμηθεί μαζί της μέχρι να απελευθερώσει τη χώρα του από τους Σαρακηνούς εισβολείς. Έπειτα φεύγει για το Σάντεν, όπου οι άνδρες του με τη βοήθεια των Ιρλανδών ιπποτών εκδιώκουν τους μισητούς εισβολείς, αποκαθιστούν τον Χριστιανισμό, σώζουν τη μητέρα του και ο Χορν στέφεται βασιλιάς.[8]

Πίσω στο Ουέστερν, ο Φίκενχιλντ ισχυρίζεται ψευδώς ότι ο Χορν σκοτώθηκε, ζητά το χέρι της Ρίμενχιλντ και γίνονται οι προετοιμασίες για τον γάμο. Καθώς η Ρίμενχιλντ αρνείται, τη φυλακίζει σε ένα φρούριο σε ένα ακρωτήρι, το οποίο κατά την παλίρροια περιβαλλόταν από τη θάλασσα. Ο Χορν, έχοντας δει ένα όνειρο, ξεκινά με τον Άθουλφ και μερικούς εκλεκτούς ιππότες και επιστρέφει στο Ουέστερν. Φτάνουν στο φρούριο και πληροφορούνται από τον Άρνολντιν, εξάδελφο του Άθουλφ, την κατάσταση. Ο Χορν και οι σύντροφοί του μεταμφιέζονται σε μουσικούς και ζογκλέρ και παίρνουν τον δρόμο για το κάστρο, όπου αρχίζουν να παίζουν και να τραγουδούν. Ακούγοντας τις ερωτικές μπαλάντες, η Ρίμενχιλντ λιποθυμά από θλίψη. Ο Χορν και οι σύντροφοί του σκοτώνουν τον προδότη Φίκενχιλντ, ο Χορν πείθει τον Άιλμαρ να κάνει τον Άρνολντιν κληρονόμο του και δίνει το βασίλειο του Μόντι στον Άθελμπρους. Επιστρέφοντας στο Σάντεν, αφού πέρασε από την Ιρλανδία όπου πάντρεψε τον Άθουλφ με τη Ρέινιλντ και τον έκανε βασιλιά της Ιρλανδίας, ο Χορν και η Ρίμενχιλντ βασίλεψαν με ευτυχία μέχρι το τέλος των ημερών τους.[9]

Οι εισβολείς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εισβολείς της ιστορίας αναφέρονται ως Σαρακηνοί και ειδωλολάτρες, αλλά η άφιξη και η δράση τους θυμίζουν περισσότερο τους Βίκινγκς. Προηγούμενες εκδοχές της ιστορίας πιθανότατα περιλάμβαναν Σκανδιναβούς εισβολείς, αλλά τη στιγμή που συντάχθηκε το έργο δεν αποτελούσαν πλέον επίκαιρο κίνδυνο, σε αντίθεση με τους Σαρακηνούς.[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]